παράνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranymfos
|Transliteration C=paranymfos
|Beta Code=para/numfos
|Beta Code=para/numfos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bridegroom's friend</b> or <b class="b2">best man</b>, <span class="bibl">Poll.3.40</span> ; gloss on [[θυρωρός]], Sch. <span class="bibl">Sapph. <span class="title">Oxy.</span>2076.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> fem., [[bridesmaid]], one of the <b class="b2">dramatis personae</b> in Ar.<span class="title">Ach.</span>, cf. Hsch., <span class="title">EM</span>145.31, Moer.p.269P.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bridegroom's friend</b> or [[best man]], <span class="bibl">Poll.3.40</span> ; gloss on [[θυρωρός]], Sch. <span class="bibl">Sapph. <span class="title">Oxy.</span>2076.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> fem., [[bridesmaid]], one of the [[dramatis personae]] in Ar.<span class="title">Ach.</span>, cf. Hsch., <span class="title">EM</span>145.31, Moer.p.269P.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράνυμφος Medium diacritics: παράνυμφος Low diacritics: παράνυμφος Capitals: ΠΑΡΑΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: paránymphos Transliteration B: paranymphos Transliteration C: paranymfos Beta Code: para/numfos

English (LSJ)

ὁ,

   A bridegroom's friend or best man, Poll.3.40 ; gloss on θυρωρός, Sch. Sapph. Oxy.2076.9.    II fem., bridesmaid, one of the dramatis personae in Ar.Ach., cf. Hsch., EM145.31, Moer.p.269P.

German (Pape)

[Seite 492] ἡ, die Brautjungfer, welche die Braut dem Bräutigam zuführt, νυμφεύτρια, VLL., vielleicht auch ὁ, = Vorigem.

Greek (Liddell-Scott)

παράνυμφος: ὁ, «ὁ παράνυμφος εἰκαιότερον οὕτω λέγεται· ὀρθότερον γάρ ἐστι παρανύμφιον καλεῖσθαι τὸν συναπάγοντα τῷ νυμφίῳ τὴν νύμφην, ἢ πεζῇ ἢ ἐφ’ ἁμάξης, ὡς παρ’ Ἀθηναίοις· ὑφ’ ὧν πάροχος καλεῖται διὰ τὸ μόνος αὐτὸς συναναβαίνειν, καὶ ὀχουμένῳ τῷ νυμφίῳ παροχεῖσθαι» Εὐστ. 652. 41, Πολυδ. Γ΄, 40, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς θηλ., ἡ τῆς νύμφης φίλη παρθένος, ἥτις ὁδηγεῖ αὐτὴν πρὸς τὸν νυμφίον, νυμφεύτρια, Μοῖρις 269· ἓν τῶν προσώπων τοῦ δράματος ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ami du marié.
Étymologie: παρά, νύμφιος.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ, παράνυφος Ν
αυτός που αλλάζει τα νυφικά στέφανα κατά την ιεροτελεστία του γάμου, ο κουμπάρος
νεοελλ.
το θηλ. κόρη που συνοδεύει τη νύφη στην τελετή του γάμου
μσν.-αρχ.
φίλος του γαμπρού ο οποίος τον συνόδευε και οδηγούσε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στη συζυγική εστία, νυμφαγωγός, νυμφευτής
αρχ.
(ως θηλ.) ἡ παράνυμφος
α) ανύπαντρη κόρη η οποία συνόδευε τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού, νυμφεύτρια
β) (στον Αριστοφ.) ένα από τα πρόσωπα του δράματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -νυμφος (< νύμφη)].

Greek Monotonic

παράνυμφος: ὁ (νύμφη), φίλος του γαμπρού ή κουμπάρος, αυτός που καθόταν δίπλα στον γαμπρό στο νυφικό άρμα για να φέρει τη νύφη· ως θηλ., η θεραπαινίδα της νύφης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

παρά-νυμφος, ὁ, νύμφη
the bridegroom's friend or best man, who went beside him in his chariot to fetch his bride:—as fem. the bride's-maid, Ar.