ἐγγύς: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(1ab) |
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐγγύς]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κοντά]], σε μικρή [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κοντά]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό) [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]]<br /><b>4.</b> (για [[ποιότητα]] ή [[ιδιότητα]]) όμοια με, όπως<br /><b>5.</b | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐγγύς]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κοντά]], σε μικρή [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κοντά]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό) [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]]<br /><b>4.</b> (για [[ποιότητα]] ή [[ιδιότητα]]) όμοια με, όπως<br /><b>5.</b> οι [[εγγύς]]<br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλις]], [[ευθύς]] <b>κ.ά.</b>), για το οποίο υπάρχει [[αμφιβολία]] (αν [[είναι]] επιρρηματική ή ονοματική [[κατάληξη]]. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη με την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και μια αρχαία αμάρτυρη [[λέξη]] για το [[χέρι]] (<b>βλ.</b> [[εγγύη]]), με αρχική σημ. «[[κάτω]] από το [[χέρι]]». Κατ' άλλους, και με [[βάση]] το λατ. <i>comminus</i> «στα χέρια [[μαζί]]», το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>εν</i> του <i>εις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sem</i>-<i>el</i>), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το [[βαίνω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], Adv., Comp. ἐγγυτέρω (
A -τέρῳ Hell.Oxy.6.3), also -ύτερον Pl.Lg.704e: Sup. ἐγγυτάτω or -ύτατα (first in Hp., and Att.); also ἔγγῑον, ἔγγιστα (v. ἐγγίων). I of Place, near, nigh, at hand: freq. in Hom., ἐ. γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι Od.10.86: c. gen., hard by, near to; so λύπας ἐγγυτέρω nearer to grief, S.OC1217: c. dat., Il.11.340, E.Heracl.37; ἐγγὺς ὁδῷ dub. in IG12.974: mostly with Verbs of rest, ἐ. ἑστάναι, παρεστάναι, A.Pers.686, Eu.65; but ἐ. χωρεῖν Id.Th.59: c. gen., οἱ ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένοι Lys.24.20, etc. II of Time, nigh at hand, Il.22.453; ἐ. ἡμῖν ὁ ἀγών X.Cyr.2.3.2. III of Numbers, etc., nearly, ἔτεσι ἐ. εἴκοσι Th.6.5; μισθὸς ἐ. ἐνιαυτοῦ X.HG3.1.28: generally, nearly, almost, ἐ. ἔγνως S.Ichn.301; οὐδ' ἐ. τινος not nearly, i. e. not by a great deal, nothing like it, Pl.Smp.198b; ἔχει οὐχ οὕτω ταῦτα οὐδ' ἐ. not so . . nor yet nearly so, D.21.30; οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ' ἐ. Id.18.96; mostly, Hp.Mochl.34. IV of Qualities, coming near, ἐ. τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg.520a; ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου, τῆς ξυμπάσης γνώμης, Th.1.13,22; ὅτι ἐγγύτατα τούτων Id.7.86; κοινῇ δὲ πᾶσιν οὐδεὶς ἐγγυτέρω D.18.288; δοκεῖς δηλῶσαι ἐγγύτατα τὴν ῥητορικήν Pl.Grg.452e; ἐ. εἶναι, c. gen., Id.Phd.116b; ἐ. τυφλῶν Id.R. 508c; ἐ. τι τείνειν τοῦ τεθνάναι very near death, Id.Phd.65a; κακῶς παθεῖν ἐγγύτατα D.21.123. V of Relationship, akin to, οἱ Ζηνὸς ἐ. A.Fr.162; ἐγγυτέρω γένει or γένους, Pl.Ap.30a, Is.3.72; ἐγγύτατα γένους A.Supp.388, Lys.Fr.41, Pl.Hp.Ma.304d; ἐγγυτάτω γένους IG12.77, Ar.Av.1666.
