συμμερίζω: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat. | |elnltext=συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[distribute]] in shares: Mid. to [[take]] [[share]] in or with, c. dat., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 10 January 2019
English (LSJ)
A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12. 2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20. 3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.
German (Pape)
[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.
French (Bailly abrégé)
donner une part proportionnelle, τινί τι de qch à qqn;
Moy. συμμερίζομαι;
1 m. sign.
2 prendre sa part de, participer à, τινι.
Étymologie: σύν, μερίζω.
English (Thayer)
(WH συνμερίζω (cf. σύν, II. at the end)): to divide at the same time, divide together; to assign a portion; middle present 3rd person plural συμμερίζονται: τίνι, to divide together with one (so that a part comes to me, a part to him) (R. V. have their portion with), Diodorus Siculus, Dionysius Halicarnassus, (Diogenes Laërtius)
Greek Monotonic
συμμερίζω: μέλ. —σω, διανέμω σε μερίδια, διαμοιράζω — Μέσ., λαμβάνω μερίδιο σε ή από κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μερίζω deelnemen (aan), met dat.
Middle Liddell
fut. σω
to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.