λύγος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(2) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, η (Α [[λύγος]], ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> η [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, [[κατάλληλα]] [[συνήθως]] για [[πλέξιμο]] καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ράβδος]] [[ακόμη]] και μετάλλινη («καθῆστο [[μέντοι]] λύγον χρυσέαν ἔχων αὐτὸς ὁ [[βασιλεύς]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέβλη]], [[πιεστήριο]] που χρησιμοποιούσαν οι λεπτουργοί, καλιάγρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στεφανοῡμαι λύγῳ» — στεφανώνομαι με [[στεφάνι]] από κλαδιά λυγαριάς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «λύγους<br />τὰς μάστιγας αἷς οἱ άθληταὶ τύπτονται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lug</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leug</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευγαλέος]]) και συνδέεται με λιθουαν. <i>lugnas</i> «[[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]]», αρχ. νορβ. <i>lykna</i> «[[λυγίζω]] τα γόνατα», γερμ. <i>Locke</i> «[[μπούκλα]]» κ.ά. Ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα λατ. <i>luxus</i> «εξαρθρωμένος, [[εύκαμπτος]]» και <i>luctor</i> «[[παλεύω]], [[αγωνίζομαι]]» (<i>lucta</i> <span style="color: red;"><</span> <i>luctor</i>), που η [[σημασία]] τους πλησιάζει [[προς]] ορισμένες χρήσεις του ρ. [[λυγίζομαι]], παρ' όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες (ύπαρξη οδοντικού στοιχείου στο <i>luctor</i>) οι οποίες εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεσή τους με [[λύγος]], [[λυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυγίζω]], [[λύγινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λύγιον]], [[λυγώ]] (II), [[λυγών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυγώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυγιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυγαριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυγόδεσμος]], [[λυγοειδής]], [[λυγοπλόκος]], [[λυγοτευχής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυγος]]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, η (Α [[λύγος]], ἡ και ὁ)<br /><b>1.</b> η [[λυγαριά]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, [[κατάλληλα]] [[συνήθως]] για [[πλέξιμο]] καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[ράβδος]] [[ακόμη]] και μετάλλινη («καθῆστο [[μέντοι]] λύγον χρυσέαν ἔχων αὐτὸς ὁ [[βασιλεύς]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέβλη]], [[πιεστήριο]] που χρησιμοποιούσαν οι λεπτουργοί, καλιάγρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στεφανοῡμαι λύγῳ» — στεφανώνομαι με [[στεφάνι]] από κλαδιά λυγαριάς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «λύγους<br />τὰς μάστιγας αἷς οἱ άθληταὶ τύπτονται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lug</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leug</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευγαλέος]]) και συνδέεται με λιθουαν. <i>lugnas</i> «[[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]]», αρχ. νορβ. <i>lykna</i> «[[λυγίζω]] τα γόνατα», γερμ. <i>Locke</i> «[[μπούκλα]]» κ.ά. Ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα λατ. <i>luxus</i> «εξαρθρωμένος, [[εύκαμπτος]]» και <i>luctor</i> «[[παλεύω]], [[αγωνίζομαι]]» (<i>lucta</i> <span style="color: red;"><</span> <i>luctor</i>), που η [[σημασία]] τους πλησιάζει [[προς]] ορισμένες χρήσεις του ρ. [[λυγίζομαι]], παρ' όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες (ύπαρξη οδοντικού στοιχείου στο <i>luctor</i>) οι οποίες εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεσή τους με [[λύγος]], [[λυγίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λυγίζω]], [[λύγινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λύγιον]], [[λυγώ]] (II), [[λυγών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λυγώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λυγιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λυγαριά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυγόδεσμος]], [[λυγοειδής]], [[λυγοπλόκος]], [[λυγοτευχής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άλυγος]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λύγος]], τὸ (Α)<br />[[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λύγη]], [[κατά]] τα ουδέτερα σε -<i>ος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, also ὁ, Longus 3.27 codd.:—
A = ἄγνος, agnus castus, Vitex Agnus-castus, withy: in pl., its twigs or withes, τοὺς [the rams] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Od.9.427, cf. 10.166, E.Cyc.225, etc.; in δίδη μόσχοισι λύγοισι Il.11.105, λύγοισι is the specific word added to the generic μόσχοισι (cf. σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, etc.): in late Prose, Arr.Fr.153 J.; used for wreaths, στεφανοῦται λύγῳ Anacr.41; cf. λύγινος. II λυγῶς (sic cod., fort. λυγός) screw-press used by carpenters, Hsch. (but perh. λυγῶ<δε>ς).
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτι – πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῦταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.
