εἷμα: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> vêtement <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> vêtement de dessus, manteau (<i>cf</i>. [[ἱμάτιον]]);<br /><b>3</b> couverture.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝες, vêtir ; v. [[ἕννυμι]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> vêtement <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>postér.</i> vêtement de dessus, manteau (<i>cf</i>. [[ἱμάτιον]]);<br /><b>3</b> couverture.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝες, vêtir ; v. [[ἕννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἷμα:''' ατος τό [[ἕννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[одежда]], [[платье]] Hom.;<br /><b class="num">2)</b> [[верхняя одежда]], [[плащ]] (κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[покрывало]] (ὑφ᾽ εἵματος [[κρυφείς]] Soph.): πατησμὸς εἱμάτων Aesch. хождение по коврам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἷμα:''' -ατος, τό ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένδυμα]]· στον πληθ., ρούχα, [[ένδυση]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]], [[τάπητας]], [[στρώμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |lsmtext='''εἷμα:''' -ατος, τό ([[ἕννυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένδυμα]]· στον πληθ., ρούχα, [[ένδυση]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]], [[τάπητας]], [[στρώμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. ἔμμα Alc.Supp.4.21 (pl.), Lyr.Alex.Adesp.9 (pl.); Cret. ϝῆμα Leg.Gort.3.38 (but gen. fem. A ϝήμας 5.40): (ἕννυμι): —garment, freq. in Hom., in plural, φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν Od.6.214; χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν 10.542: in Hdt. mostly, over-garment, like ἱμάτιον, 1.155, 2.81, cf. A.Ch.81 (lyr.), S. OT1268; ἀγῶνα γυμνικόν ἐν εἵμασι Inscr.Prien.112.91 (i B. C.). II rug, carpet, A.Ag.921,963, S.Aj.1145.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἔμμα Sapph.62.12, Alc.58.21, Lyr.Alex.Adesp.9.2; ἕμμα Hdn.Gr.2.303, 306; hε͂μα SEG 43.630A.14 (Selinunte V a.C.); Ϝε͂μα ICr.4.72.3.38 (Gortina V a.C.); γῆμα Hsch.; plu. γέμματα Hsch.
I sg. o plu. numerativo
1 ref. una pieza de tejido grande y rectangular sujeta por el hombro vestido exterior, manto εἷ. δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι δαφοινεόν de Ker en hábito de guerrero Il.18.538, Hes.Sc.159, sobrepuesto al quitón, como el himation εἵματα πορφύρεα καὶ κιθῶνας νήσας Hdt.1.50, cf. 155, sus pliegues pueden usarse para la ocultación ὑφ' εἵματος κρυφείς S.Ai.1145, ὁρῶ ... ὑφ' εἵματος κρύπτοντα χεῖρα E.Hec.342, ref. una «χλανίς»: παραλαμβάνει τὸ εἷ. Hdt.3.139, 140, un quitón οἳ δ' ... φοίτεσκον ... εἰς Ἥρης τέμενος, πεπυκασμένοι εἵμασι καλοῖς, χιονέοισι χιτῶσι πέδον ... εἶχον Asius 13.2B., prob. ref. una clámide, Theoc.24.140, αὐχένος ... ἑκάτερθε παρήορον ... εἷ. περιστέλλοιτ' ὀπίσω Opp.C.1.100, cf. 105, como doble «τρίβων»: βάκτρον καὶ πήρη καὶ διπλόον εἷμα σοφοῖο Διογένευς AP 7.66.1 (Honest.), 7.68.5 (Arch.), sin especificar, simpl. como ropa de abrigo, Hp.VM 16, εἵματος ἄκρου al borde del vestido Orph.L.126
•como vestido ceremonial o festivo, llevado por dioses, reyes, etc. εἵματος ἀργυφέοιο del de Atenea, Hes.Fr.43a.73, πορφύρεόν τε εἷ. περιβαλόμενος Hdt.1.152, cf. 3.20, 22, Orac.Sib.14.204, οἱ δ' αἰεὶ ἐθέλουσι νεόπλυτα εἵματ' ἔχοντες ἐς χορὸν ἔρχεσθαι Od.6.64, εἵμασιν ἐν λευκοῖσι Isyll.1.19, εἵμασι φαιδρυνθεῖσαι τῷ καλάθῳ συνέπεσθε IKios 19.2 (I/II d.C.), καλὰ ἔμματ' ἐχοίσα[ι Lyr.Alex.Adesp.l.c., φῶτας χρυσῷ τε καὶ εἵμασι ... γεραίρων IPatras 37.10 (IV/V d.C.), después del baño καθαρὰ χροὶ εἵμαθ' ἑλοῦσα Od.4.759, del traje del coro δακρύω δ' ὑφ' εἱμάτων A.Ch.81, πάλλευκα δ' ἔχων εἵματα φεύγω E.Fr.3.6C., de un traje de duelo Orac.Sib.5.190, cf. en sg. 8.75, ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα Pi.P.4.232, de un traje tracio λίνεον δοκήσει εἶναι τὸ εἷ. Hdt.4.74, prob. del quitón largo jonio Λελεγήιον εἷ. Alex.Aet.3.27, de la toga romana εἷ. Ῥωμαικὸν ἀμπεχόμενος, ὃ καλοῦσι τήβεννον App.Mith.2, τὸ εἷ. περισπάσας App.BC 2.117, de la toga consular πορφύρεον βουληφόρον εἷ. τιταίνει AP 9.383, de la túnica laticlavia llevada por los senadores συγκλητικὸν εἷ. SEG 27.723 (Teos II/III d.C.)
