ἔπαρσις: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparsis
|Transliteration C=eparsis
|Beta Code=e)/parsis
|Beta Code=e)/parsis
|Definition=εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]])<br><span class="bld">A</span> [[rising]], [[swelling]], κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις [[ἰονθώδης|ἰονθώδεις]] = [[eruption]]s [[accompany]]ing the [[sprout]]ing of the [[beard]], Thphr.Sud.16.<br><span class="bld">2</span> [[lifting up]], [[χείρ|χειρῶν]] LXX Ps.140(141).2.<br><span class="bld">3</span> [[devastation]], ib.La.3.47; in concrete, [[heap]] of [[ruin]]s, ib.4 Ki.19.25 (pl.).<br><span class="bld">4</span> [[raising]], [[erection]](?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).<br><span class="bld">b</span> [[αἰδοῖον|αἰδοίων]] Arist.HA572b2.<br><span class="bld">5</span> [[elevation]], [[projection]], of a [[machine]], HeroAut.28.2.<br><span class="bld">II</span> [[elation]], [[ψυχή|ψυχῆς]] Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; [[ἡδονή]], = [[ἄλογος]] ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.<br><span class="bld">2</span> [[elevation]] of [[style]], τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.<br><span class="bld">3</span> [[pride]], [[conceit]] [[VT]] Zech. 12.7.
|Definition=εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]])<br><span class="bld">A</span> [[rising]], [[swelling]], κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις [[ἰονθώδης|ἰονθώδεις]] = [[eruption]]s [[accompany]]ing the [[sprout]]ing of the [[beard]], Thphr.Sud.16.<br><span class="bld">2</span> [[lifting up]], [[χείρ|χειρῶν]] [[LXX]] Ps.140(141).2.<br><span class="bld">3</span> [[devastation]], ib.La.3.47; in concrete, [[heap]] of [[ruin]]s, ib.4 Ki.19.25 (pl.).<br><span class="bld">4</span> [[raising]], [[erection]](?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).<br><span class="bld">b</span> [[αἰδοῖον|αἰδοίων]] Arist.HA572b2.<br><span class="bld">5</span> [[elevation]], [[projection]], of a [[machine]], HeroAut.28.2.<br><span class="bld">II</span> [[elation]], [[ψυχή|ψυχῆς]] Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; [[ἡδονή]], = [[ἄλογος]] ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.<br><span class="bld">2</span> [[elevation]] of [[style]], τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.<br><span class="bld">3</span> [[pride]], [[conceit]] [[VT]] Zech. 12.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:15, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρσις Medium diacritics: ἔπαρσις Low diacritics: έπαρσις Capitals: ΕΠΑΡΣΙΣ
Transliteration A: éparsis Transliteration B: eparsis Transliteration C: eparsis Beta Code: e)/parsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐπάρσεις ἰονθώδεις = eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16.
2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2.
3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.).
4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).
b αἰδοίων Arist.HA572b2.
5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2.
II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔπαρσις Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.
2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
3 pride, conceit VT Zech. 12.7.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.

Greek Monolingual

ἔπαρση, ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῦ κάστρου»).
η (AM ἔπαρσις) επαίρω
1. ανύψωση
έπαρση σημαίας»)
2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.
1. (για ύφος) ύψος
2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον
3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)
β) μεγαλοπρέπεια («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' αφεντιά μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. οίδημα, πρήξιμο
2. ανύψωση, ανάτασηἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»)
3. ερήμωση, καταστροφή
4. συνεκδ. σωρός ερειπίων
5. (για μηχανές) ανύψωση, βολή
6. εξέγερση, ερεθισμός.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαρσις: εως ἡ
1) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
2) возбуждение (ἡδονή ἐστιν ἄλογος ἔ. Diog. L.).