προνωπής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προνωπής -ές [πρό, νωπέομαι] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.
|elnltext=προνωπής -ές [πρό, νωπέομαι] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.
}}
{{elru
|elrutext='''προνωπής:''' <b class="num">1)</b> наклонившийся вперед: προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]] Aesch. поднять склонившуюся (беспомощно Ифигению); [[ἤδη]] π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ Eur. (Алкестида) уже склонилась и умирает;<br /><b class="num">2)</b> склонный (ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.).
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνωπής Medium diacritics: προνωπής Low diacritics: προνωπής Capitals: ΠΡΟΝΩΠΗΣ
Transliteration A: pronōpḗs Transliteration B: pronōpēs Transliteration C: pronopis Beta Code: pronwph/s

English (LSJ)

ές,

   A stooping forwards, with head inclined, στείχει π., of one in deep grief, E.Alc.186; π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, of one dying, ib.143; π. λαβεῖν to take her as she fell fainting forward, of the ministers of the altar taking up lphigenia, A.Ag.234 (lyr.).    2 metaph., inclined, ready, ἄγαν π. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr.729. (Cf. νωπέομαι.)

German (Pape)

[Seite 736] ές, = πρηνής (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, ἤδη προνωπής ἐστι (sc. εἰς τὸ θανεῖν) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.

Greek (Liddell-Scott)

προνωπής: -ές, = πρηνής, Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, αὐτόθι 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, ἐπιρρεπής, ἄγαν πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προνωπής· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ προπετής, ἕτοιμος, πρόχειρος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la tête penchée ou baissée.
Étymologie: cf. πρηνής, ὤψ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ.
β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ.
γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῑν ἀέρδην», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει τάση σε κάτιἄγαν προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, επίσης αβέβαιης ετυμολ., ρ. νωπέομαι «γίνομαι κατηφής», ενώ η σύνδεση με τη λ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν θεωρείται πιθανή ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. προνώπιος. Μπορεί, όμως, να υποθέσει κανείς ότι από το επίθ. προνωπής προήλθε ένα παρ. επίθ. προνώπιος, το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική επίδραση της λ. ἐνώπιος (βλ. και λ. προνώπιος)].

Greek Monotonic

προνωπής: -ές (πρό, ὤψ, με το ν να παρεμβάλλεται),
1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός, αυτός που έχει το κεφάλι γερμένο, Λατ. pronus, στείχει προνωπής, λέγεται για κάποιον σε βαθιά κατάθλιψη, σε Ευρ.· προνωπής ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς λαβεῖν, την κράτησε καθώς έπεφτε λιπόθυμη προς τα εμπρός, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., κυρτός, επιρρεπής, έτοιμος, πρόχειρος, προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνωπής -ές [πρό, νωπέομαι] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.

Russian (Dvoretsky)

προνωπής: 1) наклонившийся вперед: προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην Aesch. поднять склонившуюся (беспомощно Ифигению); ἤδη π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ Eur. (Алкестида) уже склонилась и умирает;
2) склонный (ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.).