εἴργω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(big3_13) |
(10) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=εἵργω v. [[ἔργω]] | |dgtxt=εἵργω v. [[ἔργω]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἴργω]] και εἵργω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[έργω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[εἴργω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-(<i>F</i>)<i>εργω</i>, με προθηματ. <i>ε</i>-) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>-<i>g</i>- «[[κλείνω]], [[εγκλείω]], [[περικλείω]]». Οι διάφοροι τ. του ρήματος εμφανίζονται τόσο με [[ψιλή]] όσο και με [[δασεία]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> ενεστ. [[εἴργω]] ([[απείργω]]) και <i>εἵργω</i> ([[καθείργω]]), μέλλ. <i>εἴρξω</i> και <i>εἵρξω</i>, αόρ. <i>ἔρξα</i> <b>(Οδ.)</b>, <i>εἷρξα</i> (<b>Ηρόδ.</b> κ.α.), παθ. αόρ. <i>ἔρχθην</i> <b>(Ιλ.)</b> και <i>εἵρχθην</i>, παρακμ. <i>εἶργμαι</i> <b>(Ξενοφ.)</b> και <i>εἷργμαι</i> <b>(Αριστ.)</b>. Η [[δασύτητα]] ερμηνεύτηκε από τους τύπους του μέλλ. και του αορ., όπου [[έπειτα]] από το αρχικό <i>F</i> ακολουθούσε άηχο <i>ρ</i> σε [[περιβάλλον]] [[πριν]] από άηχο [[σύμφωνο]], δηλ. <i>ἑρκτ</i>-, <i>ερξ</i>-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι [[εκτός]] από αβεστ. ευκτ. <i>v∂r∂z</i>-<i>yan</i> «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. <i>veržiu</i>, <i>veřžti</i> «[[σφίγγω]], [[περιορίζω]], [[πιέζω]]», λατ. <i>urge</i><i>ō</i> «[[πιέζω]]» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ειρκτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ειργμός]], <i>είρξις</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
or εἵργω,
A v. ἔργω. εἰρέα, ἡ, v. sub εἴρη (A). εἰρέαται, Ion. 3pl. pf. Pass. of ἐρῶ. εἰρέβαδε, = εἰς ἔρεβος, Hsch. εἰρεθύρη· ὀρσοθύρα, ὁ στροφεύς, Id.
German (Pape)
[Seite 734] (vgl. ἔργω), 1) einschließen, einsperren; in dieser Bdtg nach Buttm. mit dem spir. asper zu schreiben, was die besten mss. bestätigen; κλῄθροις ἂν εἰργοίμεσθα Eur. Hel. 288; παιδίον ἔνδον εἵρξας Ar. Ach. 330; ἕρξε, sperrte ein, Her. 3, 136; μοιχὸς εἵρχθη Dem. 59, 66; εἱρχθήτω Aesch. 1, 16 im Gesetz; εἷρξαι Plut. Fab. Max. 9. – 2) mit dem spir. lenis, ausschließen, abhalten; τῆλέ με εἴργουσι Il. 23, 72; sonst bei Hom. ἔργω, w. m. s., vgl. ἐργάθω, ἐρχατάω; εἰρξόμεθα ist fut. pass., Xen. An. 6, 4, 16 Aesch. 3, 122; ἐχθρούς Aesch. Spt. 1000; ἕρκεσι – κῦμα θαλάσσης Ag. 998; τινά τινος, von Etwas, 1306; Suppl. 37; εἴρξω πελάζειν σῆς πάτρας Soph. Phil. 1393; med. εἴργου, halte dich fern. Soph. O. C. 840; εἴργειν αὐτὴν δεῖ τῶν ἐπιθυμιῶν Plat. Gorg. 505 b; εἰ τοῦτό τις εἴργει δρᾶν ὄκνος, verbieten, Soph. 242 a; im med., τινός, Legg. IX, 866 a u. oft; τινὰ ἀπὸ τοῦ ὕδατος Xen. An. 6, 1, 8; τοὺς υἱεῖς ἀπὸ τῶν πονηρῶν Mem. 1, 2, 20; Ar. vrbdt auch ὁ ταῦτά σ' εἴργων, Vesp. 334. Bes. in den att. Gesetzen, τῆς ἀγορᾶς, daß Einer nicht in die Volksversammlung kommen darf, Lys. 6, 24; Dem. 24, 186; τῶν ἱερῶν, von der Theilnahme an den Opfern ausschließen, Isocr. 7, 157; εἴρξεται τοῦ ἱεροῦ Aesch. 3, 122; τῶν νομίμων Antiph. 6, 36, von den gesetzlichen Berechtigungen der Bürger. Von den Gesetzen, ὁ νόμος εἴργει μὴ ἀποκτείνειν, verbietet zu tödten; ὁ νόμος κέλευει (Einen, der sich widerrechtlich eindrängt) τύπτειν εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, nur muß er sich enthalten, ihn zu tödten oder zu verstümmeln, Aesch. 1, 183. εἰρέας, s. s. v. εἰράων.
Greek (Liddell-Scott)
εἴργω: ἢ εἵργω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ προγενεστέρου ἔργω.
French (Bailly abrégé)
impf. εἶργον, f. εἴρξω, ao. εἶρξα, pf. inus.
