ἐποτρύνω: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐποτρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υποκινώ]], [[εξάπτω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. και απαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι [[κατακῆαι]], τους εξωθεί, τους παρακινεί να κάψουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποκινώ]] [[εναντίον]], στον ίδ.· ἀγγελίας [[ἐποτρύνω]], [[στέλνω]] επείγοντα μηνύματα, στο ίδ.· <i>ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις</i>, σε Θουκ. — Μέσ., <i>ἐποτρυνώμεθα πομπήν</i>, ας σπεύσουμε να στείλουμε [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[βιάζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐποτρύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υποκινώ]], [[εξάπτω]], [[παρακινώ]], [[παρορμώ]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. και απαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι [[κατακῆαι]], τους εξωθεί, τους παρακινεί να κάψουν, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποκινώ]] [[εναντίον]], στον ίδ.· ἀγγελίας [[ἐποτρύνω]], [[στέλνω]] επείγοντα μηνύματα, στο ίδ.· <i>ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις</i>, σε Θουκ. — Μέσ., <i>ἐποτρυνώμεθα πομπήν</i>, ας σπεύσουμε να στείλουμε [[συνοδεία]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]], [[βιάζω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποτρύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> побуждать, подбодрять, поощрять (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι Hom.; τινὰ ἐπί τι Thuc.): θεοῦ ἐποτρύναντος Her. по внушению божества; ἐ. ἐς τὸ [[πρόσω]] Her. погонять вперед;<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, вызывать, разжигать (πόλεμόν τινι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> трубить к бою, призывать (τινὰ σάλπιγξιν εἰς μάχην Plut.): ξύνοδον ἐ. τοῖς ὁπλίταις Thuc. дать сигнал гоплитам к наступлению;<br /><b class="num">4)</b> срочно рассылать (ἀγγελίας πολίεσσιν Hom.);<br /><b class="num">5)</b> med. ускорять (πομπήν Hom.);<br /><b class="num">6)</b> med. спешить, торопиться Aesch.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποτρύνω Medium diacritics: ἐποτρύνω Low diacritics: εποτρύνω Capitals: ΕΠΟΤΡΥΝΩ
Transliteration A: epotrýnō Transliteration B: epotrynō Transliteration C: epotryno Beta Code: e)potru/nw

English (LSJ)

   A stir up, excite, urge on, abs., θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6.439, al.: c.acc. pers., Hdt.7.170, al.; ἐς τὸ πρόσω ἐ. ib.223 ; ἐπὶ τὰ δεινά Th.1.84(v.l.); τινὰς ἐς μάχην Plu.Crass.23 ; μαχομένους Id.Aem.33 : c. inf., ἐ. τινὰ μαχέσασθαι Il.20.171, cf. Hp.Fract.22 ; στείχειν Pi.N.9.20 ; μολεῖν S.El.1264(lyr.); ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ [ἔρδειν] Il.15.148 : c. dat. et inf., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι..κατακῆαι to urge and order them..to burn, Od.10.531 ; ἱππεῦσιν ἐπότρυνον..ἐλαυνέμεν Il.15.258, cf. 16.525, Q.S.8.337 ; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od.2.422, cf. 9.488.    2 c.acc. rei, νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον stirs up war against us, 22.152 ; also πόλεμον..ἐ. γίγνεσθαι Th.7.25 ; ἀγγελίας..ἐ. Κεφαλλήνων πολίεσσι send urgent messages to the cities of the C., Od.24.355 ; σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις gave the signal for engagement to the men-atarms, Th.6.69:—Med., ἐποτρυνώμεθα πομπήν let us urge on our escort, Od.8.31:—Pass., press on, hasten, A.Th.698(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1010] antreiben, ermuntern, aufregen, θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῦσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie κελεύω construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – Aufregen, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. Πάρθοι οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, heißen, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν ἐκεῖ πόλεμον ἔτι μᾶλλον ἐποτρύνωσι γίγνεσθαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποτρύνω: διεγείρω, παρακινῶ, παρορμῶ, ἀπολ., συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις πολλάκις συνάπτει αὐτῷ καὶ ἄλλο ταυτόσημον ῥῆμα, ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Ἰλ. Ζ. 439, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 7. 170, κ. ἀλλ.· εἰς τὸ πρόσω ἐπ’ αὐτόθι 223· ἐπὶ δεινὰ Θουκ. 1. 84: ― μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι, χαλεπαίνειν, κτλ., Ἰλ. Υ. 171, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· στείχειν Πινδ. Ν. 9. 47· μολεῖν Σοφ. Ἠλ. 1264· ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ ἔρδειν Ἰλ. Ο. 148· μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι… κατακῆαι, νὰ παροτρύνῃ καὶ διατάξῃ αὐτοὺς νὰ καύσωσι, Ὀδ. Κ. 531· ἱππεῦσιν ἐπότρυνον… ἐλαυνέμεν Ἰλ. Ο. 258, πρβλ. Π. 525· ― ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν ὅπλων ἅπτεσθαι, ἔνθα ἡ δοτ. καὶ τὸ ἀπαρ. ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐκέλευσεν, Ὀδ. Β. 422, Ι. 488, 561, κλ. 2) μ. αἰτ. πράγμ., νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον, διεγείρει πόλεμον ἐναντίον ἡμῶν, Χ. 152· ὡσαύτως, πόλεμον… ἐπ. γίγνεσθαι Θουκ. 7. 25· ἀγγελίας… ἐπ. Κεφαλλήνων πολίεσσιν, πέμπειν ἀγγελίας κατεπειγούσας εἰς τὰς πόλεις τῆς Κ., Ὀδ. Ω. 355· σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, ἔδιδον τὸ σημ. τῆς συμπλοκῆς εἰς τοὺς ὁπλίτας, Θουκ. 6. 69, πρβλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 33, Κράσσ. 23. ― Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ἂς σπεύσωμεν νὰ πέμψωμεν αὐτὸν τὸν (Ὀδυσσέα) μετὰ συνοδείας, Ὀδ. Θ. 31. ― Παθ., ἀλλὰ σὺ μὴ ’ποτρύνου Αἰσχύλ. Θήβ. 698.

