κάθημαι: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(T22) |
(18) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=([[καθημέραν]]) equivalent to καθ' ἡμέραν, [[see]] [[ἡμέρα]], 2, p. 278{a}. | |txtha=([[καθημέραν]]) equivalent to καθ' ἡμέραν, [[see]] [[ἡμέρα]], 2, p. 278{a}. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κάθημαι]])<br /><b>βλ.</b> [[κάθομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. κάτ-, 2sg. κάθησαι (Ion.
A κάτ- Hdt.3.134) X.Cyr.3.1.6, prob.in Call.Sos.vi4, κάθῃ Hyp.Fr.115, Act.Ap.23.3, dub.l.in Com.Adesp.1203, (προ-) Them.Or.13.171a codd.; 3sg. κάθηται Ar.Lys. 597, Pl.Ap.35c, D.9.70, SIG987.26 (Chios, iv B.C.); Ion. 3pl. κατέαται Hdt.2.86; imper. κάθησο Il.2.191, E.IA627; κάθου Ar.Fr.620, Anaxandr.13, Men.1017, Alex.224; κάθουσο Sch.Theoc.11.42; 3sg. καθήσθω A.Pr.916; 3pl. καθήσθωσαν IG9(2).1109.38 (Thess.); subj. καθῶμαι, κάθῃ Cratin.277, καθῆται Ar.Eq.754; opt.καθοίμην Id.Ra.919, prob.in Id.Lys.149; inf.καθῆσθαι; part.καθήμενος: impf.ἐκαθήμην Ar. Ec.152, D.48.31, etc., ἐκάθητο h.Bacch.14, Ar.Av.510, Th.5.6, ἐκάθησθε Ar.Ach.638, ἐκάθηντο, Ion. ἐκατέατο v.l. in Hdt.3.144, 8.73; also without syll. augm.καθῆστο Il.1.569, E.Ba.1102, Ph.1467, Pl.R.328c, Is.6.19, καθῆτο D.18.169,217; Ion. κατῆστο Hdt.1.46, καθῆσθε D. 25.21 (with vv. ll.), καθῆντο Ar.Ec.302, v.l. in Th.5.58; Ep. καθήατο Il.11.76; Ion. κατέατο Hdt.3.144, 8.73, 9.90 (v.l. καθ-): the later fut. καθήσομαι LXXLe.8.35, Ev.Luc.22.30 is corrupt in E.Fr.960:—to be seated, sit, αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il.2.191; κάθησ' ἑδραία E.Andr.266: freq. in part., πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος Il.16.407; ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε κ. Od.5.82; κ. οἶος ἐν Ἴδῃ Il.8.207; ἐν ἀγῶνι κ. 23.448; κλαῖον δ' ἐν λεχέεσσι κ. Od.10.497; θύρῃσι κ. 17.530; ἐπὶ ταῖσι θύραις Ar.Nu.466; αὐτόθεν ἐκ δίφροιο κ. even from his seat as he sat there, Od.21.420; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων S.Ant.411; ἐκ μέσου κατῆστο sate aloof, remained neutral, Hdt.3.83, cf. 4.118,8.73; ἐν θρόνῳ κ. Id.2.149; θρόνῳ κ. E.El.315; κ. πρὸς τάφῳ Id.Hel.1084; πρὸς τὸ πῦρ Ar.V.773; ἐπὶ δίφρου Pl.R.328c; ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.54; ἐπὶ τοῦ ἅρματος Act.Ap.8.28; ἐς τοὐργαστήριον Alciphr.3.27: c. acc. cogn., ἕδραν κ. E.Heracl.55: c. acc. loci, sit on, ὀφρύην ib. 394. 2 esp. of courts, councils, assemblies, etc., sit: οἱ καθήμενοι the judges, the court, And.1.139, D.6.3, etc.; δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ar.Nu.208; ὑμεῖς οἱ καθήμενοι you who sit as judges, Th. 5.85; οὐκ ἐπὶ τούτῳ κ. ὁ δικαστής Pl.Ap.35c; κ. ὑπὲρ τῶν νόμων D.58.25; of the βουλή, And.1.43; βουλῆς περὶ τούτων καθημένης D.21.116; of an assembly, X.An.5.10.5; οἱ κ. the spectators in a theatre, Hegesipp. 1.29. 