ῥύμη: Difference between revisions
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(2b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[street]], [[alley]] (since IVa).<br />Etymology: From <b class="b3">ῥύμη</b> [[tow]], [[press]] (s.v. <b class="b3">ῥῦμα</b> 1.) made concrete ("where the crowd goes, presses").<br />See also: s. <b class="b3">ἐρύω</b>. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[street]], [[alley]] (since IVa).<br />Etymology: From <b class="b3">ῥύμη</b> [[tow]], [[press]] (s.v. <b class="b3">ῥῦμα</b> 1.) made concrete ("where the crowd goes, presses").<br />See also: s. <b class="b3">ἐρύω</b>. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥύμη]], ἡ, [*ῥύω = [[ἐρύω]]<br /><b class="num">1.</b> the [[force]], [[swing]], [[rush]] of a [[body]] in [[motion]], Lat. [[impetus]], ῥύμῃ with a [[swing]], Thuc.; πτερύγων [[ῥύμη]] the [[rush]] of wings, Ar.; ἡ ῥ. τῶν ἵππων Xen.:—metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Eur.; ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς the [[vehemence]] of [[passion]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> absol. a [[rush]], [[charge]], of soldiers, Thuc., Xen.<br />II*. a [[street]], Lat. [[vicus]], Polyb., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A force, swing, rush of a body in motion, ῥύμῃ ἐμπίπτειν with a swing, Th.2.76; πτερύγων ῥύμη rush of wings, Ar.Pax86, cf. Av.1182; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν . . κύτος formed by the whirl of the potter's wheel, Antiph.52.2, cf. Ar.Ec.4; ἡ ῥ. τοῦ αἵματος the flow of blood in the veins, Hp.Medic.6; ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως X.Cyn.10.12; τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, of the noise made by a boat in motion, Arist.HA533b19: metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ E.Rh.64; ἡ ῥ. τῆς τύχης Plu.Caes.53; ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς κτλ. the vehemence of passion, D.21.99; γλώσσης ῥ. Lyr.Alex.Adesp.35.11, cf. Eun.Hist. p.245 D. 2 abs., rush, charge, of soldiers, Th.2.81; of ships, Id.7.70; τῶν ἵππων X.Cyr.7.1.31, cf. Polyaen.4.3.5, al., Ach.Tat.1.12; ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥ. Ar.Nu.407. 3 = ῥοπή, Chrysipp. ap. Sch.T Il. 22.212. II street, Aen.Tact.2.5, 3.4; τὴν ῥ. ὁδοιπορεῖν Philippid. 13, cf. LXX Is.15.3, al.; of a Roman camp, Plb.6.29.1; lane, alley, PCair.Zen.764.142 (iii B.C.), PStrassb.86.19 (ii B.C.), Act.Ap.9.11; slit, chink, dub.l. in Hp.Cord.2.