German (Pape)
[Seite 702] (verwandt mit ἄγχι, falsch von ἐγκυτί abgeletet), adv., nahe; gew. – 1) vom Orte, in der Nähe; a) absolut; στῆ δὲ μάλ' ἐγγὺς ἰών Il. 5, 611; oft ἐγγὺς ἐών, wie Hes. O. 247; ἐγγὺς ὄντες Thuc. 3, 55; Ggstz πόῤῥω Plat. Prot. 356 e, oft. Auch ἐγγὺς χωρεῖ, rückt nahe heran, Aesch. Spt. 59; προσέρχεται τόδ' ἐγγύς Soph. Phil. 788. So auch in Prosa bei Verbis der Bewegung; προσιών Plat. Charm. 154 a; ähnl. οἱ ἱππεῖς ἀεὶ ἐγγύτερον ἐγίγνοντο τοῦ ἄρχοντος Xen. Cyr. 7, 5, 5. – b) gew. mit dem gen.; ἐγγὺς ὁδοῖο, nahe am Wege, Il. 10, 274; ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα 15, 619; u. sonst; ἐγγὺς ναῖον πόλιος Hes. Sc. 464; ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου Aesch. Pers. 672, u. öfter Tragg. u. in Prosa. Vom Alter, σχεδὸν ἐγγὺς ἤδη τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν, nahe an 90 Jahre, Plat. Tim. 21 b. – c) seltener mit dem dat.; οὐ γάρ οἱ ἵπποι ἐγγὺς ἔσαν Il. 11, 339, wo οἱ freilich enger zu ἔσαν bezogen werden kann; τοῖσδ' ἐγγὸς ὄντας Eur. Heracl. 37; öfter bei Sp., wie Paus. 2, 8, 1. 6, 24, 4. – 2) von der Zeit, nahe bevorstehend; ἐγγὺς δέ τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν Il. 22, 453, was aber besser, wie Od. 10, 86 ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι, örtlich zu nehmen; denn wenn das Fortgehen des Nachts unmittelbar dem des Tages folgt, so sind sie auch örtlich nahe bei einander. Deutlicher von der Zeit: ὁ μὲν ἀγὼν ἐγγὺς ἡμῖν Xen. Cyr. 2, 3, 2; ὁ ἐγγύ τατα χρόνος Plat. Polit. 273 c. – 3) bei Zahlen, beinahe, fast; ἔτη ἐγγὺς τριακόσια Thuc. 6, 5; ἐγγὺς καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονώς Plat. Men. 91 e; ἐγγὺς ἐνιαυτὸν ἐδέδετο Lys. 6, 23; τόξα ἐγγὺς τριπήχη Xen. An. 4, 3, 28; Hell. 2, 4, 32; auch ἐγγὺς μυρίων, An. 5, 7, 9. – 4) übh. nahe kommend, beinahe, ähnlich; ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Plat. Gorg. 520 a; ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Rep. VI, 598 c; vgl. Menex. 248 a; ἐγγυτάτω τιαροειδής, fast ganz turbanähnlich, Xen. An. 5, 4, 13. Aehnl. ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι, dem Tode fast gleich sein, Plat. Phaed. 65 a; vgl. Rep. VIII, 548 d. Mit der Negation, wie οὐκ ἐποίουν ταῦτα οὐδ' ἐγγύς, auch nicht nahe, d. i. ganz u. gar nicht; Dem. oft, z. B. 18, 12. 37, 38; Luc. pro imag. 10. – 5) Von der Verwandtschaft; οἱ Ζηνὸς ἐγγύς Aesch. frg. bei Plat. Rep. III, 391 e; φάσκοντες ἐγγύτατα γένους εἶναι Aesch. Suppl. 383; ἐγγυτάτω ὢν γένους Is. 5, 10, wie Ar. Av. 1664; ὅσῳ μου ἐγγυτέρω ἐστὲ γένει Plat. Apol. 30 a; τοὺς ἐγγύτατα γένους Hipp. mai. 304 d. – Comparat. ἐγγύτερος, gew. im neutr. od. adverb. ἐγγυτέρω; Xen. Mem. 4, 3, 8; ἔγγιον, Hipp., Pol. u. Sp. – Superl. ἐγγύτατος, gewöhnl. ἐγγύτατα u. ἐγγυτάτω, Hippocr. u. Sp. auch ἔγγιστα, wie schon Antiph. 4 δ 11 steht.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
près, proche, auprès;
1 avec idée de lieu, avec ou sans mouv. ἐγγὺς ὁδοῖο IL près de la route;
2 avec idée de temps proche;
3 avec idée de nombre ἐγγὺς μυρίων, près de 10 000;
4 avec idée de parenté ἐγγὺς γένους ESCHL, ἐγγὺς γένει PLAT proche par la naissance;
5 avec idée de ressemblance ἐγγύς τι τοῦ τεθνάναι PLAT bien près d’être mort, ressembler presque à un mort;
Cp. ἐγγύτερον ou ἐγγυτέρω, ἔγγιον ; Sp. ἐγγύτατα, ἐγγυτάτω, ἔγγιστα.
