μαρμαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marmairo
|Transliteration C=marmairo
|Beta Code=marmai/rw
|Beta Code=marmai/rw
|Definition=only pres. and impf.; impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαρμαίρεσκον <span class="bibl">Q.S.1.150</span>: (redupl. from <b class="b3">μαρ-</b>, cf. <b class="b3">μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω</b>):—<b class="b2">flash, sparkle, gleam</b>, of any <b class="b2">darting, quivering</b> light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα <span class="bibl">Il.12.195</span>, cf. <span class="bibl">16.664</span>,al.; τεύχεα μ. <span class="bibl">18.617</span>; Τρῶες… χαλκῷ μαρμαίροντες <span class="bibl">13.801</span>; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας <span class="bibl">16.279</span>; δώματα… χρύσεα μαρμαίροντα <span class="bibl">13.22</span>; <b class="b3">ὄμματα μαρμαίροντα</b> the [[sparkling]] eyes of Aphrodite, <span class="bibl">3.397</span>; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>699</span>; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ <span class="bibl">Alc.15.1</span>; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.<span class="title">Fr.</span>16.9; νύκτα… ἄστροισι μαρμαίρουσαν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>401</span>; <b class="b3">χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων</b>, of Apollo, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>888</span> (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων <span class="bibl">D.P.329</span>; μαρμαίρουσι παρηΐδες <span class="title">AP</span>5.281 (Agath.), cf. <span class="bibl">Alciphr.3.67</span>: also in late Prose, <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.40</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>13.3</span>, Alciphr.l.c.</span>
|Definition=only pres. and impf.; impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαρμαίρεσκον <span class="bibl">Q.S.1.150</span>: (redupl. from <b class="b3">μαρ-</b>, cf. <b class="b3">μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω</b>):—<b class="b2">flash, sparkle, gleam</b>, of any [[darting]], [[quivering]] light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα <span class="bibl">Il.12.195</span>, cf. <span class="bibl">16.664</span>,al.; τεύχεα μ. <span class="bibl">18.617</span>; Τρῶες… χαλκῷ μαρμαίροντες <span class="bibl">13.801</span>; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας <span class="bibl">16.279</span>; δώματα… χρύσεα μαρμαίροντα <span class="bibl">13.22</span>; <b class="b3">ὄμματα μαρμαίροντα</b> the [[sparkling]] eyes of Aphrodite, <span class="bibl">3.397</span>; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>699</span>; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ <span class="bibl">Alc.15.1</span>; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.<span class="title">Fr.</span>16.9; νύκτα… ἄστροισι μαρμαίρουσαν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>401</span>; <b class="b3">χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων</b>, of Apollo, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>888</span> (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων <span class="bibl">D.P.329</span>; μαρμαίρουσι παρηΐδες <span class="title">AP</span>5.281 (Agath.), cf. <span class="bibl">Alciphr.3.67</span>: also in late Prose, <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.40</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>13.3</span>, Alciphr.l.c.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:17, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμαίρω Medium diacritics: μαρμαίρω Low diacritics: μαρμαίρω Capitals: ΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: marmaírō Transliteration B: marmairō Transliteration C: marmairo Beta Code: marmai/rw

English (LSJ)

only pres. and impf.; impf.