3 sit still, sit quiet, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένω Od. 16.264; σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο (for ἐκάθηντο) Il.11.76; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Hdt.1.46; μετὰ κόπον κ. rest after labour, S.Fr. 479.3: and, in bad sense, sit doing nothing, lie idle, Il.24.403, Hdt. 3.134; of an army, Id.9.56, Th.4.124; of a boat's crew, PCair.Zen. 107.6 (iii B.C.); οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί D.11.17, cf. 2.23, S.Fr.142.20, etc.; also, of an army, to have its quarters, be encamped, περὶ τὰς Ἀχαρνάς Th.2.20, cf. 101; ἐχθρῶν ὑπ' αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων E.Ph.752. 4 reside in a place, LXXNe.11.6; λαὸς καθήμενος ἐν σκοτίᾳ Ev.Matt.4.16; settle, εἰς Σινώπην Muson.Fr. 9p.43H. 5 lead a sedentary, obscure life, ἐν σκότῳ καθήμενος Pi. O.1.83; ἔσω καθημένη A.Ch.919; αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] ἀναγκάζουσι καθῆσθαι X.Oec.4.2; to be engaged or employed, esp. in a sedentary business, ἐπ' αὐτῷ τούτῳ Hdt.2.86; κ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, of bankers, D.49.42, cf. 45.33; ἐπ' ἐργαστηρίου Id.59.67; ἐπὶ τοῦ . . ἰατρείου Aeschin.1.40; καθῆσθαι ἐν πόλει, opp. ζῆν ἐν Χωρίῳ, Muson.Fr.11p.59H. 6 sit as a suppliant, ἐν Δελφοῖσι Hdt.5.63, cf. Orac.ib. 7.140. 7 of districts and countries, lie, Χωρία ὁμοίως καθήμενα Thphr.HP8.8.7. b to be low-lying, τὰ λεῖα καὶ καθήμενα Ael.VH 3.1, cf. NA16.12; πεδίον κ. Him.Or.14.17; πόπανον . . κ. δωδεκόμφαλον prob. flat in the middle, IG22.1367. 8 of a statue, to be placed, Pl.Smp.215b, Arist.Pol.1315b21. 9 of things, to be set or placed, λαγῴοις ἐπ' ἀμύλῳ καθημένοις Telecl.32, cf. Pherecr.108.17; τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Arist.Mech.851a4, cf. ib.13.
German (Pape)
[Seite 1284] (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καθῆσθαι; conj. κάθωμαι, Eur. I. A. 1177, καθώμεθα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καθῆται Ar. Equitt. 751; opt. καθοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καθήμεθα), καθοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάθῃ, = κάθησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαθήμην, auch καθῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καθῆντο Ar. Eccl. 302, καθῆσθε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάθησθε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καθῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καθήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάθησθε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προσπεσόντα βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καθήμεθ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; θρόνῳ El. 315 (ἐν θρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καθῆσθαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καθημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καθήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καθήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάθηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καθειμένα.
Greek (Liddell-Scott)
