κάτειμι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάτειμι]] (AM)<br />[[έλκω]] την [[καταγωγή]], [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] (α. «ὁ μὲν [[ποταμόνδε]] κατήϊεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἡ δ' οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπλέω]] τον Νείλο, [[ταξιδεύω]] («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν»)<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[κατέρχομαι]], ρέω [[προς]] τα [[κάτω]] («ποταμὸς πεδιόνδε κάτεισιν χεμάρρους κατ' ὄρεσφιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] ορμητικά («ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] (α. «τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ [[ἀγρόθεν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «φυγὰς δ' [[ἀλήτης]] τῆσδε γῆς [[ἀπόξενος]] κάτεισιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[εισόδημα]]) εισπράττομαι<br /><b>7.</b> [[υποβιβάζω]] τον εαυτό μου, ταπεινώνομαι («είς τοσοῡτον κάτεισι, ώς καὶ τῶν τοῡ θανάτου λῡσαι δεσμῶν» — ταπεινώθηκε τόσο [ο [[Χριστός]]] ώστε να μάς ελευθερώσει με τη σταύρωσή του από τα [[δεσμά]] του θανάτου, Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶμι]] «[[πορεύομαι]], [[πηγαίνω]]»].
|mltxt=[[κάτειμι]] (AM)<br />[[έλκω]] την [[καταγωγή]], [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] (α. «ὁ μὲν [[ποταμόνδε]] κατήϊεν», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἡ δ' οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπλέω]] τον Νείλο, [[ταξιδεύω]] («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν»)<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[κατέρχομαι]], ρέω [[προς]] τα [[κάτω]] («ποταμὸς πεδιόνδε κάτεισιν χεμάρρους κατ' ὄρεσφιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[πνέω]] ορμητικά («ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] (α. «τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ [[ἀγρόθεν]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «φυγὰς δ' [[ἀλήτης]] τῆσδε γῆς [[ἀπόξενος]] κάτεισιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[εισόδημα]]) εισπράττομαι<br /><b>7.</b> [[υποβιβάζω]] τον εαυτό μου, ταπεινώνομαι («είς τοσοῡτον κάτεισι, ώς καὶ τῶν τοῡ θανάτου λῡσαι δεσμῶν» — ταπεινώθηκε τόσο [ο [[Χριστός]]] ώστε να μάς ελευθερώσει με τη σταύρωσή του από τα [[δεσμά]] του θανάτου, Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἶμι]] «[[πορεύομαι]], [[πηγαίνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάτειμι:''' Επικ. αορ. αʹ [[καταείσατο]]· ([[εἶμι]], [[ibo]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κατεβαίνω]] ή [[κατέρχομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[κατεβαίνω]] στον τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[πλοίο]], [[καταπλέω]] στην [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον άνεμο, [[κατέρχομαι]] ορμητικά, με σαρωτική [[ορμή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[έρχομαι]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξορίες, [[επιστρέφω]] [[σπίτι]], σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτειμι Medium diacritics: κάτειμι Low diacritics: κάτειμι Capitals: ΚΑΤΕΙΜΙ
Transliteration A: káteimi Transliteration B: kateimi Transliteration C: kateimi Beta Code: ka/teimi

English (LSJ)

