ὑπέροχος
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὑπείροχος, ον, (ὑπερέχω ΙΙ) prominent, eminent, distinguished above others, c. gen., ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Il.6.208, 11.784: abs., ὑπείροχον εἶδος h.Hom.12.2; οἱ ὑπέροχοι (v.l. ὑπείροχοι) τῶν ἀστῶν Hdt.5.92. ή; θῆρες ἐν πελάγεϊ ὑπέροχοι mighty, Pi.N.3.24; ὑπέροχον σθένος A.Pr.428 (lyr.); ὑπέροχος βία overbearing force, S.Tr.1096 codd. (sed leg. βίᾳ); ὑ. Νίκα B.3.5; συρικτὰν μέγ' ὑπείροχον Theoc.7.28; οἰωνῶν μέγ' ὑ. ἀγγελιώτην Call. Jov.68: Sup. ὑπεροχώτατος Pi.P.2.38 (as a title, PMasp.4.5 (vi A.D.)): neut. pl. ὑπείροχα as adverb, IG12(5).678.21 (Syros, metr.).
German (Pape)
[Seite 1200] ep. u. ion. ὑπείροχος, hervorragend, bes. vorzüglich, ausgezeichnet, τινός, vor Einem, αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, Il. 6, 208. 11, 784; ohne Casus, H. h. 11, 2; Her. 5, 92, 7; ὑπεροχωτάτᾳ θυγατέρι Pind. P. 2, 38; N. 3, 24; βία Soph. Trach. 1086; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui l'emporte sur, supérieur à, gén..
Étymologie: ὑπερέχω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέροχος: эп. ὑπείροχος
1 превосходящий других, выдающийся, замечательный (ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Hom.): οἱ ὑπείροχοι τῶν ἀστῶν Her. выдающиеся (знатные) граждане; ὑπείροχον εἶδος ἔχειν HH превосходить (других своей) внешностью;
2 исполинский (θῆρες Pind.; Ἄτλαντος σθένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέροχος: Ἐπικ. καὶ Ἰων. ὑπείρ-, ον (ὑπερέχω ΙΙ) προέχων, ἔξοχος, διακρινόμενος ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, μετὰ γεν., ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Ἰλ. Ζ. 208, Λ. 784· ἀπολ., ὑπείροχον εἶδος Ὕμν. Ὁμ. 11. 2· οἱ ὑπείροχοι τῶν ἀστῶν Ἡρόδ. 5. 92, 7· θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι, ἰσχυροί, Πινδ. Ν. 3. 40· ὑπέροχον σθένος Αἰσχύλ. Πρ. 429· ὑπέροχος βία, ὑπερβολικὴ δύναμις, Σοφ. Τραχ. 1096· - ὑπερθ. ὑπεροχώτατος, ἐν Πινδ. Π. 2. 70· - οὐδ. πληθ. ὑπείροχα, ὡς ἐπίρρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2347Β.
English (Slater)
ὑπέροχος
a high met. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου (P. 2.38)
b monstrous δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους (Mosch.: ὑπέροχος codd.) (N. 3.24)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέροχος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, -ον, Α ὑπερέχω
αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ.
δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη», Οππ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπέροχο
(φιλοσ.) αισθητική κατηγορία, βασική έννοια της καντιανής αισθητικής, που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το ωραίο αλλά ταυτόχρονα διαφέρει από αυτό, επειδή στο υπέροχο η αρέσκεια θεμελιώνεται στην έκταση, στην ποσότητα του αντικειμένου και όχι στην ποιότητα, όπως συμβαίνει στο ωραίο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροχα
με εξαίρετο, με θαυμάσιο τρόπο.
επίρρ...
υπέροχα και, λόγιος τ., υπερόχως Ν
με έξοχο, με θαυμάσιο τρόπο.
Greek Monotonic
ὑπέροχος: Ιων. ὑπείρ-, -ον (ὑπερέχω II), προεξέχων, διακεκριμένος, διαπρεπής, εξαίρετος, διακεκριμένος μεταξύ άλλων, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., σε Ηρόδ.· ὑπέροχος βία, υπερβολική δύναμη, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὑπερέχω II]
prominent, eminent, distinguished above others, c. gen., Il.; absol., Hdt.; ὑπέροχος βία overbearing force, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
superior
Albanian: i epërm, e epërme; Arabic: أَجْدَر, مُتَفَوِّق; Azerbaijani: üstün; Bulgarian: старши, висш; Catalan: superior; Chinese Mandarin: 優越, 优越; Czech: vyšší; Danish: overlegen; Dutch: superieur; Esperanto: supera; Finnish: ylempi, parempi; French: supérieur; Galician: superior; Georgian: უმაღლესი; German: überlegen, höher, höherstehend, übergeordnet; Gothic: 𐌰𐌿𐌷𐌿𐌼𐌰; Greek: ανώτερος; Ancient Greek: διάφορος, ἐπικρατής, καθυπέρτερος, κατυπέρτερος, κρείσσων, κρεῖττον, κρείττων, κρέσσων, περίοχος, ὑπείροχος, ὑπερέξοχος, ὑπέροχος; Hebrew: עִלַּאי; Hungarian: kiváló; Irish: ardchéimiúil; Italian: superiore, sovraordinato; Japanese: 偉い, 貴い, 上級の, 高貴な; Korean: 우수한; Lithuanian: aukštesnio laipsnio, vyresnysis; Norwegian Bokmål: overlegen; Nynorsk: overlegen; Occitan: superior; Ottoman Turkish: اوست, یوقاری; Portuguese: superior; Romanian: superior, mai bun; Russian: вышестоящий, высший, старший; Samoan: sili; Sanskrit: उत्तर, श्रेयस्; Spanish: superior; Swedish: överlägsen; Turkish: üstün; Ukrainian: вищий, старший; Uyghur: ئۈستۈن
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye