ἱκέτης: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iketis | |Transliteration C=iketis | ||
|Beta Code=i(ke/ths | |Beta Code=i(ke/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, (ἱκνέομαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, (ἱκνέομαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who comes to seek aid]] or [[protection]], [[suppliant]]; freq. in Hom. of <b class="b2">one who comes to seek for purification after homicide</b>, <b class="b3">ἀνὴρ ἱ</b>. <span class="bibl">Il. 24.158</span>, cf. <span class="bibl">Od.9.270</span>,al.: later generally, ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ <span class="bibl">Hdt.2.113</span>, cf. <span class="bibl">5.71</span>; ἱ. σέθεν ἔρχομαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.19</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>634</span>, <span class="bibl">Th.1.136</span>; ἱ. πατρῴων τάφων <span class="bibl">Id.3.59</span>; δέξασθαι ἱκέτην <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>27</span> (anap.); of pilgrims to a healing shrine, ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν <span class="title">IG</span>4.951.90 (Epid.); ὑβρίζειν . . εἰς ἱκέτας Phld.<span class="title">Ir.</span>p.35 W.:—wrongly expld.as <b class="b2">protector of suppliants</b> by some Gramm. in <span class="bibl">Od.16.422</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:55, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἱκνέομαι)
A one who comes to seek aid or protection, suppliant; freq. in Hom. of one who comes to seek for purification after homicide, ἀνὴρ ἱ. Il. 24.158, cf. Od.9.270,al.: later generally, ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Hdt.2.113, cf. 5.71; ἱ. σέθεν ἔρχομαι Pi.O.5.19, cf. S.OC634, Th.1.136; ἱ. πατρῴων τάφων Id.3.59; δέξασθαι ἱκέτην A.Supp.27 (anap.); of pilgrims to a healing shrine, ἐγκεκοιμις μένων τῶν ἱκετᾶν IG4.951.90 (Epid.); ὑβρίζειν . . εἰς ἱκέτας Phld.Ir.p.35 W.:—wrongly expld.as protector of suppliants by some Gramm. in Od.16.422.
German (Pape)
[Seite 1248] ὁ (ἵκω), der zu einem Andern kommt, um seinen Schutz oder seine Hülfe in Anspruch zu nehmen, der Schutzflehende; bes. der um Reinigung von einer Blutschuld fleht; er setzt sich mit dem Oelzweige in der Hand am Altar oder am Hausheerde nieder u. gilt dann als unverletzlich; ἀνήρ, Il. 24, 158; ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι Od. 16, 67; αἰδοῖος 7, 165; neben ξένος 9, 270 Hes. O. 325, beide im Schutze des Zeus; Od. 16, 422 verstehen es die Alten von dem, der den Schutzflehenden aufnimmt, dem Schutzherrn, wie ξένος den Gast u. den Wirth bedeutet; doch kann es auch da in der gew. Bdtg aufgefaßt werden; ἔρχομαι σέθεν Pind. Ol. 5, 19; ἅπτομαι γουνάτων N. 7, 13; Tragg. oft; ἔστι γὰρ δόμων ἱκέτης ὅδ' ἀνήρ Aesch. Eum. 547; δέξαιθ' ἱκέτην τὸν θηλυγενῆ στόλον Suppl. 27; ἱκέτης δαιμόνων ἀφιγμένος Soph. O. C. 640; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν Eur. Heracl. 33; θεοῦ Her. 2, 113; τῆς γυναικὸς ἱκέτης γενόμενος Thuc. 1, 136; πατρῴων τάφων 3, 59; ἱκέτης προσπίπτω Xen. Cyr. 4, 6, 2; τῶν Ἀχαιῶν Plat. Rep. III, 393 d; Sp., wie Plut. Them. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτης: ῐ, ου, ὁ, (ἵκω) ὁ ἐρχόμενος ὅπως ζητήσῃ βοήθειαν ἢ προστασίαν, φυγὰς ὅστις θέτει τὴν ἱκετηρίαν του ἐπὶ τοῦ βωμοῦ ἢ ἐπὶ τῆς ἑστίας οἰκίας τινός, μεθ, ὃ ἦτο ἀπαραβίαστος· ἰδίως ὁ ἐρχόμενος ὅπως ἐξαγνισθῇ μετὰ ἀνθρωποκτονίαν ἣν ἔπραξεν, ἀνήρ ἱκέτης Ἰλ. Ω. 158, πρβλ. Ὀδ. Ο. 277· ὁ τοιοῦτος ἦτο ἤδη ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Διὸς Ι. 270· ἐθεωρεῖτο ἄξιος σεβασμοῦ (αἰδοῖος) Η. 165· καὶ ἀπέλαυε τῶν ἱερῶν δικαιωμάτων τοῦ ξένου, Θ. 546, κτλ.· ἱκέται ἱζόμενοι τοῦ θεοῦ Ἡρόδ. 1. 113, πρβλ. 5. 71· ἱκ. σέθεν ἔρχομαι Πινδ. Ο. 5. 45, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 634, Θουκ. 1. 136· ἱκ πατρώῳν τάφων ὁ αὐτ. 3. 59· δέξασθαι ἱκέτην Αἰσχύλ. Ἱκ. 28· - ἐν Ὀδ. Η. 422 ἡ λ. ἱκέτης ἐκλαμβάνεται ὑπὸ τῶν ἀρχ. σχολιαστ. ὡς σημαίνουσα τὸν προσδεχόμενον ἱκέτας, «ὡς ἄν τις εἴποι τὸν ἱκετοδόχον»· ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ λόγος ὅπως ἀποχωρήσωμεν τῆς κοινῆς σημασίας· - ἱκτήρ, ἵκτωρ, προσίκτωρ, προστροπαῖος εἶναι λέξεις ἰσοδύναμοι, ἀλλ, ἀνήκουσιν εἰς τοὺς μεθ, Ὅμηρον, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 930. - Ὅρα περὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως Müller ἐν Εὐμ. § 51 κἑξ., καὶ ἴδε Ἰξίων. - Πρβλ. ἱκέτις, ἵκτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui vient en suppliant, suppliant ; ἱκέτης τινός, qui vient en suppliant auprès de qqn, ou au contr. qui vient supplier pour qqn ou pour qch.
Étymologie: R. Ἱκ, venir, v. ἱκνέομαι.
English (Autenrieth)
(ἵκω): suppliant, for protection of any sort, but esp. one in search of purification from homicide (cf. Tlepolemus, Lycophron, Patroclus), Od. 9.269, Il. 21.75.
Spanish
Greek Monolingual
ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, -ιδος)
αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία
νεοελλ.
αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί
αρχ.
αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι «φτάνω, πετυχαίνω τον στόχο μου» + κατάλ. -έτης (πρβλ. ηχ-έτης, οικ-έτης). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη μορφή iketa, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: Ἱκετάων, Ἱκέτυλλος.
ΠΑΡ. ικέσιος, ικετεύω, ικετήριος, ικετικός
αρχ.
ικετήσιος, ικετώσυνος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικεταδόκος
μσν.
ικετοδόχος].
Greek Monotonic
ἱκέτης: [ῐ], -ου, ὁ (ἵκω), πρόσωπο που καταφθάνει επιζητώντας προστασία, ικέτης ή δραπέτης, που απλώνει την ἱκετηρίαν του στο βωμό ή στην εστία, με την οποία κίνηση θεωρείται πλέον απαραβίαστος· ιδίως, αυτός που επιζητεί εξαγνισμό, εξιλέωση, ύστερα από ανθρωποκτονία, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέτης: ου (ῐ) ὁ просящий о защите, молящий об убежище или помощи (δαιμόνων Soph.; θεοῦ Her.; πατρῴων τάφων Thuc.; Ἀχαιῶν Plat.): ἱκέται τέ τοί εἰμεν Hom. мы молим тебя об убежище; ἱ. ἵζετο πρὸς τὤγαλμα Her. (Килон) искал убежища у изображения божества; τῆς γυναικὸς ἱ. γενόμενος Thuc. (Фемистокл), обратившись с мольбой об убежище к жене (Адмета).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: suppliant, also attributiv. seeking refuge (Il.),
Other forms: f. ἱκέτις, -ιδος (Hdt.).
