οίνος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶνος]])<br /><b>1.</b> το οινοπνευματούχο [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το [[κρασί]] (α. [[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ<br />β. «[[άκρατος]] [[οίνος]]» — ανέρωτο [[κρασί]]<br />γ. «[[ρητινίτης]] [[οίνος]]»)<br /><b>2.</b> το [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του χυμού διαφόρων καρπών (α. «[[μηλίτης]] [[οίνος]]» — [[είδος]] κρασιού που παρασκευάζεται με τη [[ζύμωση]] χυμού μήλων<br />β. «οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οινοποσία]], [[συμπόσιο]] («ἡμεῑς δ' ἐν οἴνῳ ξυμπόται σοφώτατοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου πωλείται [[κρασί]] («τρέχ' ἐς τὸν oἶνον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Οἶνος</i><br />ο [[θεός]] του οίνου Διόσυνος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οἶνος]]... τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῑ» — όταν [[κάποιος]] πίνει [[κρασί]] χάνει τη [[σύνεση]] και τη νηφαλιότητά του<br />β) «[[οἶνος]] καὶ [[ἀλάθεια]]» — από κάποιον που έχει πιει [[κρασί]] μπορεί να μάθεις την [[αλήθεια]]<br />γ) «[[οἶνος]] τὸν [[οἶνον]] εξελαύνει» — νέα [[οινοποσία]] διώχνει τη [[μέθη]] από την [[παλιά]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά σε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου, εξαιτίας της ευρύτατης διάδοσης της καλλιέργειας και επεξεργασίας του σταφυλιού. Γεννώνται, [[ωστόσο]], δύο βασικά προβλήματα σχετικά με τους τ. στις διάφορες γλώσσες: α) η [[γλώσσα]] καταγωγής τους και β) [[κατά]] πόσο οι τ. αυτοί [[είναι]] ανεξάρτητοι [[μεταξύ]] τους ή αποτελούν δάνεια και από ποια [[γλώσσα]]. Το λατ. <i>vinum</i>, αφ' ενός λόγω της διαφοράς του φωνηεντισμού του θέματος και, αφ' ετέρου, λόγω της διαφοράς στο [[γένος]] αναφορικά προ το ελλ. [[οἶνος]], δεν [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Αντίθετα, το ομβρ. <i>vinu</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική. Τα αρμ. <i>gini</i>, αλβ. <i>ven</i><i>ē</i> και χεττιτ. <i>wiyana</i> / <i>wa</i>(<i>i</i>)<i>ana</i> [[επίσης]] [[πρέπει]] να [[είναι]] δάνεια, [[αλλά]] αμφισβητείται η [[γλώσσα]] προέλευσης τους. Η σημιτική [[γλώσσα]], εξάλλου, έχει δανειστεί τη λ. (<b>πρβλ.</b> αραβ. <i>wain</i>, εβρ. <i>jajin</i>, ασσυρ. -<i>inu</i>). Πολλοί θεωρούν ότι οι τ. της Κελτικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>fin</i>, γαλατ. <i>gwin</i>) και Γερμανικής (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>wein</i>) [[είναι]] δάνεια από το λατ. <i>vinum</i>. Από τη Λατινική ή τη Γερμανική [[επίσης]] έχει δανειστεί τη λ. η Σλαβική (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαν. <i>vino</i>), ενώ [[δάνειο]] από τη Σλαβική θεωρείται το λιθουαν. <i>v</i><i>ӯ</i><i>nas</i>. Εκτός από τα προηγούμενα, αβέβαιη παραμένει και η [[γλώσσα]] της αρχικής προέλευσης της λ. [[οἶνος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία πολύ αρχαία [[φάση]] της ΙΕ γλώσσας που μαρτυρείται στη [[ρίζα]] <i>wei</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ίτυς]] και