ποτίζω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(33) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίσδω]] Α [[πότος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει [[κάτι]], [[συνήθως]] [[νερό]] (α. «[[ποτίζω]] τα άλογα» β. «[[οἶνον]] ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]] ή γη) [[αρδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] ή [[παρασύρω]] κάποιον να πιει [[κάτι]], [[συνήθως]] βλαβερό («τη [[μάννα]] σου τη [[μάγισσα]] [[ρακί]] θαν τήν ποτίσω», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμποτίζομαι, υγραίνομαι («πότισε ο [[τοίχος]] από την πολλή [[βροχή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτίζω]] [[κάτι]] με τον [[ιδρώτα]] μου» — [[δημιουργώ]] [[κάτι]] με πολύ κόπο και μόχθο<br />β) «[[ποτίζω]] με [[φαρμάκι]]» ή «[[ποτίζω]] με [[χολή]]» — [[στενοχωρώ]] ή [[δυσαρεστώ]] κάποιον [[πάρα]] πολύ<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «για [[χάρη]] του βασιλικού ποτίζεται κι η [[γλάστρα]]» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι ωφελούνται έμμεσα από [[αγαθά]] ή παροχές που δίνονται σε άλλους<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[διαποτίζω]], [[υγραίνω]] («η [[βροχή]] πότισε το [[ταβάνι]]»). | |mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίσδω]] Α [[πότος]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει [[κάτι]], [[συνήθως]] [[νερό]] (α. «[[ποτίζω]] τα άλογα» β. «[[οἶνον]] ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]] ή γη) [[αρδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]] ή [[παρασύρω]] κάποιον να πιει [[κάτι]], [[συνήθως]] βλαβερό («τη [[μάννα]] σου τη [[μάγισσα]] [[ρακί]] θαν τήν ποτίσω», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμποτίζομαι, υγραίνομαι («πότισε ο [[τοίχος]] από την πολλή [[βροχή]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ποτίζω]] [[κάτι]] με τον [[ιδρώτα]] μου» — [[δημιουργώ]] [[κάτι]] με πολύ κόπο και μόχθο<br />β) «[[ποτίζω]] με [[φαρμάκι]]» ή «[[ποτίζω]] με [[χολή]]» — [[στενοχωρώ]] ή [[δυσαρεστώ]] κάποιον [[πάρα]] πολύ<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «για [[χάρη]] του βασιλικού ποτίζεται κι η [[γλάστρα]]» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι ωφελούνται έμμεσα από [[αγαθά]] ή παροχές που δίνονται σε άλλους<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[διαποτίζω]], [[υγραίνω]] («η [[βροχή]] πότισε το [[ταβάνι]]»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποτίζω:''' Δωρ. [[ποτίσδω]] ([[πότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i> και <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει, με [[διπλή]] αιτ., τοὺς ἵππους [[νέκταρ]] ἐπότισε, έδωσε στα άλογα [[νέκταρ]] να πιούν, σε Πλάτ.· [[ποτήριον]] [[ποτίζω]] τινά, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[ποτίζω]] τη γη, σε Ξεν.· [[ποτίζω]] τα ζώα, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. fut. ιῶ Gp.17.12.3: (πότος):—
A give to drink, ἄκρητον ποτίσας Hp.Aph.7.46; ἐπότισεν . . ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Arist.Ph.199a34, cf. Ruf.Fr.118; οἶνον [ὑποζυγίοις] Aen.Tact.27.14:—Pass., Dsc.1.11,al. 2 c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Pl.Phdr.247e; μικρὸν ὕδωρ π. τινά LXX Ge.24.17; ποτήριον π. τινά Ev.Marc.9.41, cf. 1 Ep.Cor.12.13 (Pass.). 3 water, [τὰ φυόμενα] X.Smp.2.25, cf. LXX Ge.2.6; irrigate, φυτά PCair.Zen.72.4 (iii B. C.); π. τὴν γῆν ἀπὸ χερός ib.155.3 (iii B. C.); also water cattle, ταύρως καὶ πόρτιας Theoc.1.121:—Pass., of land, to be watered, to be irrigated, CPR1.9 (i A. D.), Luc.Abd.27, etc. 4 π. οἴνῳ OGI200.16 (Axum, iv A. D.); οἴνου Porph.Abst.2.54 (ap.Eus.PE4.16; οἴνῳ codd. Porph.). 5 moisten, μετά τινος Zos.Alch.p.167 B.; τινι Moses ap.eund.p.183 B.
