ὑπόγειος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypogeios | |Transliteration C=ypogeios | ||
|Beta Code=u(po/geios | |Beta Code=u(po/geios | ||
|Definition=also ὑπόγαιος, ον, (γῆ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[underground]], [[subterraneous]], οἴκημα ὑπόγαιον <span class="bibl">Hdt.2.100</span>,<span class="bibl">148</span> (vv.ll. ὑπόγεον, ὑπόγεα) [[ὀρύγματα ὑπόγαια]] = [[mine]]s, <span class="bibl">Id.4.200</span> ([[varia lectio|v.l.]] | |Definition=also [[ὑπόγαιος]], ον, ([[γῆ]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[underground]], [[subterraneous]], οἴκημα ὑπόγαιον <span class="bibl">Hdt.2.100</span>,<span class="bibl">148</span> (vv.ll. ὑπόγεον, ὑπόγεα) [[ὀρύγματα ὑπόγαια]] = [[mine]]s, <span class="bibl">Id.4.200</span> ([[varia lectio|v.l.]] -γεα) <b class="b3">; ὑπογαίου</b> ([[varia lectio|v.l.]] -γείου) βροντῆς <span class="bibl">A. <span class="title">Fr.</span>57.10</span> (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ <span class="title">Gp.</span>2.6.33; ὑπόγειος [[οἶνος]] = [[stored in a cellar]], Gal.19.95. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ὑπόγειον]] or [[ὑπόγαιον]], τό, an [[underground]] [[chamber]], Plu.2.770e, <span class="bibl">Hdn.1.15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Astron., [[under the earth]], <span class="bibl">Man.3.27</span>, <span class="title">Gp.</span>1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα <span class="title">Placit.</span>1.6.8: τὸ [[ὑπόγειον]] = the [[nadir]], <span class="bibl">Vett.Val.75.24</span>.—The form ὑπόγεως, ων, cited in <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>208</span> and Suid., occurs in codd. of <span class="bibl">Paus.2.2.1</span>, <span class="bibl">2.36.7</span>; cf. [[ὑπογάιδιον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-γειος, ''Ionic'' ανδ λατε αττιξ -γαιος, ον, [γῆ]<br />under the [[earth]], [[subterraneous]], Hdt., etc. | |mdlsjtxt=ὑπό-γειος, ''Ionic'' ανδ λατε αττιξ -γαιος, ον, [γῆ]<br />under the [[earth]], [[subterraneous]], Hdt., etc. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Ancient Greek: [[ὑπόγειος]], [[ὑπόνομος]], [[χθόνιος]]; Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: [[onderaards]], [[ondergronds]]; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: [[souterrain]]; Georgian: მიწისქვეშა; German: [[unterirdisch]], [[Untegrund-]]; Greek: [[υπόγειος]]; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: [[sotterraneo]]; Japanese: 地下, 地下の; Kazakh: жерасты; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: [[subterraneus]]; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: [[subterrâneo]]; Romanian: subteran; Russian: [[подземный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Serbo-Croatian Roman: podzeman; Slovak: podzemný; Spanish: [[subterráneo]]; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש | |||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 3 October 2022
English (LSJ)
also ὑπόγαιος, ον, (γῆ) A underground, subterraneous, οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100,148 (vv.ll. ὑπόγεον, ὑπόγεα) ὀρύγματα ὑπόγαια = mines, Id.4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου) βροντῆς A. Fr.57.10 (anap.); ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33; ὑπόγειος οἶνος = stored in a cellar, Gal.19.95. II ὑπόγειον or ὑπόγαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6. III Astron., under the earth, Man.3.27, Gp.1.7.1; [ἄστρα] τὴν ὑ. φορὰν ἐνεχθέντα Placit.1.6.8: τὸ ὑπόγειον = the nadir, Vett.Val.75.24.—The form ὑπόγεως, ων, cited in Hdn.Epim.208 and Suid., occurs in codd. of Paus.2.2.1, 2.36.7; cf. ὑπογάιδιον.