Étymologie: DELG à rapprocher de ἐγγύη « main », l’adv. signifierait dès lors « sous la main ».
English (Autenrieth)
near, of time or space, with gen. or without.
English (Slater)
ἐγγῠς
a adv. near ἐγγὺς μὲν Φέρης (sc. ἤλυθε) (P. 4.125) ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ (N. 7.64)
b prep. c. gen., near to ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶσ' ἁλὸς (O. 1.71)
Spanish (DGE)
• Grafía: pap. e inscr. graf. ἐνγ-
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: compar. ἐγγυτέρω S.OC 1217; sup. ἐγγυτάτω Lys.1.41
A adv.
1 de lugar cerca οὐ δὲ οἱ ἵπποι ἐ. ἔσαν προφυγεῖν Il.11.340, ἐ. γὰρ νυκτός τε καὶ ἥματός εἰσι κέλευθοι Od.10.86, ἐ. γὰρ ἐν ἀνθρώποισιν ἐόντες ἀθάνατοι Hes.Op.249, ἐ. παρεστώς A.Eu.65, ἐὼν δ' ἐ. Ἀχαιός Pi.N.7.64, cf. S.Ai.1046, ἤλασαν αἶψ' ἐ. Hes.Sc.464, ἐ. ἰών Tyrt.7.29, ἐ. χωρεῖ A.Th.59, ἐ. ... θρῴσκει δόμους S.Tr.58, ἐ. ἀμέλγειν Theoc.25.103
•compar. ἐγγυτέρω más cerca, bastante cerca (τὸν ἥλιον) ... μηκέτι ἐγγυτέρω προσιέναι que (el sol) ya no se acerca mucho más X.Mem.4.3.8, ἐγγυτέρω προσελθόντες I.BI 7.30
•sup. ἐγγυτάτω muy cerca, lo más cercano εἰς οἰκίαν <του> τῶν φίλων τῶν ἐγγυτάτω en casa de uno de los amigos que estuviera más cerca Lys.l.c., ὁ ἥλιος ... ἐγγυτάτω γίνεται Arist.Pr.938a27.
2 de tiempo cerca, próximamente ἐ. δή τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν Il.22.453, καταπλεῖν ἐ. ὡς ἀκηκοότος τὸν υἱὸν ἀσθενεῖν PBremen 48.11 (II d.C.), ἐ. λειποψυχοῦσα a punto de morir Hld.7.23.4, ἐ. ἔχων τὸ δάκρυον estaba pronto al llanto Marc.Diac.V.Porph.8.
3 de cantidad cerca, aproximadamente ἔτεσι ... ἐ. εἴκοσι Th.6.5, μισθὸς ... ἐ. ἐνιαυτοῦ sueldo de aproximadamente un año X.HG 3.1.28
•en forma implícita ἐ. περιγίνονται generalmente se salvan Hp.Mochl.34, ἐ. ἔγνως casi has comprendido S.Fr.314.308, οὐ γὰρ ἴσον οὐδὲ ἐ. no es igual ni aproximadamente la constitución política de los atenienses y el poderío romano en tamaño, Luc.Im.17.
4 de cualidad de manera semejante, afín, aproximada ταὐτὸν ... ἐστὶν σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, ἢ ἐ. τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg.520a, οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ' ἐ. no obraron así, ni aproximadamente D.18.97, ἔχει δ' οὐχ οὕτω ταῦτα, οὐδ' ἐ. D.21.30
•sup. ἐγγυτάτω de la manera más semejante, afín, aproximada posible c. ὅτι: ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης Th.1.22, cf. 7.86.
B en uso prep.
I c. gen.
1 c. valor local cerca c. gen. de lugar ἐ. ὁδοῖο Il.10.274, ἐ. πόλιος Hes.Sc.473, ἐ. ... ἐλθὼν πολιᾶς ἁλός Pi.O.1.71, ἐ. ἑστῶτες τάφου A.Pers.686, τοῦ τόπου γὰρ ἐ. ἐσμεν ἤδη Ar.Ec.489, ἐ. τοῦ ποταμοῦ UPZ 18.8 (II a.C.), ἐ. μαχαίρας, ἐ. θεοῦ de los mártires, Ign.Sm.4.2, c. gen. de pers. ἐ. ἑωυτοῦ Hdt.1.88, ὄμματος ἐ. ante su vista E.Med.101, ἐνγὺς τῆς ἀδελφῆς σου junto a tu hermana, PMich.214.8 (III d.C.), ἐ. βασιλέων ἢ ἱερῶν Vett.Val.422.5
•compar. ἐγγυτέρω más cerca c. gen. de pers. ἡ ἀνάκλασις ... ἐ. γὰρ τῆς ὄψεως οὖσα Arist.Mete.375b5, fig., c. gen. de abstr. λύπας ἐ. S.OC 1217, τοῦ καιροῦ ἐ. más cerca de lo conveniente X.HG 5.3.5
•sup. ἐγγυτάτω muy cerca, lo más cercano posible ἐ. τῆς ἀγορᾶς Lys.24.20, ἐ. τῆς τροφῆς lo más cercano posible a la alimentación Thphr.CP 4.10.2.
