ἑορτή: Difference between revisions
(T21) |
(12) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἑορτῆς, ἡ, the Sept. for חָג; Greek writings from [[Homer]] [[down]]; in [[Herodotus]] [[ὁρτή]]; a [[feast]] [[day]], [[festival]]: ἡ [[ἑορτή]] [[τοῦ]] [[πάσχα]]: Winer s Grammar, 215 (202); Buttmann, 186 (161)); ἡ [[ἑορτή]] [[τῶν]] ἀζύμων, ἐν τῇ [[ἑορτή]], [[during]] the [[feast]], [[εἶναι]] ἐν τῇ [[ἑορτή]], to be [[engaged]] in celebrating the [[feast]], [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, for the [[feast]], ἀναβαίνειν (to [[Jerusalem]]) [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, ἔρχεσθαι [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, in the [[midst]] of the [[feast]], [[κατά]] ἑορτήν, at [[every]] [[feast]] ([[see]] [[κατά]], II:3a. β.), ); [[τήν]] ἑορτήν ποιεῖν to [[keep]], [[celebrate]], the [[feast]], ); [[κατά]] τό [[ἔθος]] τῆς ἑορτῆς, [[after]] the [[custom]] of the [[feast]], Luke 2:42. | |txtha=ἑορτῆς, ἡ, the Sept. for חָג; Greek writings from [[Homer]] [[down]]; in [[Herodotus]] [[ὁρτή]]; a [[feast]] [[day]], [[festival]]: ἡ [[ἑορτή]] [[τοῦ]] [[πάσχα]]: Winer s Grammar, 215 (202); Buttmann, 186 (161)); ἡ [[ἑορτή]] [[τῶν]] ἀζύμων, ἐν τῇ [[ἑορτή]], [[during]] the [[feast]], [[εἶναι]] ἐν τῇ [[ἑορτή]], to be [[engaged]] in celebrating the [[feast]], [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, for the [[feast]], ἀναβαίνειν (to [[Jerusalem]]) [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, ἔρχεσθαι [[εἰς]] [[τήν]] ἑορτήν, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, in the [[midst]] of the [[feast]], [[κατά]] ἑορτήν, at [[every]] [[feast]] ([[see]] [[κατά]], II:3a. β.), ); [[τήν]] ἑορτήν ποιεῖν to [[keep]], [[celebrate]], the [[feast]], ); [[κατά]] τό [[ἔθος]] τῆς ἑορτῆς, [[after]] the [[custom]] of the [[feast]], Luke 2:42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[γιορτή]], η (AM [[ἑορτή]])<br /><b>1.</b> [[πανηγυρισμός]] που γίνεται με την [[ευκαιρία]] δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος<br /><b>2.</b> η [[ημέρα]] [[κατά]] την οποία η [[εκκλησία]] γιορτάζει τη [[μνήμη]] τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων<br /><b>3.</b> γιορταστική [[συγκέντρωση]], [[πανηγύρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κατόπιν]] ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν [[αργά]], [[μετά]] τα γεγονότα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ονομαστική [[εορτή]]» — η [[ημέρα]] που γιορτάζει ο [[άγιος]] του οποίου το όνομα έχει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> «εθνική [[εορτή]]» — [[γιορτή]] που καθιερώνεται από την [[πολιτεία]] σε [[ανάμνηση]] σημαντικού ιστορικού γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διασκέδαση]], [[ψυχαγωγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fορ</i>-<i>τ</i><i>ā</i>, η [[δασύτητα]] πιθ. από το <i>F</i>-. Ο ομηρ., αττ. τ. [[εορτή]] συνδέεται με τους τ. [[έροτις]], [[έρανος]], ο δε ιων. τ. [[ορτή]] προήλθε από τον τ. [[εορτή]] με [[υφαίρεση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοσσός]] > [[νοσσός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εορτάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εορταίος]], <i>εορτικός</i>, <i>εορτώδης</i>, [[ορτάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εόρτιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[εορτοδρόμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εορτολόγιο]]. (Β' συνθετικό) [[φιλέορτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
in Ion. Prose ὁρτή (so Schwyzer726.21 (Milet., v B.C.), prob. in Ion Trag.21, but