κάθημαι: Ἰων. κάτημαι· β΄ ἑνικ. κάθησαι Ἡρόδ., Ξεν., ἀλλὰ κάθῃ Ὑπερείδ. ἐν Α. Β. 100, 32, Κωμ. Ἀνώνυμ. 305· Ἰων. γ΄ πληθ. κατέαται Ἡρόδ. 2. 86· προστ. κάθητο Ἰλ., Εὐρ., συγκεκ. κάθου Ἀριστοφ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1190, Ἀναξανδρ. ἐν «Ζωγράφοις» 1, Α. Β. 100, 31, καθήσθω Αἰσχύλ. Πρ. 919. ὑποτακτ. κάθωμαι, κάθῃ Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 176, κάθηται Ἀριστοφ. Ἱππ. 754, εὐκτ. καθοίμην ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 919, Λυσ. 149, ἔνθα ἴδε Δινδ.· ἀπαρ. καθῆσθαι· μετοχ. καθήμενος: - παρατ. ἐκαθήμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 152, Δημ., κτλ.· ἐκάθητο Ὁμ. Ὕμν. 6. 14, Ἀριστ. Ὄρν. 510, Θουκ.· ἐκάθησθε Ἀριστοφ. Ἀχ. 638· ἐκάθηντο, Ἰων. ἐκατέατο Ἡρόδ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ συλλαβ. αὐξήσ., καθῆστο Ἰλ. Α. 569, Εὐρ. Βάκχ. 1102, Φοίν. 1466, Πλάτ., κτλ., ἢ καθῆτο Δημ. 285. 2., 300. 26· Ἰων. κατῆστο Ἡρόδ. 1. 45· καθῆσθε (ὁ ἐνεστ. εἶναι: κάθησθε) Δημ. 776. 7· καθῆντο Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 302, Θουκ., κλ., Ἐπικ. καθείατο Ἰλ. Λ. 76, Ἰων. κατέατο Ἡρόδ. - Οὗτοι εἶναι οἱ μόνοι χρόνοι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (καὶ εἶναι πράγματι πρκμ. καὶ ὑπερσ. τοῦ καθέζομαι· πρβλ. ἧμαι): ὁ μέλλ. καθήσομαι (ὅστις δύναται νὰ ὑπάρχῃ παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.) εἶναι ἀναμφιβόλως ἐσφαλμένος ἐν Εὐρ. Ἀδήλ. 77. Κάθημαι, κοιν. «κάθομαι», αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαοὺς Ἰλ. Β. 191· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι καθήμενος ΙΙ. 407· ἀλλ’ ὅ γ’ ἐπ’ ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος Ὀδ. Ε. 82· καθήμενος οἷος ἐν Ἴδῃ Ἰλ. Θ. 207· Ἀργεῖοι ἐν ἀγῶνι καθήμενοι εἰσορόωντο ἵππους Ψ. 448· κλαῖον δ’ ἐν λεχέεσσι καθήμενος Ὀδ. Κ. 497· θύρῃσι καθήμενοι Ρ. 530· (οὕτως ἐπὶ ταῖς θύραις Ἀριστοφ. Νεφ. 466)· αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος Ὀδ. Φ. 420· καθημεθ’ ἄκρων ἐκ πάγων (πρβλ. ἐκ Ι 6), Σοφ. Ἀντ. 411· ἀλλά, ἐκ τοῦ μέσου κατῆστο, ἀπεσύρθη ἐκ τοῦ μέσου καὶ ἐκάθισε μακράν, Ἡρόδ. 3. 83., 4. 118, 8. 73· ἐν θρόνῳ καθ. Εὐρ. Ἠλ. 315· καθ. πρὸς τάφῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1084· πρὸς τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Σφ. 773· ἐπὶ δίφρον Πλάτ. Πολ. 328C. ἐφ’ ἵππων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 54· ἐς τοὐργαστήριον Ἀλκίφρ. 3. 27: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕδραν καθ. Εὐρ. Ἡρακλ. 55· οὕτω, καθῆσθαι ἑδραία ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 266· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, κάθημαι ἐπί τινος, ὀφρύην ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 394· πρβλ. καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι ἐν δικαστηρίῳ, συνεδριάζω, οἱ καθήμενοι, οἱ δικασταί, τὸ δικαστήριον, Ἀνδοκ. 18. 13, κτλ.· δικαστὰς οὐχ ὁρῶ καθημένους Ἀριστοφ. Νεφ. 208· ὑμεῖς οἱ καθήμενοι, σεῖς οἱ καθήμενοι ὡς δικασταί, Θουκ. 5. 85· οὐκ ἐπὶ τούτῳ καθ. ὁ δικαστὴς Πλάτ. Ἀπολ. 35C· κάθ. ὑπὲρ τῶν νόμων Δημ. 1329. 19· - ἐπὶ τῆς βουλῆς, Ἀνδοκ. 6. 42· βουλῆς περὶ τούτων καθημένης Δημ. 552. 16· ἐπὶ συνεδριαζόντων, ἡμῶν καθημένων πέμπειν πρὸς τὴν πόλιν κτλ. Ξεν. Ἀν. 5. 10, 5· οἱ ἐν θεάτρῳ θεαταί. Ἡγήσιππ. ἐν «’Αδελφοῖς» 1. 29. 3) ἁπλῶς, κάθημαι, Λατ. desidere, ὕψι περ ἐν νεφέεσσι καθημένῳ Ὀδ. Π. 264· σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καθείατο (ἀντὶ ἐκάθηντο) Ἰλ. Λ. 76· ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο Ἡρόδ. 1. 