French (Bailly abrégé)

pousser, exciter :
1 avec un rég. de pers. τινα ἐπί τι pousser qqn à qch ; ἐς μάχην PLUT exciter au combat ; ἐπ. τινὰ μαχέσασθαι IL exciter qqn à combattre ; ἱππεῦσιν IL, ἑτάροισιν ἐπ. OD presser des cavaliers, presser ses sompagnons de, etc.
2 avec un rég. de ch. πόλεμόν τινι OD provoquer une guerre contre qqn ; ἀγγελίας πολίεσσιν OD envoyer dans les villes des messages pressants ; ξύνοδον ἐπ. τοῖς ὁπλίταις THC donner aux hoplites le signal de l’attaque;
Moy. ἐποτρύνομαι;
1 intr. se presser, se hâter;
2 tr. hâter, presser : πομπήν OD son escorte.
Étymologie: ἐπί, ὀτρύνω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπώτρῦνα: urge on, move, prompt, impel, τινά, and w. inf., rarely τινί (most of the apparent instances of the dat. depend on some other word), Il. 15.258, Od. 10.531; joined with κελεύω, ἄνωγα, Β , Il. 10.130; often θῦμὸς ἐποτρύνει, Il. 6.439; in bad sense, ‘stirred me up,’ Od. 8.185; of things, πόλεμόν τινι, ἀγγελίᾶς πολίεσσι, χ 1, Od. 24.335; mid., ἐποτρῦνώμεθα πομπήν, ‘be quick with our escort,’ Od. 8.31 (cf. act., 30).

English (Slater)

ἐποτρύνω
   1 urge c. acc. & inf. οὐδὲ Κρονίων οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν (N. 9.20)

Greek Monolingual

ἐποτρύνω (Α)
1. παρακινώ, ερεθίζω («καὶ αὐτῶν θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ, διεγείρω εναντίον κάποιου («νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακόν», Ομ. Ιλ.)
3. στέλνω επειγόντως («δέδοικα μή... Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ πάντα ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσιν», Ομ. Οδ.)
4. (για σαλπιγκτή) δίνω σήμα με τη σάλπιγγα για έφοδο («σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.)
5. μέσ. ἐποτρύνομαι
επισπεύδω, επιταχύνω («ἡμεῑς δ’..., ἐποτρυνώμεθα πομπήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οτρύνω «παρακινώ»].

Greek Monotonic

ἐποτρύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ,
1. υποκινώ, εξάπτω, παρακινώ, παρορμώ, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. και απαρ., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι κατακῆαι, τους εξωθεί, τους παρακινεί να κάψουν, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. πράγμ., υποκινώ εναντίον, στον ίδ.· ἀγγελίας ἐποτρύνω, στέλνω επείγοντα μηνύματα, στο ίδ.· ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, σε Θουκ. — Μέσ., ἐποτρυνώμεθα πομπήν, ας σπεύσουμε να στείλουμε συνοδεία, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., επισπεύδω, επιταχύνω, βιάζω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποτρύνω: (ῡ)1) побуждать, подбодрять, поощрять (τινὰ или τινὶ ποιεῖν τι Hom.; τινὰ ἐπί τι Thuc.): θεοῦ ἐποτρύναντος Her. по внушению божества; ἐ. ἐς τὸ πρόσω Her. погонять вперед;
2) возбуждать, вызывать, разжигать (πόλεμόν τινι Hom.);
3) трубить к бою, призывать (τινὰ σάλπιγξιν εἰς μάχην Plut.): ξύνοδον ἐ. τοῖς ὁπλίταις Thuc. дать сигнал гоплитам к наступлению;
4) срочно рассылать (ἀγγελίας πολίεσσιν Hom.);
5) med. ускорять (πομπήν Hom.);
6) med. спешить, торопиться Aesch.