κέγχρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[κέγχρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[millet]], Hes., Hdt., etc.; of a [[single]] [[grain]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[anything]] in [[small]] grains, as the [[spawn]] of [[fish]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[κέγχρος]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[millet]], Hes., Hdt., etc.; of a [[single]] [[grain]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[anything]] in [[small]] grains, as the [[spawn]] of [[fish]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέγχρος Medium diacritics: κέγχρος Low diacritics: κέγχρος Capitals: ΚΕΓΧΡΟΣ
Transliteration A: kénchros Transliteration B: kenchros Transliteration C: kegchros Beta Code: ke/gxros

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, Arist.Ph.250a20, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Glauc. ap.POxy.1802.42, Dsc.2.97, Gal.6.791, Jul.Or.3.112a, Iamb.VP24.106),

   A millet, Panicum miliaceum, usu. in pl., Hes.Sc.398, Hdt.4.17, Hp.Acut.21, X.An.1.2.22, etc.: sg., Hecat.154 J., Hdt.1.193, Thphr. HP1.11.2, al., OGI55.15 (Telmessus, iii B.C.); of a single grain, Hdt.3.100, Plot.6.3.11, prob. in Sapph.Supp.1.13:—also κέρχνος, Anaxandr.41.27, Gal.18(1).574; cf. κέρχνωμα, κέρχνη.    II anything in small grains:    1 spawn of fish, Hdt.2.93.    2 small beads, Ath.12.525e.    3 speck, sty in the eye, Adam.1.11, al.    III = κεγχρίας 11 (q.v.), Dsc.Ther.15.    IV small kind of diamond, Plin.HN37.57.

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, bei Sp. auch ἡ, 1) Hirse, panicum italicum, gew. im plur.; Hes. Sc. 398; σπείρουσι καὶ φακοὺς καὶ κέγχρους Her. 4, 17; Folgde. – Hirsekorn, σπέρμα ὅσον κέγχρος τὸ μέγεθος Her. 3, 100. – Uebh. alles Körnige od. Gekörnte, von Fischeiern, Her. 2, 93, bei Ath. XII, 525 d von goldener Stickerei eines Kleides. – Hellenistisch nach Moeris u. A. für πασπάλη, zur Bezeichnung des Kleinsten. – 2) eine Schlangenart, = κεγχρίας, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κέγχρος: ὁ, εἶδος βοτάνης καὶ σπόρος «κεχρί», «σπερμάτιον μελίνῃ ἐμφερὲς» Ἡσύχ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398, Ἡρόδ. 4. 17, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἡρόδ. 1. 193· ἐπὶ ἑνὸς μόνου κόκκου, 3. 100·- θηλ. παρ’ Ὀρειβασ. 41 Matth.·- τύπος κέρχνος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀναξανδρ. ἐν. «Πρωτ.» 1. 27, Γαλην. 12. 395· πρβλ. κέρχνωμα, κέρχνη. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἐσχηματισμένον εἰς μικροὺς κόκκους, οἷον τὰ ᾠὰ ἰχθύος, Ἡρόδ. 2. 93· μικροὶ κόκκοι, Ἀθήν. 525D· μικρά τις φλόγωσις τοῦ ὀφθαλμοῦ, Πολέμων Φυσιογν. 213. ΙΙΙ. = κεγχρίας ΙΙ. ὃ ἴδε.
IV. εἶδος μικροῦ ἀδάμαντος, Πλίν. 37. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 millet (d’ord. au pl.) ; au sg. millet ou un grain de millet, plante;
2 p. anal. œuf de poisson.
Étymologie: cf. lat. cicer.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κέγχρος)
1. γένος φυτών της οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί
2. ο καρπός του φυτού
αρχ.
1. καθετί που μοιάζει με κεχρί
2. μικρός κόκκος
3. φλόγωση του ματιού
4. είδος φιδιού, κεγχρίας
5. είδος μικρού διαμαντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από keņ-xros < khen-khros (με ανομοίωση τών δασέων kh- > k-) < ghen-ghros < ΙΕ τ. gher-ghro-s, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -r- σε -n- (το οποίο δηλώνεται ως υπερωικό -ŋ- λόγω του επομένου υπερωικού -x-). Ο ΙΕ τ. gher-ghro-s είναι αναδιπλασιασμένος και εμφανίζει την ΙΕ ρίζα gher- «τρίβω» (πρβλ. μέσο άνω γερμ. gru-z «κόκκος άμμου ή δημητριακού», λιθουαν. gru-das «κόκκος», καθώς και χέρμα, χεράς «χαλίκι, χοντρή άμμος», αν και διαφέρει σημασιολογικώς). Σύμφωνα μ' αυτή την ετυμολ., η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κάχρυς «καβουρντισμένο κριθάρι», ο οποίος σ' αυτή την περίπτωση ανάγεται σε ΙΕ τ. ghņ-gru-: κάχρυς < kha-khru- (με ανομοίωση τών δασέων) < ΙΕ τ. ghņ-ghru < ghen-ghros. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. κέρχνος, με μετάθεση του -ρ- και του έρρινου φθόγγου, ο οποίος προ του υπερωικού -x- εμφανίζεται ως υπερωικό έρρινο ņ (-γ-).
ΠΑΡ. κεγχρίας
αρχ.
κεγχραμίς, κεγχρεών, κεγχριαίος, κεγχριδίας, κεγχρίνης, κεγχρίς, κεγχρίτης, κεγχρώδης, κέγχρωμα, κεγχρωτός
αρχ.-μσν.
κέγχρινος
νεοελλ.
κε(γ)χρί(ον). Παρ. είναι και το τοπωνύμιο Κεγχρεαί.
ΣΥΝΘ. κεγχροειδής
αρχ.
κεγχραλέτης, κεγχροβόλοι, κεγχροφόρος.

