φυλακτήριον: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠλακτήριον:''' τό ([[φυλάσσω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θέση]] που φρουρείται σθεναρά, [[φρούριο]] ή [[κάστρο]], σε Ηρόδ.· [[φυλάκιο]], Λατ. [[statio]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ασφαλείας, [[μέσο]] διατήρησης, σε Δημ.· στους Ιουδαίους <i>φυλακτήρια</i> ήταν περγαμηνές με γραμμένα πάνω σ' αυτές [[κείμενα]] από το Νόμο, που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''φῠλακτήριον:''' τό ([[φυλάσσω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[θέση]] που φρουρείται σθεναρά, [[φρούριο]] ή [[κάστρο]], σε Ηρόδ.· [[φυλάκιο]], Λατ. [[statio]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μέσο]] ασφαλείας, [[μέσο]] διατήρησης, σε Δημ.· στους Ιουδαίους <i>φυλακτήρια</i> ήταν περγαμηνές με γραμμένα πάνω σ' αυτές [[κείμενα]] από το Νόμο, που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτήριον:''' τό<b class="num">1)</b> сторожевой пост, форт Thuc., Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> защита, оплот Plat., Dem.;<br /><b class="num">3)</b> предостережение, указание (νόμοι τε καὶ φυλακτήρια Plat.);<br /><b class="num">4)</b> талисман, амулет Plut.;<br /><b class="num">5)</b> pl. (у евреев) филактерии NT.
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτήριον Medium diacritics: φυλακτήριον Low diacritics: φυλακτήριον Capitals: ΦΥΛΑΚΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phylaktḗrion Transliteration B: phylaktērion Transliteration C: fylaktirion Beta Code: fulakth/rion

English (LSJ)

τό,

   A guarded post, fort, castle, Hdt.5.52: esp. an outpost communicating with fortifications, Th.4.31,33,110, X.Cyr. 7.5.12: pl., guardrooms, Arist.Pol.1331a20.    2 safeguard, security, Pl.Lg.917b: preservative, D.6.24; amulet, Dsc.5.154, Plu. 2.378b, etc.; among the Jews φυλακτήρια were small rolls of parchment with texts from the Law written on them, bound to the forehead by persons praying, Ev.Matt.23.5; φ. χρυσᾶ, symbols denoting the kingdoms of Upper and Lower Egypt, OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.); amulet, PMag.Lond.121.298 (pl.); metaph., τὸ ὄνομά σου ἔχω ἓν φ. ἐν καρδίᾳ PMag.Leid.W.18.2.    3 perh. guard or chain, PLond.ined.2199.

German (Pape)

[Seite 1313] τό, 1) Ort, Posten, fester Platz, wo sich Wächter, Besatzungen befinden, Wachtposten, besetzter Platz; Her. 5, 52; Thuc. 4, 31. – Bes. ein mit den Thürmen der Stadtmauern verbundener Ort für die Wächter, ein Wachthaus; Plat. Rep. IV, 424 c Legg. XII, 962 c; Xen. Cyr. 7, 5,12; Arist. pol. 7, 10. – 2) ein Verwahrungs- oder Schutzmittel, ein Amulet; ἓν δέ τι κοινὸν ἡ φύσις τῶν εὖ φρονούντων ἐν αὑτῇ κέκτηται φυλακτήριον Dem. 6, 24; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠλακτήριον: τό, θέσις ἰσχυρὰ φρουρουμένη, φρούριον, Ἡρόδ. 5. 52· μάλιστα δὲ προμαχὼν ἔχων συγκοινωνίαν μετὰ τῶν τελείων καὶ μεγάλων φρουρίων, Λατ. statio, Θουκ. 4. 31, 33, 110, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 5, 12, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1, κλπ. 2) μέσον ἀσφαλείας, ἀσφάλεια, Πλάτ. Νόμ. 917Β· μέσον διατηρήσεως Δημ. 71. 24· ὡς καὶ νῦν φυλακτήριον, κοινῶς «φυλακτάρι» ἢ «φυλακτόν», Διοσκ. 5. 159, Πλούτ. 2. 378Β, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις φυλακτήρια ἦσαν λωρίδες μεμβράνης φέρουσαι ἐπιγεγραμμένα χωρία τοῦ Νόμου, ἃς περιέδενον περὶ τὸ μέτωπον ὅτε προσηύχοντο, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 5· οὕτω, φ. χρυσᾶ, ἃ ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου, Lap. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 45.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu pour garder, poste, corps de garde;
2 moyen de garder ; préservatif, talisman, amulette.
Étymologie: φυλάσσω.

Spanish

amuleto, objeto protector

English (Strong)

neuter of a derivative of φυλάσσω; a guard-case, i.e. "phylactery" for wearing slips of Scripture texts: phylactery.

English (Thayer)

φυλακτηριου, τό (neuter of the adjective φυλακτηριος, φυλακτήρια, φυλακτήριον, from φυλακτήρ (`poetic for φύλαξ'));
1. a fortified place provided with a garrison, a station for a guard or garrison.
2. a preservative or safeguard, an amulet: Demosthenes, p. 71,24; Dioscorides (100 A.D.>?) 5,158f (159f), often in Plutarch. The Jews gave the name of φυλακτήρια (in the Talm. תְּפִלִּין, prayer-fillets, German Gebetsriemen; (cf. O. T. 'frontlets')) to small strips of parchment on which were written the following passages from the law of Moses, Josephus, Antiquities 4,8, 13). These scrolls were thought to have power, like amulets, to avert various evils and to drive away demons (Targ. on τά φυλακτήρια αὐτῶν πλατύνειν, to widen, make broad, their phylacteries, that they might render them more conspicuous and show themselves to be more eager than the majority to be reminded of God's law: Winer s RWB, under the word Phylakterien; Leyrer in Herzog xi., 639ff; Kneucker in Schenkel 1:601 f; Delitzsch in Riehm 270f; (Edersheim, Jewish Social Life etc., p. 220ff; B. D. under the word Frontlets; especially Hamburger, Real-Encycl., under the word Tephillin, vol. ii, p. 1203 f; Ginsburg in Alex.'s Kitto as above).

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. φυλακτήριος.

Greek Monotonic

φῠλακτήριον: τό (φυλάσσω
1. θέση που φρουρείται σθεναρά, φρούριο ή κάστρο, σε Ηρόδ.· φυλάκιο, Λατ. statio, σε Θουκ., Ξεν.
2. μέσο ασφαλείας, μέσο διατήρησης, σε Δημ.· στους Ιουδαίους φυλακτήρια ήταν περγαμηνές με γραμμένα πάνω σ' αυτές κείμενα από το Νόμο, που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτήριον: τό1) сторожевой пост, форт Thuc., Xen., Arst.;
2) защита, оплот Plat., Dem.;
3) предостережение, указание (νόμοι τε καὶ φυλακτήρια Plat.);
4) талисман, амулет Plut.;
5) pl. (у евреев) филактерии NT.