τρυφάω: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῠφάω:''' <b class="num">1)</b> жить в роскоши (неге), роскошествовать Arph., Xen., Isocr.: τῇ τρυφώσῃ παιδευθεὶς παιδείᾳ Plat. воспитанный в роскоши;<br /><b class="num">2)</b> быть капризным, быть своенравным, избалованным Arph., Plat., Dem. etc.: τρυφᾷ δ᾽ ὁ [[δαίμων]] Eur. судьба капризна. | |elrutext='''τρῠφάω:'''<br /><b class="num">1)</b> жить в роскоши (неге), роскошествовать Arph., Xen., Isocr.: τῇ τρυφώσῃ παιδευθεὶς παιδείᾳ Plat. воспитанный в роскоши;<br /><b class="num">2)</b> быть капризным, быть своенравным, избалованным Arph., Plat., Dem. etc.: τρυφᾷ δ᾽ ὁ [[δαίμων]] Eur. судьба капризна. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῠφάω, fut. -ήσω [[τρυφή]]<br /><b class="num">I.</b> to [[live]] [[softly]], [[delicately]], [[luxuriously]], to [[fare]] [[sumptuously]], Eur.:—[[part]]. [[τρυφῶν]] as adj. [[delicate]], [[effeminate]], [[luxurious]], [[voluptuous]], Ar., Plat.; τὸ [[τρυφῶν]], as Subst., [[effeminacy]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> to be [[licentious]], [[revel]], run [[riot]], wax [[wanton]], Eur., etc.; to be [[extravagant]], Arist.<br /><b class="num">III.</b> to [[give]] [[oneself]] [[airs]], be [[fastidious]], Eur., Plat. | |mdlsjtxt=τρῠφάω, fut. -ήσω [[τρυφή]]<br /><b class="num">I.</b> to [[live]] [[softly]], [[delicately]], [[luxuriously]], to [[fare]] [[sumptuously]], Eur.:—[[part]]. [[τρυφῶν]] as adj. [[delicate]], [[effeminate]], [[luxurious]], [[voluptuous]], Ar., Plat.; τὸ [[τρυφῶν]], as Subst., [[effeminacy]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> to be [[licentious]], [[revel]], run [[riot]], wax [[wanton]], Eur., etc.; to be [[extravagant]], Arist.<br /><b class="num">III.</b> to [[give]] [[oneself]] [[airs]], be [[fastidious]], Eur., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 10 January 2019
English (LSJ)
(τρυφή)
A live softly, luxuriously, fare sumptuously,, ἐν ἀγκάλαις μητρὸς τρυφῆσαι, of a child, E.Ion 1376, cf. Ba.969; τ. ἐν ταῖς ἐσθῆσι Isoc.2.32; τ. καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι X.Ath.1.11; λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός... εἰωθὼς τρυφᾶν Sosicr. 1, cf. Ep.Jac.5.5, Gal.6.416, etc.; παῖσον, τρύφησον, ζῆσον· ἀποθανεῖν σε δεῖ Epigr.Gr.362.5 (Cotiaeum, ii/iii A. D.). 2 part. τρυφῶν as Adj., effeminate, luxurious, Ar.Nu.48, etc.; τ. καὶ ἀμελής Pl.Lg.901a; τὸ τρυφῶν effeminacy, Ar.V.1455 (lyr.); also of things, dainty, delicate, βασιλικὴ καὶ τρυφῶσα παιδεία Pl.Lg.695d; ἀσπίδα . . τρυφῶσαν Aristopho 14, cf. Antiph.52.10 (troch.); ἄρτοι τ. Alc.Com.5. II to be licentious, run riot, wax wanton, Ar.Lys.405, etc.; to be extravagant, opp. γλίσχρως ζῆν, Arist.Pol.1266b26. 2 revel in, ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τινος LXXSi.14.4; delight in, ἐν ἀγαθωσύνῃ σου ib.Ne.9.25. III give oneself airs, be dainty, fastidious, ἆρ' οὐ τρυφῶμεν .... οἷσιν οὐκ ἀρκεῖ τάδε; E.Supp.214; τ. δ' ὁ δαίμων is fickle, ib.552; ἐπειδή μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν to hang back, Pl.Euthphr.11e, cf. La.179d, Alc.1.114a; οἱ τρυφῶντες spoiled pets, Id.Men.76b; ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τ. καὶ κολακεύεσθαι, of the people, D.8.34; οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι . . αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν Id.19.197; τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους, of philosophers, Alex.221.14; followed by a modifying clause, νῦν δὲ τρυφᾷς διότι . . Pl.Prt.327e; ἐν ταῖς . . ἑτέρων . . ἀτυχίαις τ. Euphro 12; later, τ. κατά τινος make sport of... Him.Ecl.12.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφάω: (τρυφὴ) ζῶ τρυφηλῶς, πολυτελῶς, ἡδυπαθῶς, τρ. ἐν ἀγκάλαις μητρός, ἐπὶ τοῦ τέκνου, Εὐρ. Ἴων. 1376· τρ. ἐν ταῖς ἐσθῆσι Ἰσοκρ. 21Β· τρ. καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι Ξεν. Ἀθ. 1, 11· λευκὸς ἄνθρωπος, παχύς, ἀργός..., εἰωθὼς τρυφᾶν Σωκράτης ἐν «Παρακαταθήκῃ» 1· ― μετοχ. τρυφῶν ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., τρυφηλός, θηλυπρεπής, φιλήδονος, Ἀριστοφ. Νεφ. 49, κλπ.