Greek Monotonic

κέγχρος: ὁ, κέχρι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.·
I. λέγεται για το μεμονωμένο σπυρί, σε Ηρόδ.
II. οτιδήποτε σε μικρούς σπόρους, όπως τα αβγά του ψαριού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κέγχρος:
1) тж. pl. просо Hes., Her. etc.;
2) просяное зерно: σπέρμα ὅσον κ. τὸ μέγεθος Her. семя величиною с просяное зерно;
3) pl. рыбья икра Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέγχρος -ου, ὁ ἡ, gierst (graansoort), meestal plur..

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f.), mostly plur.
Meaning: millet, grain of m., metaph. spawn of fish, small ball, speck in the eye etc. (Hes. Sc. 398, Sapph. 5, 13 [?], Hecat., Hdt., Arist.).
Compounds: As 1. member e. g. in κεγχρο-φόρος (Str.). With metathesis or other dissim. (cf. below) κέρχνος (Anaxandr., Gal., H.); also Κερχνεία GN?
Derivatives: 1. κεγχρίς f. = κέγχρος (Hp.), also name of a bird fattened with millet, Lat. miliarius (Ael.; cf. Thompson Birds s. v.) 2. κεγχρίας m. milletlike protuberances (ἕρπης, Gal.) with -ιδίας id. (Dsc.). 3. κεγχρίνης m. snake with millet-like spots (Nic., Lyc.); cf. κέγχρινος below. 4. κεγχρίτης id. (Aët.), -ῖτις ἰσχάς dried fig (AP; Redard Les noms grecs en -της 112). 5. κεγχραμίς f. kernel of a fig (Hp., Arist., Thphr.), after καλαμίς, σησαμίς a. o.; not with Schwyzer 494 foreign suffix; -ιδώδης. 6. κεγχρώματα pl. small vizier-openings on a shield (?) (E. Ph. 1386, cf. Chantraine Formation 186; s. also on κέρχνος). 7. κεγχρεών, -ῶνος m. place where iron is granulated (Docum. ap. D. 37, 26). 8. κεγχρ-ιαῖος of the size of a millet corn (Luc., Dsc.; Chantraine 49). 9. κέγχρινος made of millet (Dsc., Gal.). 10. κεγχρώδης millet-like, of eruptions (Hp.), of plants (Thphr.). 11. κεγχρωτός with corns, drips (pap.). 12. Κεγχρεαί pl. GN.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Mostly with Persson Studien 73 as "pulverized" from reduplicated IE. *gher-ghr-os with old dissimilation r - r > n - r (or r - n) and further connection with χέρ-μα, χερ-άς etc. Here also κάχρυς (p. 124) with further NHG grū-z corn of sand or grain, Lith. grú-das corn etc. - Diff. Niedermann Symb. Rozwadowski 1, 111ff.: for *κέρχνος (with metathesis) < *κερκσνος to OHG hirso millet < *hirhso (?). See on κάχρυς where it is seen as Pre-Greek. But in that case one expects also forms without prenasalization (*κεχρ-ος) which do not occur.

Middle Liddell

κέγχρος, ὁ,
I. millet, Hes., Hdt., etc.; of a single grain, Hdt.
II. anything in small grains, as the spawn of fish, Hdt.