German (Pape)
[Seite 851] ἡ, 1) der Schwung, Umschwung, die Wucht, Geschwindigkeit eines bewegten oder sich bewegenden Körpers; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κύτος, Antiphan. com. bei Ath. X, 449 b, von der Töpferscheibe; vgl. τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῥύμης ἄπο, Ar. Eccl. 4; – gewaltsamer Andrang, Angriff, χρῆσθαι εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, Eur. Rhes. 64; πτερύγων, Ar. Pax 86; ῥύμῃ ἐμπίπτειν, Thuc. 2, 76, vgl. 81. 7, 70; ἵππων, Xen. Cyr. 7, 1, 31; ἐλαφρᾷ φερόμενα ῥύμῃ, Plat. Epinom. 985 b, vgl. Soph. 236 d; τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ὕβρεως ἠτίμωται, Dem. 21, 99, Heftigkeit der Leidenschaft; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 462 u. Philostr. imagg. p. 655. 723; ἡ ῥύμη τῆς τύχης, der Umschwung des Glückes, Plut. Caes. 53 Mar. 28. – 2) die Straße; Philippds. bei Poll. 9, 38; im Lager, Pol. 6, 29, 1; öfter bei Sp., wie N. T., vgl. Luc. 14, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύμη: ἡ, (ῥέω) ἡ δύναμις, ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ φορά, Λατιν. impetus, ῥύμη ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων ῥύμη, ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, ὅταν μέλλω, λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν λέγω, ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον κύτος, κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥ. τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥ. τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ ψόφος, ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει πλοῖον ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ ῥύμη τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ σφοδρότης, ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., ὁρμή, ἐπίθεσις τῶν στρατιωτῶν, ἔφοδος, Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. ὡσαύτως ῥοῖζος. ΙΙ. στενὴ ὁδός, στενωπός, (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ λέξις σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι δεῖν λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη ῥύμη καὶ Δῆλος ἄδηλος Χρησμ. Σιβ. 8. 165.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. force ou vitesse d’un corps qui se meut, d’où mouvement impétueux, élan, vitesse, impétuosité ; fig., en parl. des passions, de la fortune τῆς τύχης PLUT le cours rapide des événements, les vicissitudes de la fortune;
II. ligne tirée ou tracée, d’où :
1 rue d’une ville, ruelle;
2 quartier d’un camp romain ; compagnie de quartier.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.
English (Strong)
prolongation from ῥύομαι in its original sense; an alley or avenue (as crowded): lane, street.
Greek Monolingual
η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν
1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)
2. στενή οδός, σοκάκι
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος
2. φρ. «στη ρύμη του λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος του
αρχ.
1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος
2. ροπή
3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο
4. ρωγμή, σχισμή
5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή της τύχης
β) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα της οργής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώ-μη, τι-μή)].
Greek Monotonic
ῥύμη: [ῦ], ἡ (*ῥύω=ἐρύω)·
I. 1. δύναμη, οχύρωμα, ορμή σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, Λατ. impetus, ῥύμῃ ἐμπίπτειν, με ορμή, σε Θουκ.· πτερύγων ῥύμη, η ορμή των φτερών, σε Αριστοφ.· ἡ ῥύμη τῶν ἵππων, σε Ξεν.· μεταφ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ, σε Ευρ.· ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς, η σφοδρότητα της οργής, σε Δημ.
2. απόλ., επίθεση, έφοδος των στρατιωτών, σε Θουκ., Ξεν.
II. στενή οδός, στενωπός, Λατ. vicus, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ῥύμη: (ῡ) ἡ
1) стремительность, стремительное движение, натиск, напор (τῶν ἵππων Xen.; τοῦ στρατεύματος Plut.): χωρήσαντες ῥύμῃ Thuc. стремительно продвигаясь; τῇ πρώτῃ ῥύμῃ Thuc. в первом натиске; πτερύγων ῥ. Arph. взмахи крыльев;
2) сила, порыв, тж. неистовство (τῆς ὀργῆς Dem.);
3) резкий поворот (τῆς τύχης Plut.);
4) (в римск. лагере) часть, участок, линия Polyb.;
5) переулок (πλατεῖαι καὶ ῥῦμαι τῆς πόλεως NT).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: street, alley (since IVa).
Etymology: From ῥύμη tow, press (s.v. ῥῦμα 1.) made concrete ("where the crowd goes, presses").
See also: s. ἐρύω.
Middle Liddell
ῥύμη, ἡ, [*ῥύω = ἐρύω
1. the force, swing, rush of a body in motion, Lat. impetus, ῥύμῃ with a swing, Thuc.; πτερύγων ῥύμη the rush of wings, Ar.; ἡ ῥ. τῶν ἵππων Xen.:—metaph., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Eur.; ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς the vehemence of passion, Dem.
2. absol. a rush, charge, of soldiers, Thuc., Xen.
II*. a street, Lat. vicus, Polyb., NTest.