destruir: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(1) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀθετέω]], [[αἴρω]], [[ἀλαπάζω]], [[ἀμαθύνω]], [[ἀμαυρόω]], [[ἀναβοθρεύω]], [[ἀναλίσκω]], [[ἀναστατόω]], [[ἀνατρέπω]], [[ἀναχράομαι]], [[ἀνοικίζω]], [[ἀντανάητω]], [[ἀνταναιρέω]], [[ἀνταπόλλυμι]], [[ἀνύω]], [[ἀπαλοάω]], [[ἀπαναλίσκω]], [[ἀπογεννάω]], [[ἀποθεμελιόω]], [[ἀποθερίζω]], [[ἀποκατασπάω]], [[ἀποκείρω]], [[ἀποκρούω]], [[ἀπόλλυμι]], [[ἀπόλλω]], [[ἀπονεκρόω]], [[ἀποποιέω]], [[ἀποτινάσσω]], [[ἀποτυμπανίζω]], [[ἀποφθείρω]], [[ἀποφθίνω]], [[ἀφανίζω]], [[δαΐζω]], [[δαπανάω]], [[δηλέομαι]], [[δῃόω]], [[διακνημόομαι]], [[διαλωβάομαι]], [[διαμαθύνω]], [[διαπολλύω]], [[διαπορθέω]], [[διαπράσσω]], [[διαρπάζω]], [[διαρραίω]], [[διασήπω]], [[διασκεδάζω]], [[διασκίδνημι]], [[διασκορπίζω]], [[διαφθείρω]], [[διαφθορέω]], [[διεργάζομαι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκθερίζω]], [[ἐκκνημόω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκπέρθω]], [[ἐκπετάννυμι]], [[ἐκπορθέω]], [[ἐκριζόω]], [[ἐκτραχηλιάζω]], [[ἐκτυφλόω]], [[ἑλκύω]], [[ἐναίρω]], [[ἐξαϊστόω]], [[ἐξαλαόω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[ἐξαλείφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 14 May 2022
Spanish > Greek
ἀθετέω, αἴρω, ἀλαπάζω, ἀμαθύνω, ἀμαυρόω, ἀναβοθρεύω, ἀναλίσκω, ἀναστατόω, ἀνατρέπω, ἀναχράομαι, ἀνοικίζω, ἀντανάητω, ἀνταναιρέω, ἀνταπόλλυμι, ἀνύω, ἀπαλοάω, ἀπαναλίσκω, ἀπογεννάω, ἀποθεμελιόω, ἀποθερίζω, ἀποκατασπάω, ἀποκείρω, ἀποκρούω, ἀπόλλυμι, ἀπόλλω, ἀπονεκρόω, ἀποποιέω, ἀποτινάσσω, ἀποτυμπανίζω, ἀποφθείρω, ἀποφθίνω, ἀφανίζω, δαΐζω, δαπανάω, δηλέομαι, δῃόω, διακνημόομαι, διαλωβάομαι, διαμαθύνω, διαπολλύω, διαπορθέω, διαπράσσω, διαρπάζω, διαρραίω, διασήπω, διασκεδάζω, διασκίδνημι, διασκορπίζω, διαφθείρω, διαφθορέω, διεργάζομαι, διόλλυμι, ἐκθερίζω, ἐκκνημόω, ἐκκόπτω, ἐκπέρθω, ἐκπετάννυμι, ἐκπορθέω, ἐκριζόω, ἐκτραχηλιάζω, ἐκτυφλόω, ἑλκύω, ἐναίρω, ἐξαϊστόω, ἐξαλαόω, ἐξαλαπάζω, ἐξαλείφω