κοιτάζω: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=mettre au lit, faire coucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> κοιτάζομαι, se coucher, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]]. | |btext=mettre au lit, faire coucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> κοιτάζομαι, se coucher, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και κοιτώ, -άω (AM [[κοιτάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ιατρικά (α. «[[πρέπει]] να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει [[συνεχώς]] πονοκεφάλους, γι' αυτό [[πρέπει]] να [[πάει]] να κοιταχτεί»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι<br />β) «κοίταξε να [[δεις]]» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με<br />γ) «κοιτώ με μισό [[μάτι]]» — [[κακοβλέπω]] κάποιον<br />δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — [[είμαι]] [[υπερόπτης]]<br />ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] και [[προσηλώνω]] τα μάτια μου [[κάπου]], [[παρατηρώ]] («μέ κοίταξε με εξεταστικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν [[καθόλου]] τα [[παιδιά]] του» β. «κοίταξε λίγο και την [[υγειά]] σου»)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] ιδιαίτερη [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] ιδιαίτερα με [[κάτι]], [[προσέχω]] (α. «κοιτάζει να [[είναι]] [[συνεπής]]» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το [[έγγραφο]];»)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]]<br /><b>6.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιβλέπω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[επιστατώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[κατακλίνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κλείνω]] ζώο στη [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για ζώο) έχω [[κάπου]] τη [[φωλιά]] μου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κοιτάζομαι</i><br />[[σταθμεύω]] για [[ξεκούραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]. Η νεοελλ. σημ. «[[παρατηρώ]], [[βλέπω]]» οφείλεται στην [[έννοια]] της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την [[κοίτη]] του [[κοντά]] στο [[πράγμα]] που επιτηρούσε. Ο τ. <i>κοιτώ</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κοιτάζω]]. Η [[γραφή]] <i>κυτάζω</i> ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. [[κυπτάζω]] και [[εξετάζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
(κοίτη)
A put to bed, Hsch.; esp. of cattle, fold, ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα LXX Je.40(33).12; cause to rest, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ -άζεις ἐν μεσημβρίᾳ; ib.Ca.1.7. 2 Med., Dor. aor. ἐκοιταξάμην, go to bed, sleep, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pi.O.13.76, cf. LXX De.6.7. b encamp, bivouac, Aen. Tact.10.26 (Pass.), Plb.10.15.9, POxy.1465.9(i B.C.); perh. to be read in Eup.341. II intr., in Act., have a lair, of a lion, Aesop.114: nest, of birds, BGU1252.11 (ii B.C.). III parcelout lands (cf. κοίτη v), ib.619.4 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1470] ins Lager legen, zu Bett bringen, Hesych. – Med. sich ins Bett legen, sich lagern, schlafen; ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pind. Ol. 13, 75; κοιτάζεσθαι ἐπὶ τῶν διηρπασμένων Pol. 10, 15, 9; öfter bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτάζω: (κοίτη) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, κατακοιμίζω, Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., μετὰ Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, ὑπάγω εἰς τὴν κλίνην, «πλαγιάζω», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm.
French (Bailly abrégé)
mettre au lit, faire coucher;
Moy. κοιτάζομαι, se coucher, dormir.
Étymologie: κοίτη.
Greek Monolingual
και κοιτώ, -άω (AM κοιτάζω)
νεοελλ.
1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι' αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί»)
2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι
β) «κοίταξε να δεις» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με
γ) «κοιτώ με μισό μάτι» — κακοβλέπω κάποιον
δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — είμαι υπερόπτης
ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα
νεοελλ.-μσν.
1. στρέφω το βλέμμα και προσηλώνω τα μάτια μου κάπου, παρατηρώ («μέ κοίταξε με εξεταστικό βλέμμα»)
2. φροντίζω, μεριμνώ, νοιάζομαι για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν καθόλου τα παιδιά του» β. «κοίταξε λίγο και την υγειά σου»)
3. δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κάτι, ασχολούμαι ιδιαίτερα με κάτι, προσέχω (α. «κοιτάζει να είναι συνεπής» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το έγγραφο;»)
4. εξετάζω κάποιον ή κάτι
5. παρακολουθώ
6. λογαριάζω, υπολογίζω
μσν.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι
2. επιβλέπω κάποιον ή κάτι, επιστατώ
3. (ενεργ. και μέσ.) πέφτω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ
4. συνευρίσκομαι
μσν.-αρχ.
διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. βάζω κάποιον στο κρεβάτι, κατακλίνω κάποιον
2. κλείνω ζώο στη μάντρα, μαντρώνω («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)
3. (για ζώο) έχω κάπου τη φωλιά μου
4. παθ. κοιτάζομαι
σταθμεύω για ξεκούραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη. Η νεοελλ. σημ. «παρατηρώ, βλέπω» οφείλεται στην έννοια της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την κοίτη του κοντά στο πράγμα που επιτηρούσε. Ο τ. κοιτώ είναι μεταπλασμένος τ. του κοιτάζω. Η γραφή κυτάζω ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. κυπτάζω και εξετάζω].