βάτραχος: Difference between revisions
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
m (Text replacement - "down" to "down") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=βατραχου, ὁ, a [[frog]] (from [[Homer]] (i. e. Battach., and [[Herodotus]]) | |txtha=βατραχου, ὁ, a [[frog]] (from [[Homer]] (i. e. Battach., and [[Herodotus]]) down): Revelation 16:13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:40, 20 October 2022
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ,
A frog, Batr.6,18,59, al., Hdt.4.131, etc.: prov., ὕδωρ πίνειν βάτραχος = a very frog to drink, Aristopho10.3; βατράχοις οἰνοχοεῖν, pour wine to frogs, of those who give what is not wanted, Pherecr.70.5; μέλει μοι τῶν τοιούτων ἧττον τῶν ἐν τοῖς τέλμασι β. Jul.Mis.358a; χλωρὸς βάτραχος, of the tree-frog, Thphr.Sign.15.
II = ἁλιεύς, a kind of fish, fishing-frog or sea-angler, Lophius piscatorius, Arist.GA749a23, Ael. NA13.5.
III frog of a horse's hoof, Gp.16.1.9, Hippiatr.8: hence Astron., of the star β Centauri, Ptol.Alm.8.1.
IV ἐσχάρας εἶδος, Hsch.
V swelling under the tongue, Aët.8.39.—Dial. forms are cited by Gramm.,
1 Ion. βάθρακος, cited from Hdt. (prob.4.131) by Sch.Il.4.243, Eust.1570.11, and found in PLond.1.124.31 (iv/v A. D.); Ion. also βότραχος Hp. ap. Gal.19, βρόταχος Xenoph.40 (as pr. n., GDI5577,5592).
2 βράταχος Hsch. (as pr. n., GDI5727d29).
3 Cypr. βρούχετος Hsch.
4 Phoc. βριαγχόνη Id.
5 Pontic βάβακος Id. Cf. βύρθακος, βρύτιχος.
Spanish (DGE)
(βάτρᾰχος) -ου, ὁ
• Alolema(s): jón. βάθρακος (l. a Hdt.4.131) Eust.468.33, 1570.17; βότραχος Hp. en Gal.19.89; βρόταχος Xenoph.B 40, Hsch.; βράταχος Hsch.; βόρταχος Hsch.; βρύτιχοι Hsch.; chipr. βρούχετος Hsch.; βλίταχος Hsch.
• Morfología: [plu. dat. -οισιν Pherecr.76.5]
I 1rana Hdt.l.c., Gorg.B 30, Pl.Phd.109b, Tht.167b, Batr.6.18, κἀκ τῶν σιδίων βατράχους ἐποίει Ar.Nu.881, de ranas cantoras βάτραχοι κύκνοι Ar.Ra.207
•prov. (πρὸς τὸ) ὕδωρ πίνειν β. en cuanto a beber agua, es una rana Aristopho 10.3, cf. Archestr.SHell.192, βατράχοισιν οἰνοχοεῖν echar vino a las ranas ref. a aquellos que dan lo que no se les pide, Pherecr.l.c.
•de la lluvia de ranas βατράχους (φησίν) ὗσεν ὁ θεός Heraclid.Lemb.3, cf. App.Ill.4
•como motivo ornamental en una fuente, Plu.2.399f, cf. 164a
•ἡ θεὰ τῶν βατράχων prob. Ártemis SEG 37.540.8 (Macedonia III d.C.)
•οἱ Βάτραχοι las Ranas tít. de comedia de Aristófanes, Ath.636e, de Magnes, Sch.Ar.Eq.522.
2 zool. rana de zarzal, rubeta χλωρὸς β. Thphr.Sign.15.
II ict. pejesapo, rape tb. llamado rana marina, Lophius piscatorius L., Hp.Int.12, Arist.GA 749a23, Archestr.SHell.178, IGC p.98A.21 (Beocia III/II a.C.), Ael.NA 13.5, cf. βράχος.
III ranilla parte superior del casco de un caballo Gp.16.1.9, Hippiatr.8.5
•de aquí fig. en astr. de la constelación del Centauro, Ptol.Alm.8.1 (p.162.4).
IV medic. ránula tumor blando que suele formarse bajo la lengua, Aët.8.39, Paul.Aeg.3.26.13.
V ἐσχάρας εἶδος Hsch.
• Etimología: De *βr̥ταχος cuyo origen prehelénico para unos, onomatopéyico para otros, sigue siendo objeto de debate. Las formas con βρα-, βρο-, βρυ-, βλιτ- serían las originarias, habiéndose producido en βάτραχος y βότραχος una metát. de *r̥; βάθρακος a su vez ha sufrido metát. de la aspiración.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, 1) Frosch, Plat. Theaet. 167 d u. sonst. – 2) ein Fisch, Meerfrosch, Arist. H.A. 1, 5. 2, 13; vgl. Ath. VII, 286 d. – 3) eine Zungenkrankheit, Medic. – 4) der hohle Theil am Pferdehuf, Geopon.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 grenouille, animal;
2 grenouille de mer ou baudroie, poisson aussi appelé ἀλιεύς.
Étymologie: par dissimil. p. *βράτραχος, de *βρατρος, criard, de la R. Βρα ou Βαρ, crier.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάτραχος -ου, ὁ, Ion. ook βρόταχος kikker.