German (Pape)
[Seite 689] trinken lassen, zu trinken geben; νέκταρ ἐπότισε, Plat. Phaedr. 247 e, Sp., bes. N. T.; auch = das Land, die Pflanzen bewässern, begießen; pass. getränkt werden, Luc. abd. 27, τί, womit.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίζω: μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, (πότος) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς νέκταρ νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν ὕδωρ π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· ποτήριον π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) ποτίζω τὴν γῆν, Νεῖλος π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· ὡσαύτως ποτίζω ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπότισα;
abreuver (la terre, les plantes, les bestiaux).
Étymologie: πότος.
English (Strong)
from a derivative of the alternate of πίνω; to furnish drink, irrigate: give (make) to drink, feed, water.
English (Thayer)
imperfect ἐπότιζον; 1st aorist ἐπότισα; perfect πεποτικα (ἐποτίσθην; (πότος); from (Hippocrates), Xenophon, Plato down; the Sept. for הִשְׁקָה; to give to drink, to furnish drink, (Vulg. in poto (but in Revelation , the passage cited Tdf. gives potiono; A. V. to make to drink)): τινα, τινα τί, to offer one anything to drink (Winer s Grammar, § 32,4a.; (Buttmann, § 131,6)): Sept.; in figurative discourse ποτίζειν τινα γάλα, to give one teaching easy to be apprehended, οὐ βρῶμα is added; (cf. Winer s Grammar, § 66,2e.; Buttmann, § 151,30; A. V. I have fed you with milk, etc.)); τινα ἐκ τοῦ οἴνου, οἶνος, b. and θυμός, 2); equivalent to to water, irrigate (plants, fields, etc.): Xenophon, symp. 2,25; Lucian, Athen., Geoponica, (Strabo, Philo); the Sept. (to imbue, saturate, τινα, one's mind, with the addition of an accusative of the thing, ἕν πνεῦμα, in the passive, L T Tr WH (Winer s Grammar, § 32,5; Buttmann, § 134,5); εἰς ἕν πνεῦμα, that we might be united into one body which is imbued with one spirit, ibid. R G (τινα πνεύματι κατανύξεως, Sirach 15:3)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α πότος
1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.)
2. (για φυτό ή γη) αρδεύω
νεοελλ.
1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη μάννα σου τη μάγισσα ρακί θαν τήν ποτίσω», δημ. τραγούδι)
2. (αμτβ.) εμποτίζομαι, υγραίνομαι («πότισε ο τοίχος από την πολλή βροχή»)
3. φρ. α) «ποτίζω κάτι με τον ιδρώτα μου» — δημιουργώ κάτι με πολύ κόπο και μόχθο
β) «ποτίζω με φαρμάκι» ή «ποτίζω με χολή» — στενοχωρώ ή δυσαρεστώ κάποιον πάρα πολύ
4. παροιμ. «για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι ωφελούνται έμμεσα από αγαθά ή παροχές που δίνονται σε άλλους
νεοελλ.-αρχ.
διαποτίζω, υγραίνω («η βροχή πότισε το ταβάνι»).
Greek Monotonic
ποτίζω: Δωρ. ποτίσδω (πότος), μέλ. -ίσω και -ιῶ,
1. δίνω σε κάποιον να πιει, με διπλή αιτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, έδωσε στα άλογα νέκταρ να πιούν, σε Πλάτ.· ποτήριον ποτίζω τινά, σε Καινή Διαθήκη
2. ποτίζω τη γη, σε Ξεν.· ποτίζω τα ζώα, σε Θεόκρ.