· τρ. καὶ ἀμελὴς Πλάτ. Νόμ. 901Α· οἱ τρυφῶντες ὁ αὐτ. ἐν Μέν. 76Β· τὸ τρυφῶν, τὸ τρυφηλόν, Ἀριστοφ. Σφ. 1455. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λεπτός, ἁβρός, βασιλικὴ καὶ τρυφῶσα παιδεία Πλάτ. Νόμ. 695D· τῶν θηρικλείων εὐκύκλωτον ἀσπίδα ὑπεραφρίζουσαν, τρυφῶσαν, ἴσον ἴσῳ κεκραμένην, προσφέρων ἔδωκεν Ἀριστοφῶν ἐν «Φιλωνίδι» 2, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 10· «οἱ δίπυροι δ’ εἰσί τινες ἄρτοι τρυφῶντες» Πολυδ. Ζ΄, 23. ΙΙ. ἄγω βίον ἀκόλαστον, ζῶ ἐν τρυφαῖς καὶ ἐν ἀσωτίᾳ, Εὐρ. Βάκχ. 969, Ἀριστοφ. Λυσ. 405, κλπ.· ζῶ πολυτελῶς, δαπανῶ πολλά, ἀντίθετ. τῷ γλίσχρως ζῆν, Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7. ΙΙΙ. ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι, εἶμαι δύσκολος, ἰδιότροπος, ἆρ’ οὐ τρυφῶμεν..., οἷσιν οὐκ ἀρκεῖ τάδε; Εὐρ. Ἱκέτ. 214· τρ. δ’ ὁ δαίμων, εἶναι ἰδιότροπος, ἄστατος, αὐτόθι 552· ἐπειδή μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν, ὅτι διστάζεις, «δὲν καταδέχεσαι», Πλάτ. Εὐθύφρων 11Ε, πρβλ. Λάχ. 179C, Ἀλκ. 1. 114Α· ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τρ. καὶ κολακεύεσθαι, ἐπὶ τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων, Δημ. 98. 12· οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι... αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν ὁ αὐτ. 402. 28· τρυφῶσιν ἕτεροι πρὸς ἑτέρους, ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 1. 14· ἑπομένης προσδιοριστικῆς προτάσεως, νῦν δὲ τρυφᾷς διότι... Πλάτ. Πρωταγ. 327Ε· ἐν ταῖς... ἑτέρων... ἀτυχίαις τρ. Εὔφρων ἐν Ἀδήλ. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être délicat, efféminé, voluptueux, vivre dans la mollesse ; part. τρυφῶν mou, efféminé, voluptueux ; τὸ τρυφῶν AR la mollesse;
2 faire le délicat, le dédaigneux ; être arrogant, hautain.
Étymologie: τρυφή.
English (Strong)
from τρυφή; to indulge in luxury: live in pleasure.
English (Thayer)
τρύφω: 1st aorist ἐτρύφησα; (τρυφή, which see); to live delicately, live luxuriously, be given to a soft and luxurious life: Isocrates, Euripides, Xenophon, Plato, and following) (Compare: ἐντρυφάω. Synonym: cf. Trench, § liv.)
Greek Monotonic
τρῠφάω: μέλ. τρυφήσω (τρυφή)·
I. ζω μέσα στην πολυτέλεια, ζω ηδυπαθώς, σε Ευρ.· μτχ. τρυφῶν ως επίθ., αβρός, θηλυπρεπής, πολυτελής, φιλήδονος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· τὸ τρυφῶν, ως ουσ., θηλυπρέπεια, τρυφή, σε Αριστοφ.
II. είμαι ανήθικος, γλεντοκοπώ, ξεσπάω, κάνω ταραχές, γίνομαι ασελγής, σε Ευρ. κ.λπ.· γίνομαι υπερβολικός, σε Αριστ.
III. επαίρομαι, υπερηφανεύομαι, είμαι δύστροπος, σε Ευρ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυφάω [τρυφή] in luxe leven, vertroeteld worden:; ἐν ἀγκάλαις μητρὸς τρυφῆσαι in moeders armen vertroeteld worden Eur. Ion. 1376; ὥστε τρυφᾶν (het bezit is groot), zodat zij in luxe kunnen leven Aristot. Pol. 1266b26; ptc. subst.. οἱ τρυφῶντες troetelkindjes Plat. Men. 76b; τὸ τρυφῶν καὶ μαλακόν luxe en genot Aristoph. Ve. 1455. losbandig leven:. ὅταν... ταῖσιν γυναιξὶ... διδάσκωμεν τρυφᾶν wanneer wij de vrouwen een losbandig leven aanleren Aristoph. Lys. 405. hooghartig zijn, nukken hebben:. τρυφᾷ δ ’ ὁ δαίμων de godheid is hooghartig Eur. Suppl. 552; οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι... αἰχμάλωτον οὖσαν τρυφᾶν het is niet te verdragen dat een vrouwelijke gevangene praatjes heeft Dem. 19.197.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφάω:
1) жить в роскоши (неге), роскошествовать Arph., Xen., Isocr.: τῇ τρυφώσῃ παιδευθεὶς παιδείᾳ Plat. воспитанный в роскоши;
2) быть капризным, быть своенравным, избалованным Arph., Plat., Dem. etc.: τρυφᾷ δ᾽ ὁ δαίμων Eur. судьба капризна.
Middle Liddell
τρῠφάω, fut. -ήσω τρυφή
I. to live softly, delicately, luxuriously, to fare sumptuously, Eur.:—part. τρυφῶν as adj. delicate, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar., Plat.; τὸ τρυφῶν, as Subst., effeminacy, Ar.
II. to be licentious, revel, run riot, wax wanton, Eur., etc.; to be extravagant, Arist.
III. to give oneself airs, be fastidious, Eur., Plat.