στέγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stegos
|Transliteration C=stegos
|Beta Code=ste/gos
|Beta Code=ste/gos
|Definition=εος, τό,= [[τέγος]], prop.<br><span class="bld">A</span> [[roof]], LXX Ep.Je.10 ([[varia lectio|v.l.]] [[τέγους]]), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perhaps in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ στέγος [[ἐλθεῖν]] '[[come]] [[under]] the [[same]] [[roof]]', SIG 1179.20 (Cnidus).<br><span class="bld">II</span> mostly, like [[στέγη]], [[house]], [[mansion]], A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.).<br><span class="bld">III</span> [[δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος]], i.e. [[receive]] me into the [[urn]] containing his ashes, S.El.1165; [[grave]], Lyc.1098.<br><span class="bld">IV</span> [[brothel]], στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.
|Definition=εος, τό,= [[τέγος]], prop.<br><span class="bld">A</span> [[roof]], [[LXX]] Ep.Je.10 ([[varia lectio|v.l.]] [[τέγους]]), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perhaps in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ στέγος [[ἐλθεῖν]] '[[come]] [[under]] the [[same]] [[roof]]', SIG 1179.20 (Cnidus).<br><span class="bld">II</span> mostly, like [[στέγη]], [[house]], [[mansion]], A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.).<br><span class="bld">III</span> [[δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος]], i.e. [[receive]] me into the [[urn]] containing his ashes, S.El.1165; [[grave]], Lyc.1098.<br><span class="bld">IV</span> [[brothel]], στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:39, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγος Medium diacritics: στέγος Low diacritics: στέγος Capitals: ΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: stégos Transliteration B: stegos Transliteration C: stegos Beta Code: ste/gos

English (LSJ)

εος, τό,= τέγος, prop.
A roof, LXX Ep.Je.10 (v.l. τέγους), D.S. 19.45, IG5(1).1114.14 (Geronthrae), Poll.1.81, Lib.Or.11.162, and so perhaps in E.IT48; ἐπὶ τὸ αὐτὸ στέγος ἐλθεῖν 'come under the same roof', SIG 1179.20 (Cnidus).
II mostly, like στέγη, house, mansion, A.Pers. 141 (anap.), Ag.310, S.Aj.307, etc.; prob. in OGI619.5 (Syria, iv A.D.).
III δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν στέγος, i.e. receive me into the urn containing his ashes, S.El.1165; grave, Lyc.1098.
IV brothel, στεγέεσσι Man. 2.430, cf. 6.533.

German (Pape)

[Seite 932] τό, = τέγος, Dach, Haus; Aesch. Ag. 301 Pers. 137; Soph. Ai. 300; auch von den Todtenurnen, El. 1156; Eur. I. T. 48 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

στέγος: -εος, τό, = τῷ Ὁμηρ. τέγος, κυρίως στέγη, «σκεπή», Διόδ. 19. 7, 45, Πολυδ. Α΄, 81. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς τὸ στέγη, οἰκία, οἴκημα, μέγαρον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 141, Ἀγ. 310, Σοφ. Αἴ. 307, κτλ. ΙΙΙ δέξαι με' ἐς τὸ σὸν στ., δηλ. εἰς τὴν κάλπην τὴν περιέχουσαν τὴν τέφραν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1165· οὕτως ἐπὶ τάφου, Λυκόφρ. 1098. IV. = τέγος, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, στεγέεσσι Μανέθων 2. 430, πρβλ. 6. 533 - Ποιητ. ὄνομα ἐν χρήσει μόνον κατ'ὀνομαστ. ἑνικ., πλὴν παρὰ Μανέθ.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 toit;
2 abri, demeure, maison;
3 urne funéraire.
Étymologie: στέγω.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ' ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.)
2. κατοικία, οικοδόμημα
3. πρόδομος οικοδομήματος
4. τάφος
5. κάλπη, τεφροδόχη
6. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω + κατάλ. ουδ. -ος. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ιρλδ. tech «σπίτι» (πρβλ. και λ. τέγος)].
(II)
ὁ, Μ
το στέγος, η στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στέγος (το) με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

στέγος: -εος, τό, στέγη, σκεπή, οροφή· κατόπιν, όπως το στέγη, σπίτι, κατοικία, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για την τεφροδόχο λάρνακα, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγος -εος, contr. -ους, τό [στέγω] dak; meestal uitbr. huis, woning, verblijfplaats; van een urn waar de as van de dode in ‘huist’. Soph. El. 1165.

Russian (Dvoretsky)

στέγος: εος τό
1) крыша, кровля Diod.;
2) жилище, дом Aesch., Soph.;
3) погребальная урна Soph.

Middle Liddell

στέγος, ος, εος, τό,
a roof: then, like στέγη, a house, mansion, Aesch., Soph., etc.:—of an urn containing ashes, Soph.