κατοίκησις: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(c1)
(cc1)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κατοικήσεώς, ἡ ([[κατοικέω]]), [[dwelling]], [[abode]]: [[Thucydides]], [[Plato]], [[Plutarch]].)  
|txtha=κατοικήσεώς, ἡ ([[κατοικέω]]), [[dwelling]], [[abode]]: [[Thucydides]], [[Plato]], [[Plutarch]].)
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kato⋯khsij 卡特-哀咳西士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':向下-家(著) 相當於: ([[מֹושָׁב]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':住所,居住,住處,住;源自([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])=定居);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[οἰκέω]])=居住)組成;而 ([[οἰκέω]])出自([[οἶκος]])*=住處)。參讀 ([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(1);可(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 住(1) 可5:3
|sngr='''原文音譯''':kato⋯khsij 卡特-哀咳西士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-家(著) 相當於: ([[מֹושָׁב]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':住所,居住,住處,住;源自([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])=定居);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[οἰκέω]])=居住)組成;而 ([[οἰκέω]])出自([[οἶκος]])*=住處)。參讀 ([[κατοικέω]] / [[κατοικίζω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 住(1) 可5:3
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοίκησις Medium diacritics: κατοίκησις Low diacritics: κατοίκησις Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: katoíkēsis Transliteration B: katoikēsis Transliteration C: katoikisis Beta Code: katoi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15.    II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de s’établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from κατοικέω; residence (properly, the act; but by implication, concretely, the mansion): dwelling.

English (Thayer)

κατοικήσεώς, ἡ (κατοικέω), dwelling, abode: Thucydides, Plato, Plutarch.)

Greek Monotonic

κατοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σ' έναν τόπο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκησις: εως ἡ
1) заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.);
2) жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίκησις -εως, ἡ [κατοικέω] vestiging; verblijfplaats.

Middle Liddell

κατοίκησις, εως [from κατοικέω
a settling in a place, Thuc.

Chinese

原文音譯:kato⋯khsij 卡特-哀咳西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-家(著) 相當於: (מֹושָׁב‎)
字義溯源:住所,居住,住處,住;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 住(1) 可5:3