αὐχμηρός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐχμηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сухой]] ([[τόπος]] Plat.; [[θέρος]] Arst.; καρποί Diod.; νῶτα Λιβύης Anth.): αὐ. [[λίθος]] Anth. пемза;<br /><b class="num">2)</b> нечистый, грязный, неопрятный ([[θρίξ]] Soph.; [[πλόκαμος]] Eur.; [[χαίτη]] Theocr.; [[βίος]] Luc.; αὐ. καὶ [[ἀνυπόδητος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> одетый во вретище, несчастный (λύπαι Plut.).
|elrutext='''αὐχμηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сухой]] ([[τόπος]] Plat.; [[θέρος]] Arst.; καρποί Diod.; νῶτα Λιβύης Anth.): αὐ. [[λίθος]] Anth. пемза;<br /><b class="num">2)</b> нечистый, грязный, неопрятный ([[θρίξ]] Soph.; [[πλόκαμος]] Eur.; [[χαίτη]] Theocr.; [[βίος]] Luc.; αὐ. καὶ [[ἀνυπόδητος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[одетый во вретище]], [[несчастный]] (λύπαι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐχμηρός Medium diacritics: αὐχμηρός Low diacritics: αυχμηρός Capitals: ΑΥΧΜΗΡΟΣ
Transliteration A: auchmērós Transliteration B: auchmēros Transliteration C: afchmiros Beta Code: au)xmhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A dry, without rain, χειμών Hp.Aph.3.11, cf. Aër. 10; ἔτη Arist.HA605b19; ἔαρ Id.Pr.860a13; of places, dry, parched, waterless, arid, τόποι Pl.Lg.761b (Sup.), cf. 2 Ep.Pet.1.19; χωρία Thphr.HP9.11.10, etc.; καρποί D.S.2.53. b parching, νόσοι Emp.121.3. 2 dry, rough, squalid, οὖδας E.Alc.947; σκληρὸς καὶ αὐ. Pl.Smp.203d; especially of hair (cf. foreg.), S.Fr.475, E.Or.387, Theoc.25.225; βίος Luc.Salt. 1. Adv.-ρῶς, ἔχειν τοῦ προσώπου Philostr.VA4.10. 3 miserable, forbidding, uninspired, desiccated, Man.2.169: c. gen., βιότοιο ib.454: irreg. Sup. αὐχμότατος dub. l. in Pl.Com.169.

German (Pape)

