ὑπείρ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
poet. for ὑπέρ, used when a long syllable is needed before a vowel, e.g. ὑπεὶρ ἅλα : also in compds.
German (Pape)
[Seite 1185] poet, = ὑπέρ, vor Wörtern, die mit einem Vocal anfangen, wenn die letzte Sylbe lang sein soll, wie ὑπεὶρ ἅλα, Hom.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ὑπέρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπείρ: эп.-ион. = ὑπέρ II.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπείρ: ποιητ. ἀντὶ ὑπέρ, ἐν χρήσει ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη μακρᾶς συλλαβῆς πρὸ ἑπομένου φωνήεντος, π.χ. ὑπεὶρ ἅλα Ὅμ.· ὡσαύτως ἐν συνθέτοις.
English (Autenrieth)
(cf. super): over, prep. w. gen. and acc., accented ὕπερ when it follows its case.—(1) w. gen., local, over, above, beyond, across; ὑπὲρ οὐδοῦ βῆναι, Od. 17.575; ὑπὲρ κεφαλῆς στῆναί τινι, Il. 2.20; τηλοῦ ὑπὲρ πόντου, Od. 13.257. Metaph., for, in defence of, Il. 1.444, Il. 7.449; w. verbs of entreaty, by, for the sake of (per), γουνάζεσθαι ὑπὲρ τοκέων, ὑπὲρ ψῦχῆς καὶ γούνων, Ο, Od. 15.261; then like περί, concerning (de), Il. 6.524.—(2) w. acc., local, over, beyond, ἀλαλῆσθαι ὑπεὶρ ἅλα, Od. 3.74; ‘along the surface’ of the hand, Il. 5.339. Metaph., beyond, transcending, against, ὑπὲρ αἶσαν, μοῖραν, θεόν, Ρ 32, Od. 1.34.;;: see ὑπέρ, ὑπερ-.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. υπέρ.
Greek Monotonic
ὑπείρ: Επικ. αντί του ὑπέρ, χρησιμ. όπου υπάρχει ανάγκη μιας μακράς συλλαβής πριν από φωνήεν, π.χ. ὑπεὶρ ὅλα, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[epic for ὑπέρ
used when a long syllable is needed before a vowel, e. g. ὑπεὶρ ἅλα Hom.