ἐνενήκοντα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(1b)
(1ab)
Line 39: Line 39:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: num.<br />Meaning: [[ninety]] (Β 602)<br />Compounds: On the <b class="b3">η</b> see on <b class="b3">ἑβδομήκοντα</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">hενενηκοντα</b> (Herakl.; like <b class="b3">hογδοηκοντα</b> after <b class="b3">hεβδεμηκοντα</b>), <b class="b3">ἐνηκοντα</b> (Delos, Phocis [III or IIa]; prob. haplological); uncertain <b class="b3">ἐννήκοντα</b> (τ 174); innovation after <b class="b3">ἐννέα</b>, <b class="b3">ἐννῆμαρ</b> a. o.; gen. pl. <b class="b3">ἐνενηκοντων</b> (Chios; Aeolising).<br />Origin: IE [Indo-European] [318] <b class="b2">*h₁neu̯n̥-</b><br />Etymology: The first element is not quite certain. After Sommer Zum Zahlwort 25ff. from assimilation in <b class="b3">*ἐναν-ήκοντα</b>, from IE <b class="b2">*enu̯n̥-</b> (before vowel). - See [[ἐννέα]].
|etymtx=Grammatical information: num.<br />Meaning: [[ninety]] (Β 602)<br />Compounds: On the <b class="b3">η</b> see on <b class="b3">ἑβδομήκοντα</b>.<br />Derivatives: <b class="b3">hενενηκοντα</b> (Herakl.; like <b class="b3">hογδοηκοντα</b> after <b class="b3">hεβδεμηκοντα</b>), <b class="b3">ἐνηκοντα</b> (Delos, Phocis [III or IIa]; prob. haplological); uncertain <b class="b3">ἐννήκοντα</b> (τ 174); innovation after <b class="b3">ἐννέα</b>, <b class="b3">ἐννῆμαρ</b> a. o.; gen. pl. <b class="b3">ἐνενηκοντων</b> (Chios; Aeolising).<br />Origin: IE [Indo-European] [318] <b class="b2">*h₁neu̯n̥-</b><br />Etymology: The first element is not quite certain. After Sommer Zum Zahlwort 25ff. from assimilation in <b class="b3">*ἐναν-ήκοντα</b>, from IE <b class="b2">*enu̯n̥-</b> (before vowel). - See [[ἐννέα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐννέα]]<br />indecl. [[ninety]], Il., etc.
}}
}}

Revision as of 22:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνενήκοντα Medium diacritics: ἐνενήκοντα Low diacritics: ενενήκοντα Capitals: ΕΝΕΝΗΚΟΝΤΑ
Transliteration A: enenḗkonta Transliteration B: enenēkonta Transliteration C: enenikonta Beta Code: e)nenh/konta

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A ninety, Il.2.602, etc.; cf. ἐνήκοντα, ἐννήκοντα. (ἐννεν- freq. in codd., but Inscrr. have ἐνεν- IG12.324.109, Hermes 17.5 (Delos), etc.:—also gen. pl. ἐνενηκόντων GDI5653c26 (Chios).)

German (Pape)

[Seite 838] οἱ, αἱ, τά, neunzig, von Hom. Il. 2, 602 an überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ τύπος ἐννεν- εἶναι συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ ἔνατος, ἐνάκις, βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, αὐτόθι καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingt-dix.
Étymologie: ἐννέα.

English (Autenrieth)

ninety.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐννήκ- Od.19.174; ἐνήκ- IG 11(2).199B.32 (III a.C.), IG 9(1).226.7 (Drimea II a.C.), PAmst.41.52 (I a.C.); tes. ἐνενείκ- SEG 26.672.27 (Larisa II a.C.); ἐννενήκ- Thphr.Fr.159, D.S.19.62