2 c. valor temporal cerca, próximo ἦν ... ἐ. ἡλίου δυσμῶν Pl.Phd.116b
•sup. ἐγγυτάτω muy cercano, muy próximo c. gen. θανάτου τοῦτ' ἐγγυτάτω τοὔπος ἀφῖκται S.Ant.933.
3 de cualidad de manera semejante, afín, aproximada ἐ. τι ... τοῦ τεθνάναι algo semejante al estar muerto Pl.Phd.65a, οὐχ οἷός τ' ἔσομαι οὐδ' ἐ. τούτων οὐδὲν καλὸν εἰπεῖν Pl.Smp.198b, ὀφθαλμοὶ ... ἐ. φαίνονται τυφλῶν Pl.R.508c, ἐ. τοῦ χρώματος προσάγουσι proceden en forma afín al género cromático Aristox.Harm.30.7, ἐ. ἀλογίας ῥυθμῶν de los pasos muy cortos, Aristid.Quint.83.31
•compar. ἐγγυτέρω de manera más afín τοῦ αἰσχροῦ μᾶλλον ἢ τοῦ καλοῦ ἐγγυτέρω D.H.Comp.3.14
•sup. ἐγγυτάτω de la manera más semejante, afín, aproximada posible ὅπερ δέ ἐστι νόμοις μὲν ... ἐναντιώτατον, ἐγγυτάτω δὲ τυράννου Th.3.62, ἐγγύτατα δὲ τοῦ ἀσθενέοντός ἐστιν ὁ ἀσθενής Hp.VM 12, τοῦ ... κακῶς παθεῖν ἐγγύταθ' muy cerca de sufrir daño D.21.123, ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου de la manera más semejante al modo actual Th.1.13.
4 de parentesco cerca, próximo <οἱ> Ζηνὸς ἐ. A.Fr.162
•compar. ἐγγυτέρω más cercano, más próximo c. gen. μου ἐγγυτέρω ἐστὲ γένει estáis más próximos a mí por nacimiento Pl.Ap.30a, γένους Is.3.72, I.AI 4.246
•sup. ἐγγυτάτω lo más cercano o próximo posible ἐγγυτάτω ὢν γένους Is.5.10.
II c. dat.
1 c. valor local cerca c. dat. de lugar ἐ. τοῖς τείχεσι<ν> Hell.Oxy.8.47, c. dat. de pers. τοῖσδ' ἐ. ὄντας E.Heracl.37, ἐ. ἐστι τοῖς πιστεύουσι de Dios, Clem.Al.QDS 41.7, tb. fig. τὰ κρυπτὰ ἡμῶν ἐ. αὐτῷ ἐστιν nuestros asuntos secretos le son cercanos, e.e. le son conocidos Ign.Eph.15.3
•compar., c. dat. de pers. ἐγγυτέρω προσφέρειν αὐτοῖς τὴν ὑπόνοιαν I.AI 9.76.
2 c. valor temporal ὁ μὲν ἀγὼν ἐ. ἡμῖν X.Cyr.2.3.2
•compar. ἐγγυτέρω ἐγγυτέρω γὰρ θανάτῳ Hp.Fract.45.
3 de cualidad de manera semejante, afín, aproximada compar. ἐγγυτέρω de manera más afín κοινῇ δὲ πᾶσιν οὐδεὶς ἐγγυτέρω por el interés público nadie (era) más afín a todos D.18.288.
• Etimología: Comp. de ἐν y *gu- < *gHu̯°- ‘curvo’ (que da lugar al sent. ‘hueco de la mano’ presente en ἐγγυαλίζω ‘poner en la mano’, ἐγγύη, etc.). Significaría originalmente ‘a mano’, ‘al alcance de la mano’. ¿O de *ἐν γυσί c. el mismo resultado abrev. que λάξ, γνύξ?