Pass. ao. εἴρχθην, pf. εἶργμαι;
A. écarter, repousser ; empêcher, retenir :
I. avec un seul rég. εἴργ. ἐχθρούς ESCHL écarter ses ennemis ; τῆλέ με εἴργουσι IL (les ombres) me repoussent et me tiennent à distance;
II. avec double rég.
1 acc. de la pers. ou de la chose qu’on écarte et dat. d’instr. : ἕρκεσι εἴργ. κῦμα θαλάσσης ESCHL contenir par des barrières les flots de la mer;
2 acc. de la pers. ou de la chose qu’on écarte ; le nom de la chose de laquelle on écarte se construit, • soit au gén. sans prép. : παιδὸς ἐέργ. μυῖαν IL chasser une mouche (du visage) d’un enfant ; εἴργ. τινὰ τῶν ἱερών ISOCR, τῆς ἀγορᾶς LYS exclure qqn des sacrifices, de l’assemblée, etc. ; • soit au gén. précédé d’une prép. : εἴργ. βέλος ἀπὸ χροός IL écarter un trait de la chair (d’un guerrier) ; εἴργ. τοὺς υἱεῖς ἀπὸ τῶν πονηρῶν XÉN éloigner ses fils des hommes pervers ; fig. εἴργ. τινὰ ἀπὸ τιμῆς OD priver qqn de la royauté ; εἴργ. τινὰ ἐκ πόλεως XÉN interdire à qqn l’accès d’une ville ; τούτου κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα OD écarte le vaisseau de la vague que tu vois là;
3 double acc. : ὁ ταῦτά σ’ εἴργων AR celui qui t’interdit ces choses;
4 acc. de la chose qu’on écarte et dat. de la pers. pour qui l’on écarte : εἴργ. μητρὶ πολέμιον δόρυ ESCHL écarter de sa mère la lance de l’ennemi;
III. avec un inf. seul : εἴρξω πελάζειν SOPH je (les) empêcherai d’approcher ; précédé de μὴ οὐ : οὐκ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι HDT (aucun obstacle) ne (les) empêche d’achever (le trajet) ; ou de ὥστε μή, ou de ὥστε seul;
B. repousser, pousser hors, chasser : εἴργ. ἐπὶ νῆας IL repousser (des combattants) vers les vaisseaux;
Moy. εἴργομαι;
1 se tenir à l’écart de : ἄλσους HDT rester à l’écart d’un bois sacré, s’abstenir d’y entrer;
2 s’abstenir : βοῶν HDT de cris.
Étymologie: R. Ϝεργ, écarter, repousser -- Sur les formes εἰργάθειν, ἔργαθον, ἐέργαθον, qqf rapportées à εἴργω, v. *εἰργάθω.
English (Autenrieth)
(ϝέργ.), ipf. ἔεργε, ἐέργνῦ, aor. 3 pl. ἔρξαν, pass. perf. ἔεργμαι, 3 pl. ἐέρχαται, plup. 3 pl. ἔρχατο, ἐέρχατο, aor. part. acc. ἐρχθέντα: shut off by barrier or enclosure, ἐντὸς ἐέργειν, shut in, Il. 2.617, etc.; of simply ‘enclosing,’ διακεκριμέναι δὲ ἕκασται | ἔρχατο, the young animals were severally ‘penned,’ Od. 9.221, Od. 14.73 ; ἐρχθέντ' ἐν ποταμῷ, ‘shut up,’ Il. 21.282; also of ‘crowding,’ ‘pressing closely,’ Il. 16.395; mostly w. specifying adv. (as ἐντός above), ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει (βόε), ‘holds apart,’ Il. 13.706; so ἐκτός, Od. 12.219; κατά, Od. 10.238; the gen. may follow even the simple verb, ὡς ὅτε μήτηρ | παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν, ‘keeps a fly away from her child,’ Il. 4.131 ; ἐεργμέναι, Il. 5.89; better reading ἐερμέναι.
see ἔργω.
English (Slater)
εἴργω
1 prevent εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα (N. 7.6) in tmesis, οἱ δ' ἀπὸ πάμπανεἴργοντες (v. ἀπαγείρω.) (O. 13.60)
Spanish (DGE)
εἵργω v. ἔργω
Greek Monolingual
εἴργω και εἵργω (Α)
βλ. έργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εἴργω (< ε-(F)εργω, με προθηματ. ε-) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wer-g- «κλείνω, εγκλείω, περικλείω». Οι διάφοροι τ. του ρήματος εμφανίζονται τόσο με ψιλή όσο και με δασεία
πρβλ. ενεστ. εἴργω (απείργω) και εἵργω (καθείργω), μέλλ. εἴρξω και εἵρξω, αόρ. ἔρξα (Οδ.), εἷρξα (Ηρόδ. κ.α.), παθ. αόρ. ἔρχθην (Ιλ.) και εἵρχθην, παρακμ. εἶργμαι (Ξενοφ.) και εἷργμαι (Αριστ.). Η δασύτητα ερμηνεύτηκε από τους τύπους του μέλλ. και του αορ., όπου έπειτα από το αρχικό F ακολουθούσε άηχο ρ σε περιβάλλον πριν από άηχο σύμφωνο, δηλ. ἑρκτ-, ερξ-. Στις άλλες ΙΕ γλώσσες δεν υπάρχουν ακριβείς αντίστοιχοι τύποι εκτός από αβεστ. ευκτ. v∂r∂z-yan «αυτοί θά 'πρεπε να αμπαρώσουν», λιθ. veržiu, veřžti «σφίγγω, περιορίζω, πιέζω», λατ. urgeō «πιέζω» και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι όμως αποκλίνουν σημασιολογικά.
ΠΑΡ. ειρκτή
αρχ.
ειργμός, είρξις.