   A μαρμαίρεσκον Q.S.1.150: (redupl. from μαρ-, cf. μάρ-μαρος, ἀ-μαρ-ύσσω):—flash, sparkle, gleam, of any darting, quivering light, Hom. (only in Il.); ἔντεα μαρμαίροντα Il.12.195, cf. 16.664,al.; τεύχεα μ. 18.617; Τρῶες… χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας 16.279; δώματα… χρύσεα μαρμαίροντα 13.22; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, 3.397; αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Hes.Th.699; μαρμαίρει δὲ δόμος χάλκῳ Alc.15.1; χρυσῷ ἐλέφαντί τε μ. οἶκοι B.Fr.16.9; νύκτα… ἄστροισι μαρμαίρουσαν A.Th.401; χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, of Apollo, E.Ion888 (lyr.); ἀστὴρ μαρμαίρων D.P.329; μαρμαίρουσι παρηΐδες AP5.281 (Agath.), cf. Alciphr.3.67: also in late Prose, Phld. Po.2.40, Plu.Caes.6, Luc.DMeretr.13.3, Alciphr.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμαίρω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· Ἰων. παρατ. μαρμαίρεσκον Κόϊντ. Σμ. 1. 150. (Ἐπιτεταμέν. δι’ ἀναδιπλασιασμοῦ ἐκ τῆς √ ΜΑΡ (πρβλ. μαιμάω, μορμύρω, πορφύρω, παιφάσσω), ἐξ ἧς καὶ αἱ λέξεις: μάρμαρος, μαρμαρύσσω, μαρμαρυγή, ἀμαρύσσω, ἀμαρυγή, και πιθ. ἀμαυρός, μαυρός). Λάμπω, ἀστράπτω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ φωτὸς τρέμοντος ἢ παλλομένου, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.)· ἐπὶ τῆς λάμψεως μετάλλου, ἔντεα μαρμαίροντα Ἰλ. Μ. 195., Π. 664, κτλ. τεύχεα μ. Σ. 117· Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ν. 801· σὺν ἔντεσι μαρμαίροντες Π. 279· δώματα... χρύσεα μαρμαίροντα Ν. 22· ὄμματα μαρμαίροντα, οἱ ἀπαστράπτοντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Γ. 397· - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ Ἡσ. Θ. 699· μαρμαίρει δὲ δόμος χαλκῷ Ἀλκαῖ. 1· χρυσῷ δ’ ἐλέφαντί τε μαρμαίρουσιν οἴκοι Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 [27], 8· νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν Αἰσχύλ. Θήβ. 401· χρυσῷ χαίταν μαρμαίρων, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴων 888, πρβλ. 1427· ἀρτὴρ μαρμαίρων Διον. Π. 329· πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 282· - ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 13. 3, Ἀλκίφρων 3. 67.

French (Bailly abrégé)

briller, rayonner, resplendir.
Étymologie: R. Μαρ, briller, avec redoubl.

English (Autenrieth)

sparkle, flash, glitter.

Greek Monolingual

μαρμαίρω)
1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω
2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζωνύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< μαρμαρ-), με επένθεση του ζ- και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ. μαρμάρεος (πρβλ. δαιδάλλω, δαιδάλεος, αλλά στην περίπτωση αυτή υπάρχει και το δαίδαλος), ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mr της ΙΕ ρίζας mer- «λάμπω, σπινθηροβολώ» (πρβλ. marīci «ακτίνα φωτός») και συνδέεται με τις λ. μαρίλη, μαριεύς, μαραυγέω και ἀμαρυσσω. Η σύνδεση του τ. με λατ. merus «άκρατος, καθαρός» θεωρείται αμφίβολη.
ΠΑΡ. μαρμαρυγή
αρχ.
Μαίρα, μαρμάρεος (I).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αναμαρμαίρω, παραμαρμαίρω, περιμαρμαίρω, υπομαρμαίρω].