English (Strong)
from a primary verb agcho (to squeeze or throttle; akin to the base of ἀγκάλη); near (literally or figuratively, of place or time): from, at hand, near, nigh (at hand, unto), ready.
Greek Monolingual
επίρρ. (AM ἐγγύς)
1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση
2. (για χρόνο) κοντά
3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω
4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως
5. οι εγγύς
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -ς (πρβλ. άλις, ευθύς κ.ά.), για το οποίο υπάρχει αμφιβολία (αν είναι επιρρηματική ή ονοματική κατάληξη. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι σύνθετη με την πρόθεση εν και μια αρχαία αμάρτυρη λέξη για το χέρι (βλ. εγγύη), με αρχική σημ. «κάτω από το χέρι». Κατ' άλλους, και με βάση το λατ. comminus «στα χέρια μαζί», το α' συνθετικό της λ. είναι το εν του εις (πρβλ. λατ. sem-el), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το βαίνω].
Russian (Dvoretsky)
ἐγγύς: I (ῠ) adv. (compar. ἐγγυτέρω и ἔγγιον, superl. ἐγγύτατα, ἐγγυτάτω и ἔγγιστα)
1) (о пространстве) близко, на близком расстоянии или на близкое расстояние, вблизи (εἶναι Hom., Hes.; χωρεῖν Aesch.; προσιέναι Plat.): ὁ ἐ. Xen., Arst. близкий, соседний; τὰ ἐ. Thuc. окрестности;
2) (о времени) близко, скоро (ὁ ἐγγύτατα χρόνος Plat.);
3) приблизительно, почти (ἔτη ἐ. τριακόσια Thuc.): ἐγγύτατα τιαροειδής Xen. чрезвычайно похожий на тиару; οὐδ᾽ ἐ. Dem. ничего подобного, нисколько;
4) в родственных отношениях: ἐγγυτέρω γένους Aesch., Arph., Plat. или γένει Plat. в более близком родстве.
II в знач. praep. cum gen., реже cum dat.
1) близ, близко к (πέτρη ἁλὸς ἐ. ἐοῦσα Hom.);
2) близко к, скоро: ὁ ἀγὼν ἐ. ἡμῖν Xen. нам скоро предстоит битва;
3) сходно с: ἐ. φαίνεσθαι τυφλοῦ Plat. быть похожим на слепого;
4) в родстве с: ἐ. τινος Aesch. и τινι Eur. чей-л. родственник.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: near (in space and time; Il.).
Other forms: Comp. and superl. ἐγγυτέρω, -τάτω (-ύτερον, -ύτατα), also ἔγγιστα, ἔγγιον (see Seiler Steigerungsformen 107ff.); late adj. ἐγγύτερος, -τατος (LXX; Schwyzer 534 n. 5).
Derivatives: ἐγγύθι nearby (Il.), ἐγγύθεν from nearby (Il.); ἐγγύτης f. nearness (A. D.); ἐγγύδιον ἔγγιον, πλησίον, προσῆκον H. (after the diminutives in -ύδιον); denomin. ἐγγίζω come near, tr. approach (Arist., hell.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Adverb in -ς as εὑθύς, ἅλις etc. (Schwyzer 620). Because of Lat. comminus one wants to see, with Bezzenberger BB 4, 321 n. 1 (s. also Adontz Mélanges Boisacq 1, 11) in ἐγγύς an old word for hand, also seen in ἐγγύη, -άω. The first syllable seems the prep. (adv.) ἐν, but further interpretation is uncertain. - Schwyzer 620 n. 3 proposes (hesitantly) the explanation the hands together with ἐν from ἕν to Lat. sem-el etc., s. εἷς. Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 47 (to βαίνω as "colui che va innanzi". This may well be correct. The second element will be the neuter = absol. of the root *gʷeu- to go, "en allant vers, au milieu"; cf. μεσσηγυ De Lamberterie (1990)326-37.
Middle Liddell
also ἔγγῑον, ἔγγιστα
I. of Place, near, nigh, at hand, Hom.; c. gen. hard by, near to, Hom., Soph.; also c. dat., Eur.
II. of Time, nigh at hand, Hom., Xen.
III. of Numbers, etc., nearly, Thuc., Xen.; οὐδ' ἐγγύς i. e. not by a great deal, nothing like it, Plat., Dem.; ἐγγὺς τοῦ τεθνάναι very nearly dead, Plat.
IV. of Relationship, akin to, Aesch., Plat. [From the same Root as ἄγχι, cf. ἄγχιστος, ἔγγιστος.]