ἐξαναφέρω: Difference between revisions
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐξανοίσω, <i>ao.2</i> ἐξανήνεγκον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> soulever à la surface (de l'eau) ; <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) sortir de l'eau;<br /><b>2</b> porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d'un coup de lance;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se relever, reprendre ses forces.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναφέρω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐξανοίσω, <i>ao.2</i> ἐξανήνεγκον;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> soulever à la surface (de l'eau) ; <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν) sortir de l'eau;<br /><b>2</b> porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d'un coup de lance;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se relever, reprendre ses forces.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαναφέρω:''' (fut. ἐξανοίσω, aor. 2 ἐξανήνεγκον)<br /><b class="num">1)</b> [[выносить наверх или на берег]] ([[θάλασσα]] τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἑαυτόν) выплывать, добираться до берега (ἀρετῇ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[поправляться]], [[выздоравливать]] (ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ [[πάθος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[носить на себе]] (λόγχης τύπον Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[успешно справляться]], [[уметь устоять]] (πρὸς τὴν τύχην Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαναφέρω:''' μέλ. <i>-ανοίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανεβάζω]] έξω από το [[νερό]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αναρρώνω]] από [[μία]] [[ασθένεια]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξαναφέρω:''' μέλ. <i>-ανοίσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ανεβάζω]] έξω από το [[νερό]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[αναρρώνω]] από [[μία]] [[ασθένεια]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -ανοίσω<br /><b class="num">I.</b> to [[bear]] up out of the [[water]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[recover]] from an [[illness]], Plut. | |mdlsjtxt=fut. -ανοίσω<br /><b class="num">I.</b> to [[bear]] up out of the [[water]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[recover]] from an [[illness]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 3 October 2022
English (LSJ)
A bear up, of buoyant sea-water, Arist.Fr.217. 2 ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, Plu.2.563a. II intr., weather the storm, Id.Pyrrh.15: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Id.Oth.9: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c. 2 rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib.469b.
Spanish (DGE)
I tr.
1 c. ac. de pers. sacar a la superficie, mantener a flote ἡ θάλαττα τούς τε νηχομένους ἐξαναφέρει Arist.Fr.217
•fig. recobrar el ánimo ἐξαναφέρειν καὶ ἀνακουφίζειν αὑτόν recobrar su ánimo y sentirse aliviado Plu.2.469c.
2 c. ac. de cosa llevar por fuera ἐξανήνεγκεν λόγχης τύπον ἐν τῷ σώματι llevó en la piel de su cuerpo la imagen de una espada Plu.2.563a.
II intr. soportar, resistir, mantenerse firme ἀρετῇ ... κυβερνητῶν ἐξανέφερε se mantenía firme por el valor de los pilotos Plu.Pyrrh.15, ἐξαναφέρειν ... πρὸς τὴν ἀδηλότητα Plu.Oth.9, cf. 2.541a, 550c, c. part. pred. del suj. ἐν νοσήματι ... κατειλημμένος οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν Plu.2.147c, ἐξαναφέρειν γλιχόμενος καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plu.2.446b.
German (Pape)
[Seite 868] (s. φέρω), heraus-, herausbringen, ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; πρός τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξανοίσω, ao.2 ἐξανήνεγκον;
I. tr. 1 soulever à la surface (de l'eau) ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) sortir de l'eau;
2 porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d'un coup de lance;
II. intr. se relever, reprendre ses forces.
Étymologie: ἐξ, ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαναφέρω: (fut. ἐξανοίσω, aor. 2 ἐξανήνεγκον)
1) выносить наверх или на берег (θάλασσα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Arst.);
2) (sc. ἑαυτόν) выплывать, добираться до берега (ἀρετῇ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν Plut.);
3) поправляться, выздоравливать (ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Plut.);
4) носить на себе (λόγχης τύπον Plut.);
5) успешно справляться, уметь устоять (πρὸς τὴν τύχην Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, ἀναβιβάζω πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν κάτω, ᾗ καὶ μᾶλλον ἡ θάλαττα τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, αὐτόθι 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· ἀντέχω, καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9.
Greek Monolingual
(AM ἐξαναφέρω)
1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.)
2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια
3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ. αντέχω στη θύελλα («ἀρετῇ και προθυμίᾳ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν ἐξανέφερε», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) αναλαμβάνω από ασθένεια, συνέρχομαι, θεραπεύομαι
4. (αμτβ.) έχω αντοχή, αντέχω, καρτερώ, υπομένω
5. εμφανίζω, δείχνω, παρουσιάζω.
Greek Monotonic
ἐξαναφέρω: μέλ. -ανοίσω,
I. ανεβάζω έξω από το νερό, σε Πλούτ.
II. αμτβ., αναρρώνω από μία ασθένεια, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ανοίσω
I. to bear up out of the water, Plut.
II. intr. to recover from an illness, Plut.