βαμβαίνω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[castañetear]], [[temblar]] ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους <i>Il</i>.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.<i>Op</i>.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><b class="num">2</b> de la voz o de los órganos articulatorios [[temblar]], [[balbucir]] βαμβαίνει με [[γλῶσσα]] Bio <i>Fr</i>.9.9, ἡ φωνή Them.<i>Or</i>.4.56a, χείλεα <i>AP</i> 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., <i>EM</i> 187.26G., cf. Procop.<i>Arc</i>.1.4.<br /><b class="num">3</b> [[dudar]], [[vacilar]] Hsch.ε 56, Sud., <i>EM</i> 187.26G. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[castañetear]], [[temblar]] ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους <i>Il</i>.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.<i>Op</i>.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><b class="num">2</b> de la voz o de los órganos articulatorios [[temblar]], [[balbucir]] βαμβαίνει με [[γλῶσσα]] Bio <i>Fr</i>.9.9, ἡ φωνή Them.<i>Or</i>.4.56a, χείλεα <i>AP</i> 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., <i>EM</i> 187.26G., cf. Procop.<i>Arc</i>.1.4.<br /><b class="num">3</b> [[dudar]], [[vacilar]] Hsch.ε 56, Sud., <i>EM</i> 187.26G.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, [[βάβαλον]], etc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:25, 20 July 2021
English (LSJ)
onomatop. word, A chatter with the teeth, Il.10.375; stammer, BionFr.6.9, AP5.272 (Agath.), Procop.Arc.Praef.:—so also βαμβᾰκύζω, chatter with cold, Hippon.17:—also βαμβᾰλύζω, Phryn.PSp.54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist.Pr.949a13.
German (Pape)
[Seite 431] (onomatopoetisch), stammeln, lispeln, Bion. 4, 8; χείλεα φθέγματι γηραλέῳ Agath. 13 (V, 273); Hom. vor Furcht mit den Zähnen klappern, Il. 10, 375, ἅπαξ εἰρημ., vgl. auch Scholl. Nicanor.; Themist. p. 56 a ἔπαλλεν ἡ καρδία, ἐβάμβαινεν ἡ φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
βαμβαίνω: λέξις ὠνοματοπ., κτυπῶ, συγκρούω, κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · τραυλίζω, Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · ὡσαύτως, βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ ἐντεῦθεν διορθωθὲν (ἀντὶ βομβυλιάζω) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω εἶναι ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
claquer des dents, trembler de frayeur ou de froid.
Étymologie: DELG onomatopée.
English (Autenrieth)
totter with fear, or, as others interpret, stammer, part., Il. 10.375†.
Spanish (DGE)
1 castañetear, temblar ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους Il.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.Op.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., EM 187.26G.
2 de la voz o de los órganos articulatorios temblar, balbucir βαμβαίνει με γλῶσσα Bio Fr.9.9, ἡ φωνή Them.Or.4.56a, χείλεα AP 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., EM 187.26G., cf. Procop.Arc.1.4.
3 dudar, vacilar Hsch.ε 56, Sud., EM 187.26G.
• Etimología: Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, βάβαλον, etc.
Greek Monolingual
βαμβαίνω (Α)
1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου
2. τραυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η υποστηριχθείσα σχέση της με το βαίνω].
Greek Monotonic
βαμβαίνω: μόνο στον ενεστ., τρίζω τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· τραυλίζω, ψευδίζω, ψελλίζω, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βαμβαίνω:
1) стучать зубами, дрожать (βαμβαίνων χλωρὸς ὑπαὶ δείους Hom.);
2) бормотать, лепетать Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: chatter with the teeth, stammer (Κ 375, Bion, AP).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic verb. Cf. βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); γογγύζω a. o.; also βαμβαλεῖν H.; s. Weber RhM 82, 193 n. 2. - Cf. βαβάζειν, βάβαλον. (Not to βαίνω with Schwyzer 647.)
Middle Liddell
[Formed from the sound.] only in pres.]
to chatter with the teeth, Il.: to stammer, Bion.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαμβαίνω [~ βαίνω of onomat.] wankelen of stamelen.
Frisk Etymology German
βαμβαίνω: {bambaínō}
Grammar: v.
Meaning: mit den Zähnen klappern, stottern (Κ 375, Bion, AP).
Etymology : Onomatopoetisches Intensivum. Ähnliche Bildungen in ähnlichen Bedeutungen: βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); vgl. γογγύζω u. a.; außerdem βαμβαλεῖν H. und βαμβαλιαστύς, schwach bezeugte v. l. h. Ap. 162 für κρεμβαλιαστύς; s. Weber RhM 82, 193 A. 2. — Vgl. zu βαβάζειν, βάβαλον. — Die Deutung taumeln (z. B. Schwyzer 647, zu βαίνω) ist wenig glaubhaft.
Page 1,217