στιφρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stifros
|Transliteration C=stifros
|Beta Code=stifro/s
|Beta Code=stifro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">firm, solid</b>, Men. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1803.1</span>, al.; of olives, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Fr.</span>141</span>; σκέλη <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>, cf. <span class="bibl">5.30</span>; πλεκτάνη <span class="bibl">Crobyl.7</span>; <b class="b3">καυλὸς σαρκώδης καὶ σ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>510b28</span>; of wood, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.11.4</span>, <span class="bibl">5.1.11</span> (Comp.); opp. <b class="b3">μαδαρός</b>, of flesh, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>531b13</span>; opp. <b class="b3">ὑγρός</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>735b18</span>; opp. <b class="b3">σομφός</b>, ib.<span class="bibl">732b35</span>; <b class="b3">τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ σ</b>. ib.<span class="bibl">754a34</span>; of persons, <b class="b2">stout, sturdy</b>, νεανίας <span class="bibl">Philostr.Jun.<span class="title">Im.</span> 15</span>, cf. <span class="bibl">1</span>,<span class="bibl">3</span>.—<b class="b3">στρυφνός</b> is a freq. v.l.</span>
|Definition=ά, όν, [[firm]], [[solid]], Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr.141; σκέλη X.Cyn.4.1, cf. 5.30; [[πλεκτάνη]] Crobyl.7; [[καυλός|καυλὸς]] [[σαρκώδης]] καὶ στιφρός Arist.HA510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 (Comp.); opp. [[μαδαρός]], of [[flesh]], Arist.HA531b13; opp. [[ὑγρός]], Id.GA735b18; opp. [[σομφός]], ib.732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ στιφρόν ib.754a34; of persons, [[stout]], [[sturdy]], [[νεανίας]] Philostr.Jun.Im. 15, cf. ''1'',3.—[[στρυφνός]] is a frequent v.l.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0944.png Seite 944]] (ein Wort mit [[στιβαρός]], vgl. στιβρός), dicht zusamnengedrückt, nach Moeris attisch für das hellenistische [[στριφνός]], <b class="b2">fest, stark</b>; σκέλη Xen. Cyn. 4, 1, [[βρόχος]] 9, 13, u. sonst, von derbem, kräftigem, gedrungenem Körperbau, s. Jac. Philostr. imagg., 596. 604. Vgl. auch Ruhnk. zu Tim, 237.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0944.png Seite 944]] (ein Wort mit [[στιβαρός]], vgl. στιβρός), dicht zusamnengedrückt, nach Moeris attisch für das hellenistische [[στριφνός]], [[fest]], [[stark]]; σκέλη Xen. Cyn. 4, 1, [[βρόχος]] 9, 13, u. sonst, von derbem, kräftigem, gedrungenem Körperbau, s. Jac. Philostr. imagg., 596. 604. Vgl. auch Ruhnk. zu Tim, 237.
}}
{{ls
|lstext='''στιφρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[στιβαρός]]), [[στερεός]], [[συμπαγής]], ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· [[πλεκτάνη]] Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς [[σαρκώδης]] καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ [[μαδαρός]], ἐπὶ σαρκός, [[αὐτόθι]] 4. 6, 9· τῷ [[ὑγρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], [[δυνατός]], [[νεανίας]] Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ [[συχν]]. ὡς διάφ. γραφή.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; fort, robuste ; <i>particul. en parl. du corps, des membres</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
|btext=ά, όν :<br />foulé, serré, compact ; fort, robuste ; <i>particul. en parl. du corps, des membres</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στιφρός:''' [[твердый]], [[плотный]] ([[ἐλάα]] Arph.; σκέλη Xen.; [[σάρξ]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''στιφρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. [[στιβαρός]]), [[στερεός]], [[συμπαγής]], ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· [[πλεκτάνη]] Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς [[σαρκώδης]] καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ [[μαδαρός]], ἐπὶ σαρκός, [[αὐτόθι]] 4. 6, 9· τῷ [[ὑγρός]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. [[αὐτόθι]] 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], [[δυνατός]], [[νεανίας]] Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., [[ἐπίμονος]], [[ἰσχυρογνώμων]], Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ συχν. ὡς διάφ. γραφή.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στιφρός:''' -ά, -όν, όπως το <i>στιβᾰρός</i>, [[σκληρός]], [[στερεός]], [[συμπαγής]], σε Ξεν.
|lsmtext='''στιφρός:''' -ά, -όν, όπως το <i>στιβᾰρός</i>, [[σκληρός]], [[στερεός]], [[συμπαγής]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''στιφρός:''' твердый, плотный ([[ἐλάα]] Arph.; σκέλη Xen.; [[σάρξ]] Arst.).
|mdlsjtxt=[[στιφρός]], ή, όν like στιβᾰρός]<br />[[firm]], [[solid]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 15:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιφρός Medium diacritics: στιφρός Low diacritics: στιφρός Capitals: ΣΤΙΦΡΟΣ
Transliteration A: stiphrós Transliteration B: stiphros Transliteration C: stifros Beta Code: stifro/s

