παρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(5)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προτροπή]], [[εμψύχωση]], [[παραίνεση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]], [[παραμυθία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρηγορία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προτροπή]], [[εμψύχωση]], [[παραίνεση]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρηγοριά]], [[ανακούφιση]], [[παραμυθία]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορία Medium diacritics: παρηγορία Low diacritics: παρηγορία Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: parēgoría Transliteration B: parēgoria Transliteration C: parigoria Beta Code: parhgori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.) : metaph., χρίματος . . ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.) ; ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b.    2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-).    II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34 ; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes) ; ὁδευόντων π., of the moon, Secund. Sent.6.    2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.

English (Strong)

from a compound of παρά and a derivative of ἀγορά (meaning to harangue an assembly); an address alongside, i.e. (specially), consolation: comfort.

English (Thayer)

παρηγοριας, ἡ (παρηγορέω (to address)), properly, an addressing, address; i. e.
a. exhortation (Apoll. Rh. 2,1281).
b. comfort, solace, relief, alleviation, consolation: Lightfoot). (Aeschylus Ag. 95; Philo, q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; often in Plutarch; Hierocl.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρηγορώ, ο μετριασμός του ψυχικού πόνου και η ανακούφιση του πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία
νεοελ.
1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο
2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού
3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά
4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονή
αρχ.
1. παρόρμηση, προτροπή
2. κατευνασμός, κατάπαυσηπαρηγοριά τοῡ παροξυσμοῡ», Αρετ.)
3. μτφ. ενίσχυση
4. επώνυμο
5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].

Greek Monotonic

παρηγορία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. προτροπή, εμψύχωση, παραίνεση, σε Αισχύλ.
II. παρηγοριά, ανακούφιση, παραμυθία, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.