• Morfología: indecl., pero gen. ἐνενηκόντων Schwyzer 688C.24 (Quíos V a.C.)
noventa νέες Il.2.602, cf. D.S.l.c., πόληες Od.l.c., Κορινθίων ἐ. Th.1.46, κατὰ ἐ. τὸν ἀριθμόν en número de noventa de los miembros de una sección del consejo de la ciu. ideal, Pl.Lg.756c, ἐ. ὄντες del Senado en Élide, Arist.Pol.1306a18, cf. Hippol.Haer.4.43.11, 6.52.7
ref. a unidades de medida: de tiempo ἡμέραι Hdt.5.53, ἔτη Luc.Macr.23, de longitud παρασάγγας ἐ. X.An.1.5.5, de monedas ἐ. μνῶν D.37.22, de peso σταθμὸν μνᾶς ἐ. IG l.c.
c. otros numerales para formar cantidades superiores δισχιλίας ἑξακοσίας ἐ. δραχμάς IG 22.956.19 (II a.C.), cf. IG 14.429.5 (Tauromenio II/I a.C.), ἔτη ἐ. ἐννέα noventa y nueve años Thphr.Char.proem.2, cf. l.c., SEG l.c., LXX Ge.17.1, PFouad 51.15 (II d.C.), (πρόβατα) τὰ ἐ. ἐννέα Eu.Luc.15.4, Eu.Matt.18.12, τριακόσιοι ἐ. δύο I.AI 11.70, παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἐ. καὶ ἥμισυ Hdt.5.52, cf. Aeschin.2.147, Plb.1.51.12
subst. τὰ ἐ. los noventa años de edad ὑπὲρ τὰ ἐ. Philostr.VA 8.29.

English (Thayer)

(ἐννενηκονταεννέα) more correctly ἐνενήκοντα ἐννέα (i. e. written separately, and the first word with a single nu ν, as by L T Tr WH; cf. (under Nu; Tdf. Proleg., p. 80; WH s Appendix, p. 148); Winer s Grammar, 43 f; Bornemann, Scholia ad Luc., p. 95), ninety-nine: Luke 15:4,7.

Greek Monolingual

και ενενήντα οι, αι, τα (AM ἐνενήκοντα)
(άκλ. αριθμτ.) ποσότητα εννέα δεκάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αριθμητικό επίθετο ενενήκοντα < εναν-ήκοντα, με αφομοίωση του -α- από το ε- και αναλογική επίδραση τών τύπων σε -ήκοντα (πρβλ. εβδομ-ήκοντα, πεντ-ήκοντα) < ενFαν-άκοντα, με προθηματικό φωνήεν ε-, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα newn «εννέα». Στο β' συνθετικό -η-κοντα το μεν -η- είναι συνδετικό φωνήεν, ενώ η κατάληξη -κοντa (πρβλ. λατ. -ginta) είναι ο πληθυντικός αριθμός του ουδετέρου της καταλήξεως -κάτι που εμφανίζεται στη λέξη είκοσι (< Fίκατι). Ο τ. ενήκοντα (Δήλος, Φωκίδα) < ενενήκοντα, με απλολογία, ενώ ο ομηρικός τ. εννήκοντα αποτελεί νεώτερο σχηματισμό αναλογικά προς τα εννέα, εννήμαρ. Το νεοελληνικό αριθμητικό ενενήντα προήλθε με απλολογία από το αρχ. ενενήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].

Greek Monotonic

ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά (ἐννέα), άκλιτο, ενενήντα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνενήκοντα: эп. ἐννήκοντα οἱ, αἱ, τά indecl. девяносто Hom. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: num.
Meaning: ninety (Β 602)
Compounds: On the η see on ἑβδομήκοντα.
Derivatives: hενενηκοντα (Herakl.; like hογδοηκοντα after hεβδεμηκοντα), ἐνηκοντα (Delos, Phocis [III or IIa]; prob. haplological); uncertain ἐννήκοντα (τ 174); innovation after ἐννέα, ἐννῆμαρ a. o.; gen. pl. ἐνενηκοντων (Chios; Aeolising).
Origin: IE [Indo-European] [318] *h₁neu̯n̥-
Etymology: The first element is not quite certain. After Sommer Zum Zahlwort 25ff. from assimilation in *ἐναν-ήκοντα, from IE *enu̯n̥- (before vowel). - See ἐννέα.

Middle Liddell

ἐννέα
indecl. ninety, Il., etc.