Greek Monotonic

μαρμαίρω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., αστράφτω, σπινθηρίζω, λάμπω, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμματα μαρμαίροντα, τα σπινθηροβόλα μάτια της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· νύκτα ἄστροισι μαρμαίρουσαν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμαίρω: (только praes.) блистать, сверкать, гореть как жар (χαλκῷ, σὺν ἔντεσι Hom.; ἄστροισι Aesch.): ὄμματα μαρμαίροντα Hom. горящие глаза.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: flash, sparkle, gleam (Il., late also prose); only present
Compounds: Rarely with ἀνα-, παρα-, περι-, ὑπο-. πυρι-, περι-μάρμαρος sparkling (of fire) (Man., Hymn. Is.)
Derivatives: Besides μαρμάρεος gleaming, flashing, sparkling (Il.) with μαρμαρίζω = μαρμαίρω (Pi., D. S.); μαρμαρυγή f. flashing, sparkling, a. o. of rapid movements (cf. on 1. ἀργός; IA., since θ 265), after ἀμαρυγή (Debrunner IF 21, 243 f., Porzig Satzinhalte 229) with μαρμαρυγώδης flashing-like (Hp.), μαρμαρύσσω (: ἀμαρύσσω) = μαρμαίρω (Them., Jul.); with μαρμάρυγμα (Cael. Aur.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On μάρμαρος s. v. The reduplicated intensive yot-present μαρμαίρω (< *μαρ-μαρ-ι̯ω) stands beside μαρμάρεος like δαιδάλλω beside δαιδάλεος (cf. Schulze Kl. Schr. 118 n. 3; on -εος Schmid -εος u. -ειος 34). As simplex μαρ- is found in Μαῖρα f. "the sparkling"(?), name of the Sirius (Call., Eratosth., as PN in Hom.; Scherer Gestirnnamen 114f.); in μαρ-αυγέω, ἀ-μαρ-ύσσω, prob. also in μαρίλη and μαριεύς (s. vv.); further perhaps the PN Ἀμφί-μαρος, son of Poseidon (Paus. 9, 29, 6; Lesky RhM 93, 54ff.; < *Ἀμφι-μάρ-μαρος?). -- As certain cognate outside Greek was considered Skt. márīci- f. (m.) beam of light, (air)mirage (cf. μαρί-λη, *μαρι̯α > μαῖρα?). Though accepted by Mayrhofer (KEWA 2, 589, EWAia 2, 321), the connection must be rejected, as Greek μαρ- cannot be explained in this comparison (it is an old comparison, from the time when *a was not a problem; Pok. 733 writes simply *mer-). Further suppositions (Lat. merus unmixed, pure, also mare sea ?, OE ā-merian purify, taste, Russ. mar ardour of the sun etc.), cf. WP. 2, 273f., Pok. 733, W.-Hofmann s. merus, Vasmer s. mar are also most doubtful. - The reduplication μαρ-μαρ- is hardly IE. ᾽Αμαρυγή has a prothetic vowel, which is typical of Pre-Greek (as is the suffix -υγ-). So the word is no doubst Pre-Greek.

Middle Liddell


to flash, sparkle, of arms, Il.; ὄμματα μαρμαίροντα the sparkling eyes of Aphrodite, Il.; νύκτα ἄστροισι μαρμαίρουσαν Aesch. only in pres. and imperf.]

Frisk Etymology German

μαρμαίρω: {marmaírō}
Forms: nur Präsensstamm,
Grammar: v.
Meaning: glänzen, schimmern, funkeln (poet. seit Il., auch sp. Prosa).
Composita : vereinzelt mit ἀνα-, παρα-, περι-, ὑπο-,
Derivative: Daneben μαρμάρεος glänzend, flimmernd, funkelnd (poet. seit Il.) mit μαρμαρίζω = μαρμαίρω (Pi., D. S.); πυρι-, περιμάρμαρος ‘(von Feuer) funkelnd’ (Man., Hymn. Is. u. a.); μαρμαρυγή f. das Geflimmer, das Gefunkel, u. a. bei raschen Bewegungen (vgl. zu 1. ἀργός; ion. att. seit θ 265), nach ἀμαρυγή (Debrunner IF 21, 243 f., Porzig Satzinhalte 229) mit μαρμαρυγώδης flimmerartig (Hp.), μαρμαρύσσω (: ἀμαρύσσω) = μαρμαίρω (Them., Jul. u. a.); davon μαρμάρυγμα (Cael. Aur.). — Zu μάρμαρος s. bes.
Etymology : Das reduplizierte intensive Jotpräsens μαρμαίρω (aus *μαρμαρι̯ω) steht neben μαρμάρεος wie δαιδάλλω neben δαιδάλεος (vgl. Schulze Kl. Schr. 118 A. 3; zu -εος Schmid -εος u. -ειος 34). Als Simplex liegt μαρ- vor in Μαῖρα f. "die Funkelnde", N. des Hundsterns (Kall., Eratosth. u. a., als PN bei Hom.; Scherer Gestirnnamen 114f.); in μαραυγέω, ἀμαρύσσω, wohl auch in μαρίλη und μαριεύς (s. dd.); in Betracht kommt noch der PN Ἀμφίμαρος, Sohn des Poseidon (Paus. 9, 29, 6; Lesky RhM 93, 54ff.; < *Ἀμφιμάρμαρος?). — Einen sicheren außergriech. Verwandten bietet das Aind. in márīci- f. (m.) Lichtstrahl, Luftspiegelung (: μαρί̄-λη, *μαρι̯α > μαῖρα?). Über weitere Vermutungen (lat. merus unvermischt, lauter, auch mare Meer ?, ags. ā-merian läutern, prüfen, russ. mar Sonnenglut usw.) s. WP. 2, 273f., Pok. 733, W.-Hofmann s. merus, Vasmer s. mar m. reicher Lit.
Page 2,176