μελέδημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meledima
|Transliteration C=meledima
|Beta Code=mele/dhma
|Beta Code=mele/dhma
|Definition=ατος, τό, (μελεδαίνω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[care]], [[anxiety]], Hom. always in pl., <b class="b3">μελεδήματα πατρός</b> [[anxieties about]] his father, <span class="bibl">Od.15.8</span>; of sleep, λύων μ. θυμοῦ <span class="bibl">Il.23.62</span>; <b class="b3">μελεδήματα θεῶν</b> [[the care]] of the gods [for men], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1103</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[object of care]], Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς <span class="bibl">Alex.162.15</span> (anap.); Μοισάων <span class="title">Epigr.Gr.</span>238 (Smyrna).</span>
|Definition=ατος, τό, (μελεδαίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[care]], [[anxiety]], Hom. always in pl., <b class="b3">μελεδήματα πατρός</b> [[anxieties about]] his father, <span class="bibl">Od.15.8</span>; of sleep, λύων μ. θυμοῦ <span class="bibl">Il.23.62</span>; <b class="b3">μελεδήματα θεῶν</b> [[the care]] of the gods [for men], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1103</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[object of care]], Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς <span class="bibl">Alex.162.15</span> (anap.); Μοισάων <span class="title">Epigr.Gr.</span>238 (Smyrna).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:00, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέδημα Medium diacritics: μελέδημα Low diacritics: μελέδημα Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΑ
Transliteration A: melédēma Transliteration B: meledēma Transliteration C: meledima Beta Code: mele/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελεδαίνω) A care, anxiety, Hom. always in pl., μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.). II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.

Greek (Liddell-Scott)

μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.

English (Autenrieth)

ατος (μέλω): care, anxiety, only pl.

Greek Monolingual

μελέδημα, -ατος, τὸ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα
2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ημα (πρβλ. μέλ-ημα, νό-ημα)].

Greek Monotonic

μελέδημα: -ατος, τό (μελεδαίνω), φροντίδα, αγωνία, έγνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· μελεδήματα πατρός, έγνοιες κάποιου για τον πατέρα του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα θεῶν, η φροντίδα των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελέδημα: ατος τό
1) забота, тревога, огорчение (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;
2) забота, попечение (τὰ θεῶν μελεδήματα Eur.).

Middle Liddell

μελέδημα, ατος, τό, μελεδαίνω
care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about one's father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.