English (LSJ)

ά, όν, firm, solid, Men. in POxy.1803.1, al.; of olives, Ar. Fr.141; σκέλη X.Cyn.4.1, cf. 5.30; πλεκτάνη Crobyl.7; καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός Arist.HA510b28; of wood, Thphr.HP3.11.4, 5.1.11 (Comp.); opp. μαδαρός, of flesh, Arist.HA531b13; opp. ὑγρός, Id.GA735b18; opp. σομφός, ib.732b35; τὸ τῶν βατράχων ᾠὸν στερεὸν καὶ στιφρόν ib.754a34; of persons, stout, sturdy, νεανίας Philostr.Jun.Im. 15, cf. 1,3.—στρυφνός is a frequent v.l.

German (Pape)

[Seite 944] (ein Wort mit στιβαρός, vgl. στιβρός), dicht zusamnengedrückt, nach Moeris attisch für das hellenistische στριφνός, fest, stark; σκέλη Xen. Cyn. 4, 1, βρόχος 9, 13, u. sonst, von derbem, kräftigem, gedrungenem Körperbau, s. Jac. Philostr. imagg., 596. 604. Vgl. auch Ruhnk. zu Tim, 237.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
foulé, serré, compact ; fort, robuste ; particul. en parl. du corps, des membres.
Étymologie: στείβω.

Russian (Dvoretsky)

στιφρός: твердый, плотный (ἐλάα Arph.; σκέλη Xen.; σάρξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στιφρός: -ά, -όν, (ἴδε ἐν λ. στιβαρός), στερεός, συμπαγής, ἐπὶ ἐλαιῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190· σκέλη Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. 5, 30· πλεκτάνη Κρώβυλ. ἐν «Ψευδ.» 2· καυλὸς σαρκώδης καὶ στ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 24· ἀντίθετ. τῷ μαδαρός, ἐπὶ σαρκός, αὐτόθι 4. 6, 9· τῷ ὑγρός, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 5, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 2· τῷ σομιός, π. Ζ. Γεν. 2. 1, 16· ᾠὸν στερεὸν καὶ στ. αὐτόθι 3. 3, 3· ἐπὶ προσώπων, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, δυνατός, νεανίας Φιλόστρ. Νεώτ. 887, πρβλ. 863, 866. 2) μεταφορ., ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 49. - στρυφνὸς ἀπαντᾷ συχν. ὡς διάφ. γραφή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στιφρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν
συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» — το πέτρωμα του οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα
β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ.
γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στιφρὸς ιστός»
(πετρογρ.) ο στιφροκοκκώδης ιστός
β) «στιφρός πλακούντας»
ιατρ. μη φυσιολογική προσκόλληση του πλακούντα ή τμήματος του στο τοίχωμα της μήτρας
αρχ.
1. μτφ. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης («καλοίμην αυστηρός και στιφρός», Ευστ.)
2. ρωμαλέος, σφιχτοδεμένος, γερόςστιφρός νεανίας», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῖφος «πυκνή μάζα, πλήθος, ομάδα» + επίθημα -ρός (πρβλ. κῦδος: κυδρός, αἶσχος: αἰσχρός)].

Greek Monotonic

στιφρός: -ά, -όν, όπως το στιβᾰρός, σκληρός, στερεός, συμπαγής, σε Ξεν.

Middle Liddell

στιφρός, ή, όν like στιβᾰρός]
firm, solid, Xen.