λατ. <i>vĩtis</i>). Ωστόσο, πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] και ότι προέρχεται από κάποια [[γλώσσα]] της περιοχής νότια του Καυκάσου, όπου και θα [[πρέπει]] να πρωτοκαλλιεργήθηκε το [[αμπέλι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[κρασί]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οινικός]], [[οινώδης]], <i>οινών</i>(<i>ας</i>), [[οινωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Fοίνακες</i>, [[οίναρον]], <i>Fοινέες</i>, [[οινεύομαι]], [[οίνη]] (I), [[οινηρός]], [[οινίδιον]], [[οινίζω]], [[οίνινος]], [[οινίσκος]], [[οινόεις]], [[οινώ]], [[οίνωτρον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οινάριον]], [[οινάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό)<br />[[οινέμπορος]], [[οινοβαρής]], [[οινοβαφής]], [[οινόγαλα]], [[οινογεύστης]], [[οινοειδής]], [[οινομανής]], [[οινόμελι]], [[οινοποιός]], [[οινοπότης]], [[οινοπώλης]], [[οινόφλυξ]], [[οινοφόρος]], [[οινοχαρής]], [[οινοχόη]], [[οινοχόος]], [[οινόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιναγγείον]], [[οινάγρα]], [[οιναγωγός]], [[οινάλμη]], [[οιναχθής]], [[οινεραστής]], [[οινηγός]], [[οινήρυσις]], [[οινοβλαβής]], [[οινοβρεχής]], [[οινοβρώς]], [[οινόγαρον]], [[οινοδόκος]], [[οινοδότης]], [[οινοδόχος]], [[οινοδυνάστης]], [[οινοηθητής]], [[οινοθήρας]], [[οινοκάπηλος]], [[οινοκηκίς]], [[οινόληπτος]], [[οινόμαχλος]], [[οινομετρώ]], [[οινομήτωρ]], [[οινοπέπαντος]], [[οινοπίπης]], [[οινοπλάνητος]], [[οινόπληκτος]], [[οινοπόλος]], [[οινοπόρος]], <i>οινόσπουδος</i>, [[οινοσσόος]], [[οινοτόκος]], [[οινοτροπικός]], [[οινοτρόποι]], [[οινοτρόφος]], [[οινουργώ]], [[οινοφαγία]], [[οινοφερής]], [[οινόφιλος]], [[οινοφύλαξ]], [[οινόφυτος]], [[οινοχίτων]], [[οινοχοεύς]], [[οινόχρως]], [[οινόχυτος]], [[οίνοψ]], <i>οινοφυκτήρ</i>, [[οινώνης]], [[οινωροί]], [[οινώψ]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) [[οινέλαιον]], [[οινοθήκη]], [[οινόκρεον]], [[οινόπεδος]], [[οινοπληθής]], [[οινοπλήξ]], [[οινοπράτης]], [[οινόπτης]], [[οινοχειριστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιναρχείον]], [[οινολίβανος]], [[οινομύρσινον]], [[οινότευκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιναγορά]], [[οιναποθήκη]], [[οινοβάρελο]], [[οινοβαρόμετρο]], [[οινογραφία]], [[οινοκύτταρο]], [[οινολάσπη]], [[οινολόγος]], [[οινομάγειρος]], [[οινομετρία]], [[οινόμετρο]], [[οινόμικτος]], [[οινοπαραγωγή]], [[οινοπαραγωγός]], [[οινόπνευμα]], [[οινοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άοινος]], [[δύσοινος]], [[ένοινος]], [[έξοινος]], [[εύοινος]], [[ηδύοινος]], [[θέοινος]], [[κάτοικος]], [[μίσοινος]], [[πάροινος]], [[πολύοινος]], [[υπέροινος]], <i>ύποινος</i>, [[φερέοινος]], [[φίλοινος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἶνος]])<br /><b>1.</b> το οινοπνευματούχο [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το [[κρασί]] (α. [[οἶνος]] εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ<br />β. «[[άκρατος]] [[οίνος]]» — ανέρωτο [[κρασί]]<br />γ. «[[ρητινίτης]] [[οίνος]]»)<br /><b>2.