крепкий: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 05:10, 14 October 2019

Russian > Greek

πύργινος, μάργος, ἀνεμοτρεφής, βαθύς, ἔπακμος, πλήκτης, πρίνινος, λιπαρός, ἐπιτελεστικός, στομωτός, εὐεκτικός, σφενδάμνινος, ἀδινός, σῶκος, ἀλκαῖος, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἐρρωμένος, πηγός, βριαρός, εὐσωματώδης, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, ταλαύρινος, ἁδρός, ἰσχυρός, ἐρισθενής, κραταιός, νεανίας, νεηνίης, εὔτονος, ἀσταγής, ἀμαιμάκετος, ἀστεμφής, νήγρετος, ἄρρηκτος, ζωρός, ἀαγής, χλούνης, δριμύς, στιβαρός, πυκνός, ἰνώδης, αἰζηός, αἰζήϊος, σφοδρός, ἔμπεδος, κραταίπεδος, εὐρύνωτος, πραγματικός, δυνατός, ἐγκρατής, εὔρωστος, καρτερός, ῥωμαλέος, κραταιγύαλος, στερεός, στυφελός, στυφλός, στερρός, στέριφος, παχύς, ἀτενής, ἐμβριθής, εὔφορος, στιπτός, εὐσταθής, ἐϋσταθής, εὐπαγής, τετράγωνος, πλατύς, θαλερός, ἀντίτυπος