•fig. de la apariencia externa vestidura, ropaje de las palabras del poeta εἷ. δοὺς καὶ πορφυροῦν Epich.280.4.
2 como lienzo o paño gener. no confeccionado y c. dif. usos:
a) esp. como manta para dormir ἐγὼ δ' ἐνὶ εἵματι κείνου κείμην ἀσπασίως Od.14.501, κακὰ δὲ χροῒ εἴματα εἷται Od.11.191, εἵματα, πῖλοι Theoc.21.13, como cobertor ὄργανον μηχανοποιέεσθαι ... ἀμφὶ δὲ τοῦτο εἵματα κυκλόσε τιθέναι Hp.Mul.2.181, cf. 158, en el lecho de un convaleciente εἷμα ἀπεδύετο Hp.Epid.5.80, περικαλύψας εἵματι τὴν γυναίκα Hp.Mul.2.134;
b) de piezas, cortes de tela presentados como ofrenda a divinidades Ἥρα ... δέξαι βύσσινον εἷ. Hera ... recibe esta vestidura carmesí, AP 6.265.3, Πρηξιδίκη μὲν ἔρεξεν, ἐβούλευσεν δὲ Δύσηρις εἷ. τόδε Anacr.199.2;
c) paño para tapar la desnudez εἷ. δὲ κρύπτει μηρῷ γείτονα χῶρον ὅλης γυμνῆς Ἀφροδίτης AP 9.585.3, para cubrir la estatua de una vaca (Isis) ἡ δὲ βοῦς ... κατακέκρυπται φοινικέῳ εἵματι Hdt.2.132;
d) tapiz o alfombra εἱμάτων βαφάς A.A.960, cf. 963, ἐπὶ πορφυρῶν εἱμάτων βαδίζων Ael.VH 9.3;
e) como mantel en ceremonias τράπεζαν καὶ κλίναν κἐνβαλέτο καθαρὸν hε͂μα SEG l.c.;
f) como sudario de un cadáver, Theoc.23.40.
II no numerativo
1 plu. colect. vestimenta, ropa, ropaje ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω, χλαῖνάν τ' ἠδὲ χιτῶνα Il.2.261, cf. Od.14.341, φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν Od.6.214, de la claina y quitón de un trabajador, Mosch.4.102, κακὰ δὲ χροὶ εἵματα εἷμαι Od.19.72, de la ropa ordinaria ἄλουτος ἀπλούτοισ' ἐν εἵμασιν Semon.8.5, como apto para dioses o pers. de alta condición, de Ares χαρίεντα δὲ εἵματα ἕσσε Il.5.905, de Afrodita χροῒ ἕννυτο εἵματα καλά h.Ven.171, cf. Cypr.4.1, δάκρυσιν εἵματ' ἔφυρον los hermanos de Héctor Il.24.162, ὄρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφι ... εἵματα ἑσσάμενος Menelao Od.4.308, ἀνθηρὸς ... αἱμάτων στολῇ E.IA 73, de Ulises ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον ... ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα op. σπεῖρα κακά Od.4.253, de la mujer de Candaules τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο Hdt.1.10, cf. Od.8.249, S.OT 1268, Plu.2.1069b, ὑφ' εἵμασι ξίφη λαθραῖ' ἔχοντες E.Hel.1574, δὸς ... διψῶντι ποτὸν καὶ εἵματα σώματι γυμνῷ Orac.Sib.8.405
•gener. ricas vestiduras ἐλί] γματα ... κἄμματα brazaletes y vestidos Sapph.44.8, εἵματα σιγαλόεντα Gr.Naz.M.37.1468A, cf. 1452A.