Dor. 3sg. [

   A κάτε]ιτι Berl.Sitzb.1927.166 (Cyrene), part. fem. κατίασσα ibid.: Ep. impf. κατήϊεν Od.10.159: (εἶμι ibo):—go, come down, ποταμόνδε Od. l.c.; Ἴδηθεν Il.4.475: in Trag., as fut. to κατέρχομαι, E.Alc.73, etc.; esp. go down to the grave, κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.4.457; Ἄϊδόσδε 20.294; εἰς Ἅιδου δόμους E. l.c.; so κάτειμι alone, S.Ant.896; of a ship, sail down to land, νῆα . . κατιοῦσαν ἐς λιμέν' ἡμέτερον Od.16.472; of a person, travel down the Nile, κ. ἐπὶ or εἰς Ἀλεξάνδρειαν, PLips.45.12, 14 (iv A.D.); of a river, ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Il.11.492; of a wind, come sweeping down, Th.2.25, 6.2; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει Id.2.84: metaph., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Hdt.7.160; ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar.Eq.520.    II come back, return, ἀγρόθεν Od.13.267; ἐς ἄστυ 15.505; of exiles, return home, Hdt.1.62, 3.45, 5.62, A.Ag. 1283, And.1.80, etc.; ἐκ τῶν Μήδων Hdt.4.3:—as Pass. of κατάγω, E. Med.1015; ὑπὸ τῶν ἑταίρων παρακληθεὶς κάτεισι Th.8.48.    III come in, of revenue, PFay.20.7 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. εἶμι), 1) hinuntergehen, herabkommen; Ἴδηθεν κατιοῦσα Il. 4, 475; ποταμόνδε κατήϊεν Od. 10, 159; in die Unterwelt, κατάμεν δόμον Ἄϊδος Il. 14, 457 (wie Soph. Ant. 896 Eur. Alc. 74; κατιόντας εἰς Ἅιδου Plat. Ax. 371 a); von einem Flusse, hinabfließen, πεδίονδε κάτεισιν 11, 492; von einem Schiffe, aus der hohen See der Küste zu fahren, ἐς λιμένα Od. 16, 472; hinkommen, εἰς πόλεις Plat. Prot. 316 c. – Vom Sturme, herabfahren, ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου Thuc. 2, 25; ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει 2, 84; ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Plut. Pericl. 33; komisch ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ar. Equ. 519; ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν Her. 7, 160. – 2) zurückkommen, Od. 13, 267; von dem Verbannten, in sein Vaterland zurückkehren; φυγὰς κάτεισιν Aesch. Ag. 1256; Her. 3, 45. 9, 26; κατιὼν οἴκαδε Plat. Ep. VII, 607 d; Polit. 273 e; οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. Hell. 2, 2, 14; absol., Isocr. 4, 116 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάτειμι: Ἐπικ. ἀόρ. καταείσατο Ἰλ. Λ. 358 (εἶμι). Κατέρχομαι, καταβαίνω (ἀντίθ. ἄνειμι), ποταμόνδε Ὀδ. Κ. 159· Ἴδηθεν Ἰλ. 475· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. (παρ’ οἷς χρησιμεύει ὡς μέλλ. τοῦ κατέρχομαι)·- ἰδίως καταβαίνω εἰς τὸν τάφον, εἰς τὸν ᾍδην, κατίμεν δόμον Ἄϊδος εἴσω Ἰλ. Ξ. 457· Ἀϊδόσδε Υ. 294· εἰς Ἅιδου δόμους Εὐρ. Ἄλκ. 73· (καὶ οὕτω μόνον, κάκιστα δὴ μακρῷ κατ. (δηλ. εἰς νερτέρους, εἰς ᾍδου) Σοφ. Ἀντ. 896)· ἐπὶ πλοίου, (κατάγομαι), καταπλέω εἰς τὴν ξηράν, νῆα… κατιοῦσαν ἐς λιμέν’ ἡμέτερον Ὀδ. Π 472· ἐπὶ ποταμοῦ, ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι χειμάρρους Ἰλ. Λ. 492· ἐπὶ ἀνέμου, κατέρχομαι ὁρμητικῶς, Θουκ. 2. 25., 6. 2· ὡς τὸ πνεῦμα κατῄει αὐτόθι 84· ἀνέμου κατιόντος ἐν πελάγει Πλουτ. Περικλ. 33·- μεταφορ., ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160· καὶ κωμικῶς, ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις Ἀριστοφ. Ἱππ. 517, ἴδε ἐν λ. πολιός· ὁρῶ κατιούσας, δηλ. τὰς νεφέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 323. ΙΙ. ἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω, ἀγρόθεν Ὀδ. Ν. 267· εἰς ἄστυ Ο. 505· ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Ἡρόδ. 1. 62., 3. 45., 5. 62· φυγὰς ἀλήτης κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1283, Ἀνδοκ. 11. 9· οἱ φυγάδες κατῄεσαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14· κατιὼν οἴκαδε Πλάτ. Ἐπιστ. 7. 333D, κτλ.· ἐκ τῶν Μήδων Ἡρόδ. 4. 3· ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ κατάγω, Εὐρ. Μήδ. 1015. 1016· ὑπὸ τῶν ἑτέρων… κάτεισι Θουκ. 8. 48, πρβλ. κατέρχομαι, καταδέχομαι, κάθοδος.

French (Bailly abrégé)

f. κάτειμι;
1 descendre : δόμον Ἄϊδος εἴσω IL ou Ἀϊδόσδε IL, εἰς ᾍδου δόμους EUR chez Hadès, dans les enfers ; en parl. de choses πεδίονδε IL descendre à travers la plaine en parl. d’une rivière ; ἐς λιμένα OD arriver au port en parl. d’un navire ; souffler avec force en parl. du vent ; fig. ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ HDT outrages qui s’abattent sur un homme;
2 revenir ; en parl. d’exilés rentrer dans son pays ; en ce sens, us. comme Pass. de κατάγω : être ramené : ὑπό τινος par qqn.
Étymologie: κατά, εἶμι.

English (Autenrieth)

(εἶμι), κάτεισι, inf. κατίμεν, ipf. κατήιε, mid. aor. καταείσατο: go or come down, in some definite direction, as back home, into port, etc.; fig., of a river, ‘flow down,’ Il. 11.492; a ship, Od. 16.472; a spear, Il. 11.358.

Greek Monolingual

κάτειμι (AM)
έλκω την καταγωγή, κατάγομαι
αρχ.
1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ.
β. «ἡ δ' οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.)
2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν»)
3. (για ποταμό) κατέρχομαι, ρέω προς τα κάτω («ποταμὸς πεδιόνδε κάτεισιν χεμάρρους κατ' ὄρεσφιν», Ομ. Ιλ.)
4. (για άνεμο) πνέω ορμητικά («ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου», Θουκ.)
5. επανέρχομαι, επιστρέφω (α. «τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ ἀγρόθεν», Ομ. Οδ.
β. «φυγὰς δ' ἀλήτης τῆσδε γῆς ἀπόξενος κάτεισιν», Αισχύλ.)
6. (για εισόδημα) εισπράττομαι
7. υποβιβάζω τον εαυτό μου, ταπεινώνομαι («είς τοσοῡτον κάτεισι, ώς καὶ τῶν τοῡ θανάτου λῡσαι δεσμῶν» — ταπεινώθηκε τόσο [ο Χριστός] ώστε να μάς ελευθερώσει με τη σταύρωσή του από τα δεσμά του θανάτου, Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἶμι «πορεύομαι, πηγαίνω»].

Greek Monotonic

κάτειμι: Επικ. αορ. αʹ καταείσατο· (εἶμι, ibo
I. κατεβαίνω ή κατέρχομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ιδίως, κατεβαίνω στον τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοίο, καταπλέω στην ξηρά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον άνεμο, κατέρχομαι ορμητικά, με σαρωτική ορμή, σε Θουκ.
II. έρχομαι πίσω, επιστρέφω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξορίες, επιστρέφω σπίτι, σε Ηρόδ., Αττ.