</b> το [[ποτό]] που παράγεται από τη [[ζύμωση]] του χυμού διαφόρων καρπών (α. «[[μηλίτης]] [[οίνος]]» — [[είδος]] κρασιού που παρασκευάζεται με τη [[ζύμωση]] χυμού μήλων<br />β. «οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οινοποσία]], [[συμπόσιο]] («ἡμεῖς δ' ἐν οἴνῳ ξυμπόται σοφώτατοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου πωλείται [[κρασί]] («τρέχ' ἐς τὸν oἶνον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Οἶνος</i><br />ο [[θεός]] του οίνου Διόσυνος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οἶνος]]... τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῑ» — όταν [[κάποιος]] πίνει [[κρασί]] χάνει τη [[σύνεση]] και τη νηφαλιότητά του<br />β) «[[οἶνος]] καὶ [[ἀλάθεια]]» — από κάποιον που έχει πιει [[κρασί]] μπορεί να μάθεις την [[αλήθεια]]<br />γ) «[[οἶνος]] τὸν [[οἶνον]] εξελαύνει» — νέα [[οινοποσία]] διώχνει τη [[μέθη]] από την [[παλιά]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά σε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου, εξαιτίας της ευρύτατης διάδοσης της καλλιέργειας και επεξεργασίας του σταφυλιού. Γεννώνται, [[ωστόσο]], δύο βασικά προβλήματα σχετικά με τους τ. στις διάφορες γλώσσες: α) η [[γλώσσα]] καταγωγής τους και β) [[κατά]] πόσο οι τ. αυτοί [[είναι]] ανεξάρτητοι [[μεταξύ]] τους ή αποτελούν δάνεια και από ποια [[γλώσσα]]. Το λατ. <i>vinum</i>, αφ' ενός λόγω της διαφοράς του φωνηεντισμού του θέματος και, αφ' ετέρου, λόγω της διαφοράς στο [[γένος]] αναφορικά προ το ελλ. [[οἶνος]], δεν [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[δάνειο]] από την Ελληνική. Αντίθετα, το ομβρ. <i>vinu</i> [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Λατινική. Τα αρμ. <i>gini</i>, αλβ. <i>ven</i><i>ē</i> και χεττιτ. <i>wiyana</i> / <i>wa</i>(<i>i</i>)<i>ana</i> [[επίσης]] [[πρέπει]] να [[είναι]] δάνεια, [[αλλά]] αμφισβητείται η [[γλώσσα]] προέλευσης τους. Η σημιτική [[γλώσσα]], εξάλλου, έχει δανειστεί τη λ. (<b>πρβλ.</b> αραβ. <i>wain</i>, εβρ. <i>jajin</i>, ασσυρ. -<i>inu</i>). Πολλοί θεωρούν ότι οι τ. της Κελτικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ιρλδ. <i>fin</i>, γαλατ. <i>gwin</i>) και Γερμανικής (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>wein</i>) [[είναι]] δάνεια από το λατ. <i>vinum</i>. Από τη Λατινική ή τη Γερμανική [[επίσης]] έχει δανειστεί τη λ. η Σλαβική (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαν. <i>vino</i>), ενώ [[δάνειο]] από τη Σλαβική θεωρείται το λιθουαν. <i>v</i><i>ӯ</i><i>nas</i>. Εκτός από τα προηγούμενα, αβέβαιη παραμένει και η [[γλώσσα]] της αρχικής προέλευσης της λ. [[οἶνος]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε μία πολύ αρχαία [[φάση]] της ΙΕ γλώσσας που μαρτυρείται στη [[ρίζα]] <i>wei</i>- «[[κάμπτω]], [[λυγίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ίτυς]] και λατ. <i>vĩtis</i>). Ωστόσο, πιθανότερη φαίνεται η [[άποψη]] ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή [[ρίζα]] και ότι προέρχεται από κάποια [[γλώσσα]] της περιοχής νότια του Καυκάσου, όπου και θα [[πρέπει]] να πρωτοκαλλιεργήθηκε το [[αμπέλι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[κρασί]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οινικός]], [[οινώδης]], <i>οινών</i>(<i>ας</i>), [[οινωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Fοίνακες</i>, [[οίναρον]], <i>Fοινέες</i>, [[οινεύομαι]], [[οίνη]] (I), [[οινηρός]], [[οινίδιον]], [[οινίζω]], [[οίνινος]], [[οινίσκος]], [[οινόεις]], [[οινώ]], [[οίνωτρον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οινάριον]], [[οινάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό)<br />[[οινέμπορος]], [[οινοβαρής]], [[οινοβαφής]], [[οινόγαλα]], [[οινογεύστης]], [[οινοειδής]], [[οινομανής]], [[οινόμελι]], [[οινοποιός]], [[οινοπότης]], [[οινοπώλης]], [[οινόφλυξ]], [[οινοφόρος]], [[οινοχαρής]], [[οινοχόη]], [[οινοχόος]], [[οινόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιναγγείον]], [[οινάγρα]], [[οιναγωγός]], [[οινάλμη]], [[οιναχθής]], [[οινεραστής]], [[οινηγός]], [[οινήρυσις]], [[οινοβλαβής]], [[οινοβρεχής]], [[οινοβρώς]], [[οινόγαρον]], [[οινοδόκος]], [[οινοδότης]], [[οινοδόχος]], [[οινοδυνάστης]], [[οινοηθητής]], [[οινοθήρας]], [[οινοκάπηλος]], [[οινοκηκίς]], [[οινόληπτος]], [[οινόμαχλος]], [[οινομετρώ]], [[οινομήτωρ]], [[οινοπέπαντος]], [[οινοπίπης]], [[οινοπλάνητος]], [[οινόπληκτος]], [[οινοπόλος]], [[οινοπόρος]], <i>οινόσπουδος</i>, [[οινοσσόος]], [[οινοτόκος]], [[οινοτροπικός]], [[οινοτρόποι]], [[οινοτρόφος]], [[οινουργώ]], [[οινοφαγία]], [[οινοφερής]], [[οινόφιλος]], [[οινοφύλαξ]], [[οινόφυτος]], [[οινοχίτων]], [[οινοχοεύς]], [[οινόχρως]], [[οινόχυτος]], [[οίνοψ]], <i>οινοφυκτήρ</i>, [[οινώνης]], [[οινωροί]], [[οινώψ]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) [[οινέλαιον]], [[οινοθήκη]], [[οινόκρεον]], [[οινόπεδος]], [[οινοπληθής]], [[οινοπλήξ]], [[οινοπράτης]], [[οινόπτης]], [[οινοχειριστής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οιναρχείον]], [[οινολίβανος]], [[οινομύρσινον]], [[οινότευκτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οιναγορά]], [[οιναποθήκη]], [[οινοβάρελο]], [[οινοβαρόμετρο]], [[οινογραφία]], [[οινοκύτταρο]], [[οινολάσπη]], [[οινολόγος]], [[οινομάγειρος]], [[οινομετρία]], [[οινόμετρο]], [[οινόμικτος]], [[οινοπαραγωγή]], [[οινοπαραγωγός]], [[οινόπνευμα]], [[οινοσκόπιο]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άοινος]], [[δύσοινος]], [[ένοινος]], [[έξοινος]], [[εύοινος]], [[ηδύοινος]], [[θέοινος]], [[κάτοικος]], [[μίσοινος]], [[πάροινος]], [[πολύοινος]], [[υπέροινος]], <i>ύποινος</i>, [[φερέοινος]], [[φίλοινος]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 29 January 2022

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἶνος)
1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση του γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ
β. «άκρατος οίνος» — ανέρωτο κρασί
γ. «ρητινίτης οίνος»)
2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση του χυμού διαφόρων καρπών (α. «μηλίτης οίνος» — είδος κρασιού που παρασκευάζεται με τη ζύμωση χυμού μήλων
β. «οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», Ηρόδ.)
αρχ.
1. οινοποσία, συμπόσιο («ἡμεῖς δ' ἐν οἴνῳ ξυμπόται σοφώτατοι», Αριστοφ.)
2. τόπος όπου πωλείται κρασί («τρέχ' ἐς τὸν oἶνον», Αριστοφ.)