Derivatives: 1. ἱκέσιος belonging to the ἱκέτης etc., surname of Zeus as protector of the suppliants, (trag. etc.); 2. ἱκεσία asking protection, supplication (E., Aeschin.); 3. ἱκετήσιος = ἱκέσιος (ν 213), after φιλοτήσιος etc. (Chantr. Form. 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); beside it ἱκτήριος from ἱκτήρ (s. ἵκω); through mixing ἱκετηρία (sc. ῥάβδος) prop. the twig (of the laurel- or olive) of the suppliants (IA), ἱκετῆρες = ἱκέται (S. O. T. 185; lyr.), ἱκετηρίς f. (Orph. H.); reversed ἵκτης (Lyc. 763); 4. ἱκετικός = ἱκέσιος (Ph., Aq.). 5. Ίκέτυλλος PN (Att. inscr.; Leumann Glotta 32, 219 a. 225 n. 1). Denomin. ἱκετεύω be suppliant (Il.) with ἱκετεία (Att.), also ἱκέτευμα (Th.), ἱκέτευσις (Suid.) = ἱκεσία; ἱκετευτικός (Sch.).
Origin: IE [Indo-European] [893] *seik- reach, grasp the hand
Etymology: From ἵκω, ἱκέσθαι, s. v.; several details on the formation in Fraenkel Nom. ag. (s. index); on the meaning J. van Herten Θρησκεία, εὑλάβεια, ἱκέτης. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.
Middle Liddell
ἱ˘κέτης, ου, [ἵκω]
one who comes to seek protection, a suppliant or fugitive, who lays his ἱκετηρία on the altar or hearth, after which his person was inviolable; esp. one who seeks purification after homicide, Hom., etc.
Frisk Etymology German
ἱκέτης: {hikétēs}
Forms: f. ἱκέτις, -ιδος (Hdt. usw.).
Grammar: m.
Meaning: Schutzflehender, auch attributivisch schutzflehend (seit Il.),
Derivative: Davon 1. ἱκέσιος ‘zum ἱκέτης gehörig’, Beiname des Zeus als des Beschützers der Schutzflehenden, schutzflehend (Trag. usw.); 2. ἱκεσία Schutzflehen, Hilfsgesuch, Bitte (E., Aeschin. usw.); 3. ἱκετήσιος = ἱκέσιος (ν 213), nach φιλοτήσιος usw. (Chantraine Formation 41f.; Fraenkel Nom. ag. 2, 151f.); daneben ἱκτήριος von ἱκτήρ (s. ἵκω); durch Vermischung ἱκετηρία (sc. ῥάβδος) eig. ‘der Zweig (des Lorbeer- oder Ölbaums) der Schutzflehenden’, Bittgesuch (ion. att.), ἱκετῆρες = ἱκέται (S. O. T. 185; lyr.), ἱκετηρίς f. (Orph. Π.); umgekehrt ἵκτης (Lyk. 763); 4. ἱκετικός = ἱκέσιος (Ph., Aq.). 5. ‘Ικέτυλλος PN (att. Inschr.; Leumann Glotta 32, 219 u. 225 A. 1). Denominativum ἱκετεύω Schutzflehender sein, anflehen (seit Il.) mit ἱκετεία (att.), auch ἱκέτευμα (Th. u. a.), ἱκέτευσις (Suid.) = ἱκεσία; ἱκετευτικός (Sch.).
Etymology : Von ἵκω, ἱκέσθαι, s. d.; mehrere Einzelheiten zur Bildung bei Fraenkel Nom. ag. (s. Index); zur Bedeutung J. van Herten Θρησκεία, εὐλάβεια, ἱκέτης. Diss. Utrecht. Amsterdam 1934.
Page 1,717