46· μετὰ κοπὴν καθημένοις, ἀναπαυομένοις μετὰ κόπον, Σοφ. Ἀποσπ. 380·-καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., κάθημαι ἀργός, ἀπραγῶ, Ἰλ. Ω. 403, Ἡρόδ. 3. 134· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 4. 124· οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεὶ Δημ. 156. 28, πρβλ. 24. 20., 25. 10, κτλ.: ὡσαύτως ἐπὶ πολιορκοῦντος στρατεύματος, κάθημαι ἢ μένω ἐνώπιον θέσεώς τινος, Θουκ. 2. 20, πρβλ. 101· ἐχθρῶν ὑπ’ αὐτοῖς τείχεσιν καθημένων Εὐρ. Φοίν. 752. 4) ἄγω βίον «καθιστικόν», ἄσημον, ἐν σκότῳ καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 133· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 919· αἱ βαναυσικαὶ τέχναι ἀναγκάζουσι καθῆσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἀκολούθως, εἶμαι ἐνησχολημένος, ἐργάζομαι, ἰδίως εἰς «καθιστικὴν» ἐργασίαν, Ἡρόδ. 2. 86· κάθ. ἐπὶ τῇ τραπέζῃ, ἐπὶ τραπεζιτῶν, Δημ. 1196. 16, πρβλ. 1111. 28· ἐπ’ ἐργαστηρίου ὁ αὐτ. 1367. 26· ἐπὶ τοῦ... ἰατρείου Αἰσχίν. 6. 18. 5) διαμένω, ἐν Δελφοῖσιν κατήμενοι ἀνέπειθον τὴν Πυθίην χρήμασι Ἡρόδ. 5. 63· ἐπὶ τόπου, κεῖμαι, Λατ. subsidere, τῶν αὐτῶν χωρίων ἔνια σύνορα καὶ ὁμοίως καθήμενα κτλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 7, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1· χθαμαλός, ἐν τοῖς καθημένοις χωρίοις ὁ αὐτ. π. Ζ. 16. 12 (κ. ἀλλ. καθειμένοις). 6) ἐπὶ ἀγάλματος, εἶμαι τεθειμένος, κεῖμαι, φημὶ γὰρ δὴ ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῖς σειληνοῖς τούτοις τοῖς ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καθημένοις Πλάτ. Συμπ. 215Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 2. 7) ἐπὶ πραγμάτων, τοποθετοῦμαι, τίθεμαι, χαίρω λαγῴοις ἐπ’ ἀμύλῳ καθημένοις Τηλεκλείδ. ἐν «Στερροῖς» 2, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17· τὸ πηδάλιον κ. πλάγιον Ἀριστ. Μηχαν. 5. 3, πρβλ. 5.
French (Bailly abrégé)
impér. 2ᵉ sg. κάθησο (v. infra καθῆσο), sbj. καθῶμαι, opt. καθοίμην ou mieux καθῄμην, inf. καθῆσθαι, part. καθήμενος;
impf. ἐκαθήμην, d’ord. sans augm. à la 2ᵉ et 3ᵉ pers. du sg. καθῆσο, καθᾶτο ou καθῆστο, et du plur. καθῆσθε et καθῆντο;
I. être assis, demeurer : ἐπ’ ἀκτῆς OD sur le rivage ; ἐφ’ ἵππων XÉN à cheval ; ἐν θρόνῳ HDT sur un siège ; θύρῃσι OD à la porte ; ἐπὶ πέτρῃ IL sur un rocher ; siéger en parl. de juges : οἱ καθήμενοι THC les juges, la Cour ; en parl. d’une assemblée;
II. p. ext. demeurer à la même place, càd :
1 rester tranquille ; en mauv. part demeurer immobile, inactif, inerte;
2 être sédentaire, vivre d’une vie sédentaire;
3 être fixé, établi : ἐν Δέλφοισιν HDT à Delphes ; en parl. de statues être placé;
4 en parl. de pays être situé, particul. être bas.
Étymologie: κατά, ἧμαι.
English (Autenrieth)
imp. κάθησο, ipf. καθῆστο, 3 pl. καθείατο: sit, esp. of sitting quiet or inactive, ‘remaining’ anywhere, Il. 24.403, Il. 2.191, Il. 1.565, Od. 3.186.
English (Slater)
κάθημαι
1 sit τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; (O. 1.83)
Spanish
English (Strong)
from κατά; and hemai (to sit; akin to the base of ἑδραῖος); to sit down; figuratively, to remain, reside: dwell, sit (by, down).
English (Thayer)
(καθημέραν) equivalent to καθ' ἡμέραν, see ἡμέρα, 2, p. 278{a}.