3. ως κύριο όν. ὁ Οἶνος
ο θεός του οίνου Διόσυνος
4. παροιμ. α) «οἶνος... τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῑ» — όταν κάποιος πίνει κρασί χάνει τη σύνεση και τη νηφαλιότητά του
β) «οἶνος καὶ ἀλάθεια» — από κάποιον που έχει πιει κρασί μπορεί να μάθεις την αλήθεια
γ) «οἶνος τὸν οἶνον εξελαύνει» — νέα οινοποσία διώχνει τη μέθη από την παλιά (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά σε όλες τις γλώσσες της Μεσογείου, εξαιτίας της ευρύτατης διάδοσης της καλλιέργειας και επεξεργασίας του σταφυλιού. Γεννώνται, ωστόσο, δύο βασικά προβλήματα σχετικά με τους τ. στις διάφορες γλώσσες: α) η γλώσσα καταγωγής τους και β) κατά πόσο οι τ. αυτοί είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους ή αποτελούν δάνεια και από ποια γλώσσα. Το λατ. vinum, αφ' ενός λόγω της διαφοράς του φωνηεντισμού του θέματος και, αφ' ετέρου, λόγω της διαφοράς στο γένος αναφορικά προ το ελλ. οἶνος, δεν πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Αντίθετα, το ομβρ. vinu πρέπει να είναι δάνειο από τη Λατινική. Τα αρμ. gini, αλβ. venē και χεττιτ. wiyana / wa(i)ana επίσης πρέπει να είναι δάνεια, αλλά αμφισβητείται η γλώσσα προέλευσης τους. Η σημιτική γλώσσα, εξάλλου, έχει δανειστεί τη λ. (πρβλ. αραβ. wain, εβρ. jajin, ασσυρ. -inu). Πολλοί θεωρούν ότι οι τ. της Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλδ. fin, γαλατ. gwin) και Γερμανικής (πρβλ. γοτθ. wein) είναι δάνεια από το λατ. vinum. Από τη Λατινική ή τη Γερμανική επίσης έχει δανειστεί τη λ. η Σλαβική (πρβλ. αρχ. σλαν. vino), ενώ δάνειο από τη Σλαβική θεωρείται το λιθουαν. vӯnas. Εκτός από τα προηγούμενα, αβέβαιη παραμένει και η γλώσσα της αρχικής προέλευσης της λ. οἶνος. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία πολύ αρχαία φάση της ΙΕ γλώσσας που μαρτυρείται στη ρίζα wei- «κάμπτω, λυγίζω» (πρβλ. ίτυς και λατ. vĩtis). Ωστόσο, πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα και ότι προέρχεται από κάποια γλώσσα της περιοχής νότια του Καυκάσου, όπου και θα πρέπει να πρωτοκαλλιεργήθηκε το αμπέλι (βλ. και λ. κρασί).
ΠΑΡ. οινικός, οινώδης, οινών(ας), οινωπός
αρχ.
Fοίνακες, οίναρον, Fοινέες, οινεύομαι, οίνη (I), οινηρός, οινίδιον, οινίζω, οίνινος, οινίσκος, οινόεις, οινώ, οίνωτρον
αρχ.-μσν.
οινάριον, οινάς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)
οινέμπορος, οινοβαρής, οινοβαφής, οινόγαλα, οινογεύστης, οινοειδής, οινομανής, οινόμελι, οινοποιός, οινοπότης, οινοπώλης, οινόφλυξ, οινοφόρος, οινοχαρής, οινοχόη, οινοχόος, οινόχρους
αρχ.
οιναγγείον, οινάγρα, οιναγωγός, οινάλμη, οιναχθής, οινεραστής, οινηγός, οινήρυσις, οινοβλαβής, οινοβρεχής, οινοβρώς, οινόγαρον, οινοδόκος, οινοδότης, οινοδόχος, οινοδυνάστης, οινοηθητής, οινοθήρας, οινοκάπηλος, οινοκηκίς, οινόληπτος, οινόμαχλος, οινομετρώ, οινομήτωρ, οινοπέπαντος, οινοπίπης, οινοπλάνητος, οινόπληκτος, οινοπόλος, οινοπόρος, οινόσπουδος, οινοσσόος, οινοτόκος, οινοτροπικός, οινοτρόποι, οινοτρόφος, οινουργώ, οινοφαγία, οινοφερής, οινόφιλος, οινοφύλαξ, οινόφυτος, οινοχίτων, οινοχοεύς, οινόχρως, οινόχυτος, οίνοψ, οινοφυκτήρ, οινώνης, οινωροί, οινώψ
(αρχ. μσν.) οινέλαιον, οινοθήκη, οινόκρεον, οινόπεδος, οινοπληθής, οινοπλήξ, οινοπράτης, οινόπτης, οινοχειριστής
μσν.
οιναρχείον, οινολίβανος, οινομύρσινον, οινότευκτος
νεοελλ.
οιναγορά, οιναποθήκη, οινοβάρελο, οινοβαρόμετρο, οινογραφία, οινοκύτταρο, οινολάσπη, οινολόγος, οινομάγειρος, οινομετρία, οινόμετρο, οινόμικτος, οινοπαραγωγή, οινοπαραγωγός, οινόπνευμα, οινοσκόπιο. (Β' συνθετικό) αρχ. άοινος, δύσοινος, ένοινος, έξοινος, εύοινος, ηδύοινος, θέοινος, κάτοικος, μίσοινος, πάροινος, πολύοινος, υπέροινος, ύποινος, φερέοινος, φίλοινος.