A ἑορτή Schwyzer725.12 (Milet., vi B. C.)), ἡ, feast, festival, holiday, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑ. Od.20.156; ἑ. τοῖο θεοῖο 21.258; ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Hdt.1.31; ὁρτὴν ἄγειν keep a feast, ib.147, cf. Th.4.5, etc.; ἄξεις τότ' ἀμελιτῖτιν ὁρτὴν ἐξ ὁρτῆς Herod.5.85; ὁρτὴν ποιευμένους Hdt.1.150; ὁρτὴν ἀνάγειν Id.2.40,48, al.; ἑορτὰς ἑορτάσαι X.Ath.3.2; ἑορτὴν τῇ θεῷ ποιεῖν Th.2.15; ἡ τῶν Παναθηναίων ἑ. D.4.35: metaph., οἵας ἑορτῆς ἔστ' ἀπόπτυστοι θεοῖς στέργηθρ' ἔχουσαι, of the Eumenides, A.Eu. 191; ἑορτὴ ὄψεως Ael.VH13.1. 2 generally, holiday-making, amusement, pastime, παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν Pl.Phdr.276b, etc.; so ἑορτὴν ἡγεῖσθαι τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι Th.1.70. 3 prov., κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν to have come the day after the fair, Pl.Grg.447a; ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά every day's a holiday to those who don't work, Theoc. 15.26, cf. Herod.6.17; ἄγουσιν ἑ. οἱ κλέπται Suid. 4 assembled multitude at a festival, ὄχλος καὶ ἑ. καὶ στρατὸς καὶ πλῆθος Plot.6.6.12.
German (Pape)
[Seite 892] ἡ, ion. ὁρτή, das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Uebh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ παιδιά Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἑορτή: ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - ἑορτή, πανήγυρις, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ τοῖο θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) καθόλου, τέρψις, «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη ἡμέρα εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. ἐροτή. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ μεγάλη τῶν Ἑβραίων ἑορτή, ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως πάσχα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ ἄνευ αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ πάσχα Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη πάσχα Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, μάλιστα τὸ χριστιανικὸν πάσχα, ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ ἑορτή, πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ εἶναι τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ εἶναι ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 fête : ἑορτὴν ἄγειν ou ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l’honneur d’un dieu;
2 p. ext. réjouissance, amusement en gén. : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.
Étymologie: DELG le mot fait penser à ἔρανος.
English (Autenrieth)
festival, Od. 20.156 and Od. 21.258.
English (Strong)
of uncertain affinity; a festival: feast, holyday.
English (Thayer)
ἑορτῆς, ἡ, the Sept. for חָג; Greek writings from Homer down; in Herodotus ὁρτή; a feast day, festival: ἡ ἑορτή τοῦ πάσχα: Winer s Grammar, 215 (202); Buttmann, 186 (161)); ἡ ἑορτή τῶν ἀζύμων, ἐν τῇ ἑορτή, during the feast, εἶναι ἐν τῇ ἑορτή, to be engaged in celebrating the feast, εἰς τήν ἑορτήν, for the feast, ἀναβαίνειν (to Jerusalem) εἰς τήν ἑορτήν, ἔρχεσθαι εἰς τήν ἑορτήν, τῆς ἑορτῆς μεσούσης, in the midst of the feast, κατά ἑορτήν, at every feast (see κατά, II:3a. β.), ); τήν ἑορτήν ποιεῖν to keep, celebrate, the feast, ); κατά τό ἔθος τῆς ἑορτῆς, after the custom of the feast, Luke 2:42.
Greek Monolingual
και γιορτή, η (AM ἑορτή)
1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος
2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων
3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι
4. φρ. «κατόπιν ἑορτῆς» — γι' αυτούς που φτάνουν αργά, μετά τα γεγονότα
νεοελλ.
φρ.
1. «ονομαστική εορτή» — η ημέρα που γιορτάζει ο άγιος του οποίου το όνομα έχει κάποιος
2. «εθνική εορτή» — γιορτή που καθιερώνεται από την πολιτεία σε ανάμνηση σημαντικού ιστορικού γεγονότος
αρχ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fε-Fορ-τā, η δασύτητα πιθ. από το F-. Ο ομηρ., αττ. τ. εορτή συνδέεται με τους τ. έροτις, έρανος, ο δε ιων. τ. ορτή προήλθε από τον τ. εορτή με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός > νοσσός).
ΠΑΡ. εορτάζω
αρχ.
εορταίος, εορτικός, εορτώδης, ορτάζω
αρχ.-μσν.
εόρτιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. εορτοδρόμιος
νεοελλ.
εορτολόγιο. (Β' συνθετικό) φιλέορτος.