[Seite 405] trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so θέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, θρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαθὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίθος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχμηρός: -ά, -όν, ξηρός, ἄνευ βροχῆς, χειμὼν Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. π. Ἀέρ. 287, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27· ἔαρ ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 9· ἐπὶ τόπων, ξηρός, ἄνυδρος, ὅπως ἂν… τοὺς αὐχμηροτάτους τόπους πολυύδρους τε καὶ εὐύδρους ἀπεργάζωνται Πλάτ. Νόμ. 761Β· χωρία Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 11, 10, κτλ.· καρποί Διόδ. 2. 53. 2) ξηρός, τραχύς, ῥυπαρός, Εὐρ. Ἄλκ. 947· σκληρὸς καὶ αὐχμ. Πλάτ. Συμπ. 203C· ἰδίως ἐπὶ κόμης, (πρβλ. προηγ.), Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ὀρ. 387· βίος Λουκ. π. Ὀρχ. 1. ― Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 4 ἔχει τὸ ἀνώμαλ. ὑπερθετ. αὐχμότατος (διάφ. γραφ. ἀθλιώτατος). ― Ἐπίρρ. -ρῶς Φιλόστρ. 147. Πρβλ. αὐσταλέος.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 desséché, sec;
2 malpropre, sale.
Étymologie: αὐχμέω.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I seco de la tierra o de lugares οὖδας E.Alc.947, πεδία Lyr.Adesp.67(b)15, γῆ Ar.Fr.730, Thphr.CP 3.12.1, cf. Plot.2.1.7, τόποι Pl.Lg.761b, cf. 2Ep.Petr.1.19, ἄρουραι Orph.L.270, cf. Nonn.D.37.457, χωρία Thphr.HP 9.11.10, αὐχμηρὴν Φολέγανδρον AP 9.421 (Antip.Sid.), κεῖμαι ἐς αὐχμηροὺς καὶ ἀλαμπεάς Ἄϊδος εὐνάς GVI 704.3 (Antioquía I a.C.), de un río, Nonn.D.27.187, de plantas o algunas de sus partes κύμινον Archestr.SHell.154.10, πετάλοισιν ... αὐχμηρῇσιν Nic.Fr.85.4, cf. Nonn.D.37.18, καρποί D.S.2.53, de estaciones y años χειμών Hp.Aër.10, Aph.3.11, ἔτος Hp.Morb.2.41, cf. Arist.Pr.860a13, Arat.1093, ἔαρ Arist.Pr.860a13, θέρος AP 6.21, del aire Gp.9.3.1, de partes del cuerpo ὄμματα Hp.Epid.5.99, ὕστεραι Hp.Mul.1.17, πρόσωπον Iust.Phil.Apol.2.11.5, de un determinado tipo de pulso, Gal.19.405
de pers. consumido, seco πρεσβύτεροι X.Mem.2.1.31, αὐχμηροὶ ... ὄντες τοῖς ὅλοις σώμασι D.S.3.8, αὐχμηρὴν ὁρόω σε, καὶ ἀστράπτουσαν Nonn.D.18.341, de Eros σκληρὸς καὶ αὐ. Pl.Smp.203d
del pelo, crines reseco, áspero, desgreñado S.Fr.475, πλόκαμος E.Or.387, χαίτα Theoc.25.225, κόμη Alciphr.2.38.2, cf. 4.9.2, Luc.Somn.6, τρίχες Apollod.1.6.3, ἔθειραι Nonn.D.9.258, cf. Hsch.
subst. τὸ αὐχμηρόν la sequedad Arist.Col.793a11, Eudox.Fr.294, 295.
II fig.
1 seco, que no bebe en una fiesta αὐ. καὶ σύννους βαδίζων Plu.2.192e.
2 sucio, polvoriento Ἀφροδίτη Nonn.D.42.269, μέλανας ἰδοῦσα τὴν χροιὰν καὶ τὴν ὄψιν αὐχμηρούς de unos ladrones, Hld.1.3.1
grosero, burdo ἐς αὐχμηρὰς πεσοῦσα χεῖρας cayendo en manos groseras Anacr.71.4
miserable Φαίνων ... ῥέζει ... αὐχμηρούς Saturno vuelve (a las personas) miserables Man.2.169, αὐχμηροὺς ... ἀναγκαίου βιότοιο Man.2.454, cf. 3.57, Luc.Salt.1, Hld.1.4.3, Eus.HE 5.3.2.
3 ret. ref. al estilo seco, áspero διηγήσεις D.H.Dem.45, αὐχμηρὰν καὶ ἄγονον ... τὴν ὑπόθεσιν Men.Rh.379.12, εἰ ... αὐχμηρὸν (τὸ δηλούμενον) ἢ φοβερόν Theo Prog.p.120.1, ἂν αὐχμηρὸν τὸ πρᾶγμα ἔστω καὶ ἡ λέξις παραπλησία Hermog.Prog.10, αὐχμηρὸν ... καὶ προσκορές Poll.1.30, cf. Aristid.Quint.122.8, de rétores, D.H.Din.8.
III que reseca o consume Νόσοι Emp.B 121.3, δίψα AP 12.133 (Mel.).
IV que vive en tierra, terrestre de anim., Mac.Magn.Apocr.4.2 (p.159.21).
V adv. -ῶς suciamente ῥάκεσί τε ἠμφίεστο καὶ αὐ. εἶχε τοῦ προσώπου Philostr.VA 4.10, cf. Eust.41.26.

English (Strong)

from auchmos (probably from a base akin to that of ἀήρ) (dust, as dried by wind); properly, dirty, i.e. (by implication) obscure: dark.

English (Thayer)

ἀυχμηρα, ἀυχμηρον (αὐχμέω to be squalid), squalid, dirty (Xenophon, Plato, and following), and since dirty things are destitute of brightness, dark: Aristotle, de color. 3 τό λαμπρόν ἤ στιλβον ... ἤ τοὐναντίον ἀυχμηρον καί ἀλαμπες. (Hesychius, Suidas, Pollux).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐχμηρός, -ά, -όν) αυχμός
1. ξερός, άνυδρος
2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός
μσν.
1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα
2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1

Greek Monotonic

αὐχμηρός: -ά, -όν (αὐχμέω), ξηρός, σκονισμένος, τραχύς, ρυπαρός, σε Ευρ., Πλάτ.· ιδίως λέγεται για τα μαλλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐχμηρός:
1) сухой (τόπος Plat.; θέρος Arst.; καρποί Diod.; νῶτα Λιβύης Anth.): αὐ. λίθος Anth. пемза;
2) нечистый, грязный, неопрятный (θρίξ Soph.; πλόκαμος Eur.; χαίτη Theocr.; βίος Luc.; αὐ. καὶ ἀνυπόδητος Plat.);
3) одетый во вретище, несчастный (λύπαι Plut.).

Middle Liddell

αὐχμέω
dry, dusty, rough, squalid, Eur., Plat.; especially of hair, Eur.

Chinese

原文音譯:¢ucmhrÒj 凹赫姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不清潔
字義溯源:不鮮明,暗色的,乾,陰暗的,暗;源自(αὐχμηρός)X*=灰塵);或出自(ἀήρ)=空氣),而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X=吹,呼吸*)。比較: (σκοτεινός)=不透明
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 暗(1) 彼後1:19

English (Woodhouse)

dirty, dry, squalid, tarnished, travel-stained, unkempt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)