2 sg. genérico tela op. εἴρια: τὰ μὲν εἴρια, ἅτε ἀραιά τε καὶ μαλθακὰ ... τὸ δὲ εἷμα ἅτε πλῆρες ἐὸν καὶ βεβυσμένον Hp.Mul.1.1.
• Etimología: De *u̯esmn̥, cf. ai. vásman y ἕννυμι < *u̯esn-.
German (Pape)
[Seite 730] τό (ἕννυμι), der Anzug, das Kleid, Gewand; Hom. εἵματα ἕσσεν u. mit hinzugefügter näherer Bestimmung πὰρ δ' ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ' ἔθηκαν, das Ober- u. Untergewand, Od. 6, 214. 10, 542; Pind. P. 4, 232; Theocr. 21, 13 u. oft; Her. 1, 10. Auch = Decke, Teppich, Aesch. Ag. 895. 934.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 dans Hom. vêtement en gén.
2 postér. vêtement de dessus, manteau (cf. ἱμάτιον);
3 couverture.
Étymologie: R. Ϝες, vêtir ; v. ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εἷμα: ατος τό ἕννυμι
1) одежда, платье Hom.;
2) верхняя одежда, плащ (κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Her.);
3) покрывало (ὑφ᾽ εἵματος κρυφείς Soph.): πατησμὸς εἱμάτων Aesch. хождение по коврам.
Greek (Liddell-Scott)
εἷμα: τό, (ἕννυμι) ἔνδυμα, ἱμάτιον· παρ’ Ὁμήρῳ ἡ λέξις εἶναι συχνή, ὁτὲ μὲν μόνη μετὰ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ ἐνδύματος, ὁτὲ δὲ μετὰ τῶν προσδιορισμῶν, φᾶρος, χλαῖνα καὶ χιτών, ὡς: πὰρ δ’ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ’ ἔθηκαν Ὀδ. Ζ. 214· ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν Κ. 542· παρ’ Ἡροδ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐπανωφόριον, ὡς τὸ ἱμάτιον, 1. 155., 2. 81, Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Ο. Τ. 1268. ΙΙ. βραδύτερον, σκέπασμα, τάπης, στρῶμα, περίστρωμα, ὡς τὸ φᾶρος, μηδ’ εἵμασι στρώσασ’ ἐπίφθονον πόρον τίθει Αἰσχύλ. Ἀγ. 921. 963· ὑφ’ εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων Σοφ. Αἴ. 1145.
English (Autenrieth)
(ϝέννῦμι): garment, of any sort; pl., εἵματα, clothing; freq as pred. noun, παρ' δ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνα<<><>> τε ϝείματ ἔθηκαν, ‘as clothing.’ i. e. ‘to wear,’ Od. 6.214.
English (Slater)
εἷμα robe ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα (P. 4.232)
Greek Monolingual
εἷμα, το (Α)
1. ένδυμα, ιμάτιο
2. στρωσίδι, σκέπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fεσ-μα, με σίγηση του -σ- και αντέκταση του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ- απαντά στο έννυμι. Η λ. είμα, της οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. vas-man- «ένδυμα» και εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ειμων.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αβροείμων, ανείμων, δνοφοείμων, δροσοείμων, δυσείμων, ευείμων, κακοείμων, κροκοείμων, λαμπρείμων, λαμπροείμων, λευκοείμων, μεγαλοείμων, μελανείμων, μελανοείμων, μελανονεκυοείμων, μονοείμων, ποικιλείμων, πολυείμων, πτεροείμων, φαιδροείμων, φοινικοείμων, χρυσοείμων.
Greek Monotonic
εἷμα: -ατος, τό (ἕννυμι),·
I. ένδυμα· στον πληθ., ρούχα, ένδυση, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. σκέπασμα, τάπητας, στρώμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἕννυμι.
Middle Liddell
ἕννυμι
I. a garment, in plural clothes, clothing, Hom., etc.
II. a cover, rug, carpet, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
εἷμα: {heĩma}
See also: s. ἕννυμι.
Page 1,462