Greek (Liddell-Scott)
λύγος: [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. ἄγνος, vitex agnus ἢ agnus castus, δένδρον ἢ θάμνος πρὸς ἰτέαν ὅμοιος, «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ εἶδος, τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο προσέτι ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. λύγινος. ΙΙ. = στρέβλη, «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα λυγίζω, λυγόω· πρβλ. Σανσκρ. ling, ling-âmi (flecto)· Λατ. lig-are, lic-tor, ἴσως καὶ luc-ta).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 osier ou gatilier (vitex agnus castus), plante;
2 adj. souple comme l’osier, flexible.
Étymologie: DELG cf. lit. lugnas « flexible, souple », all. Locke « boucle ».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ)
1. η λυγαριά
2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον χρυσέαν ἔχων αὐτὸς ὁ βασιλεύς», Ιώσ.)
2. στρέβλη, πιεστήριο που χρησιμοποιούσαν οι λεπτουργοί, καλιάγρα
3. φρ. «στεφανοῡμαι λύγῳ» — στεφανώνομαι με στεφάνι από κλαδιά λυγαριάς
4. (κατά το λεξ. Σούδα) «λύγους
τὰς μάστιγας αἷς οἱ άθληταὶ τύπτονται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα lug- της ΙΕ ρίζας leug- «κάμπτω, λυγίζω» (πρβλ. λευγαλέος) και συνδέεται με λιθουαν. lugnas «ευλύγιστος, εύκαμπτος», αρχ. νορβ. lykna «λυγίζω τα γόνατα», γερμ. Locke «μπούκλα» κ.ά. Ο τ. συνδέεται πιθ. και με τα λατ. luxus «εξαρθρωμένος, εύκαμπτος» και luctor «παλεύω, αγωνίζομαι» (lucta < luctor), που η σημασία τους πλησιάζει προς ορισμένες χρήσεις του ρ. λυγίζομαι, παρ' όλες τις μορφολογικές δυσχέρειες (ύπαρξη οδοντικού στοιχείου στο luctor) οι οποίες εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεσή τους με λύγος, λυγίζω.
ΠΑΡ. λυγίζω, λύγινος
αρχ.
λύγιον, λυγώ (II), λυγών
αρχ.-μσν.
λυγώδης
μσν.- νεοελλ.
λυγιά
νεοελλ.
λυγαριά.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. λυγόδεσμος, λυγοειδής, λυγοπλόκος, λυγοτευχής. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυγος].
(II)
λύγος, τὸ (Α)
σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λύγη, κατά τα ουδέτερα σε -ος].
Greek Monotonic
λύγος: [ῠ], ἡ, vitex agnus castus, δέντρο όμοιο με ιτιά, «λυγαριά»· στον πληθ., τα κλωνάρια της, Λατ. vimina, σε Όμηρ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λύγος: (ῠ) ἡ и ὁ ивовая ветвь, ивовый прут (συνεέργειν λύγοισιν, sc. ὄϊν Hom.; λύγοι καὶ κλάδοι Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: flexible branch, twig which can well be used for twisting (Il.);
Compounds: some compp., e.g. Λυγο-δέσμα f. "bound with willow-twigs", Lacon. surname of Artemis (Paus.).
Derivatives: λύγιον twig (sch.), λυγέα withy (Eust.), λύγινος of λ. (Heph. ap. Ath.), λυγώδης like a willow (Dsc., Eust.), λυγόω wind, bend (AP, APl.). - Also λυγίζομαι, -ω turn (itself), wind, bend (Hp., att., Theoc., AP ) with λυγισμός turning, bending, of ring-fighters, dancers etc. (Ar., Luc.), λύγισμα sprain (Dsc.), -ιστικός supple, readily twisting (Poll.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [685] *leug- bend, twist
Etymology: Interpreted as verbal noun λύγος can be combined with isolated formations in other languages: Lith. verbal adj. lùg-nas twistable, supple, wit the denomin. yotpresent OWNo. lykna (from PGm. *lukn-jan) bend the knee; Lat. verbal adj. prob. luxus (from *lug-s-os) sprained (cf. λύγισμα). Here also Lat. frequentative lucto(r), luctāre, -rī wrestle (with backformation lucta f. ring-fight), prop. *"turne oneself"; cf. λυγισμός. More, more or less hypothetical connections in Bq, WP. 2, 413f. (after Persson Beitr. 1, 203ff. a.o.), Pok. 685 f., Fraenkel Wb. s. lùgnas; further (very hypothetical) Jēgers Comment. Balt. IV--V:3, 24ff. - The orig. meaning of λύγος would be "turning, bending"; perh., λυγίζομαι retained an idea of the abstract meaning. But one might find this improbable