German (Pape)
[Seite 1212] unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπόγαιος ; τὸ ὑπόγειον PLUT chambre souterraine, hypogée.
Étymologie: ὑπό, γῆ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόγειος: атт. = ὑπόγαιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγειος: Ἰων. καὶ νεώτ. Ἀττ. ὑπόγαιος, ον, (γῆ) ὁ ὑπὸ τὴν γῆν, οἴκημα Ἡρόδ. 2. 100, 148· ὑπ. ὄρυγμα, μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 4. 200· ὑπ. βροντή Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55. ΙΙ. ὑπόγειον ἢ -γαιον, τό, ὑπόγειος θάλαμος, Ἡρῳδιαν. 1. 15, Πλούτ. 2. 770E. - Ὁ τύπος, ὑπόγεως, ων, μνημονευόμενος ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 208, καὶ Σουΐδ., ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Παυσ. 2. 2, 1., 36. 7· καὶ ἀμφίβολ. τύπος ὑπογαίδιος παρ’ Ἡσυχ.
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπόγειος, -ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, -ων, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια της Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ.
δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπόγειο(ν)
τμήμα ή διαμέρισμα κατοικίας ή οίκημα του οποίου το δάπεδο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του γύρω εδάφους
νεοελλ.
φρ. α) «υπόγεια όργανα»
βοτ. τα όργανα τών φυτών που αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος
β) «υπόγειοι καρποί»
βοτ. οι καρποί διαφόρων φυτών που σχηματίζονται μέσα στο χώμα, όπως λ.χ. της αραχίδας
γ) «υπόγεια βλάστηση»
βοτ. τρόπος βλάστησης τών σπερμάτων ορισμένων φυτικών ειδών, όπως είναι λ.χ. τα μπιζέλια ή τα κουκιά, κατά τον οποίο το υποκοτύλιο επιμηκύνεται ελάχιστα παραμένοντας κοντό και οι κοτυληδόνες παραμένουν μέσα στο σπέρμα ή δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του εδάφους·δ) «υπόγειο νερό»
γεωλ. νερό που απαντά κάτω από την επιφάνεια της Γης, όπου καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τους κενούς χώρους στα εδάφη ή τα γεωλογικά στρώματα, αλλ. υποεπιφανειακό νερό
ε) «υπόγεια καλώδια»
(ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) καλώδια κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντέχουν στις συνθήκες ταφής και ακαμψίας μέσα στο έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός που κινείται ή βρίσκεται κάτω από τη Γη («ἄστρα τὴν ὑπόγειον φορὰν ἐνεχθέντα» — άστρα που κατά την περιφορά τους βρίσκονται κάτω από τη Γη, Πλακίδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ναδίρ
3. φρ. α) «ὀρύγματα υπόγαια» — τα ορυχεία
β) «ὑπόγειος οἶνος» — κρασί από το κελάρι.
επίρρ...
υπογείως και υπόγεια Ν
1. κάτω από το έδαφος
2. μτφ. δόλια, κρυφά («δρα υπογείως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γειος / -γαιος (< γη βλ. λ.), πρβλ. μεσό-γειος].
Greek Monotonic
ὑπόγειος: Ιων. και μεταγεν. Αττ. -γαιος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὑπό-γειος, Ionic ανδ λατε αττιξ -γαιος, ον, [γῆ]
under the earth, subterraneous, Hdt., etc.
Translations
Ancient Greek: ὑπόγειος, ὑπόνομος, χθόνιος; Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: onderaards, ondergronds; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: souterrain; Georgian: მიწისქვეშა; German: unterirdisch, Untegrund-; Greek: υπόγειος; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下, 地下の; Kazakh: жерасты; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: subterraneus; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Romanian: subteran; Russian: подземный; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Serbo-Croatian Roman: podzeman; Slovak: podzemný; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט, אונטערערדיש