Russian (Dvoretsky)
βάτρᾰχος: ион. тж. βάθρᾰκος ὁ
1) лягушка Batr. Her., Arph., Plat., Arst., Plut., Luc.;
2) рыба морской черт (Lophius piscatorius) Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: frog (Hdt.). Also name of a fish Lophius piscatorius (Arist.), s. Strömberg Fischnamen 92f.).
Other forms: Ion. βάθρακος with normal displacement of aspiration (Schwyzer 269, Lejeune, Phonét. 50); βότραχος (Hp.) and βρόταχος (Xenoph. 40, s. Bechtel Dial. 3, 109); βρατάχους βατράχους H.; - βρούχετος .. βάτραχον δε Κύπριοι H. (after βρυχάομαι?, Schwyzer 182); βύρθακος βάτραχος H.; βρύτιχοι βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὑράς H. (cf. βρύω?); - βριαγχόνην βάτραχον. Φωκεῖς H. (mistake?; for *βρ(α)τ-αγχ-?); βρόγχος βάτραχος H. may also be a mistake); still βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). - βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι H. (βαβάζω, s. v.). - Mod. Gr. forms in Hatzidakis Lexikogr. Archiv (Anh. Ἀθ. 26) 48ff., also G. Meyer IF 6, 107f.
Derivatives: Demin. βατράχιον (Paus.), plant Ranunculus (Hp., Dsc., cf. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίσκοι μέρος τι τῆς κιθάρας H.; on the suffixes Chantr. Form. 408. - βατραχίτης, -ῖτις (λίθος; from the colour; Plin.; s. Redard Les noms grecs en -της 53).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Several variants will be due to folketymology or taboo, and also simple phonetic variation. A priori for all these forms a local, i.e. Pre-Gr. form is to be expected. To this will point the variation α/ο. This holds also for βαρδακος if this must be read in H. for βαρακος βάραχος (Fur. 184 A. 2; s. Latte). The form may in origin have been onomat.? (cf. Grošelj, Živa Ant. 6 (1956) 235) βρατ-αχ-, cf. βρεκεκεξ. Or even *brt-ak-, from which the forms with -υ- might come (βύρθακος, βρύτιχος). The desperate forms βριαγχόνη, βρόγχος (this form to be read for βρούχετος?) contain a (misread) prenasalized *(βρατ)αγχος, which would also point to Pre-Greek. On the χ-suffix in animal names Specht Ursprung 255. - The forms βλικ/χ- and βάβακοι, of course, are etymologically unrelated. - For the meaning hearth Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 660 refers to Alb. vatre.
English (Abbott-Smith)
βάτραχος, -ον, ὁ, [in LXX: Ex 8, Ps 77 (78):45 104 (105):30 (צְכַרִדֵּעַ), Wi 19:10*;]
a frog: Re 16:13.†
English (Strong)
of uncertain derivation; a frog: frog.
English (Thayer)
βατραχου, ὁ, a frog (from Homer (i. e. Battach., and Herodotus) down): Revelation 16:13.
Greek Monolingual
ο και βάθρακος, βαθρακός, βάθρακας, βαθραχός, βατρακός, βοθρακός, μποθρακός, μπουρθακλάς, σφάρδακλος, σφάρδακλας (AM βάτραχος και βάθρακος, Α και βότραχος, βρόταχος, βράταχος)
1. κοινή γενική ονομασία των άνουρων αμφιβίων
2. είδος ψαριού, βατραχόψαρο
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει πολύ νερό («είναι σωστός βάτραχος» ή «πίνει σαν βάτραχος»)
2. φρ. «θα βρέξει ή θα ρίξει βατράχους» — θα βρέξει παρά πολύ
αρχ.
1. η κοιλότητα της οπλής του αλόγου, το βατράχιον
2. η νόσος βατράχιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αρχικός τ. βάτραχος ιων.-αττ., άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με ποικίλους τύπους τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα Ελληνική, οι οποίοι ερμηνεύονται ως εξής: ο ιων. τ. βάθρακος < (τ.) βάτραχος, με μετάθεση δασύτητας, το δε νεοελλ. βαθρακός < βάθρακος, με μετάθεση του τόνου, ενώ το επίσης νεοελλ. βάθρακας < βάθρακος, κατά τα σε -ας. Ο τ. βρόταχος (που απαντά στον Ξενοφ.) < ιων. βότραχος (με μετάθεση του -ρ-) < βάτραχος, ενώ το βράταχος (Ησύχ.) < βάτραχος, επίσης με μετάθεση του -ρ-. Από συμφυρμό του βότραχ- (του τ. βότραχος) και του βάθρακ- (του τ. βάθρακος) προήλθε το βοθρακ- στο βόθρακος > βοθρακός. Τέλος, οι νεοελλ. τ. μπουρθακλάς και σφάρδακλος θεωρούνται προϊόντα παρετυμολογίας.
ΠΑΡ. βατράχι (-ιον)
αρχ.
βατραχ(ε)ιούς, βατραχίς, βατραχίτης
αρχ.-μσν.
βατράχειος
νεοελλ.
βατραχένιος.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. βατραχομυομαχία
νεοελλ.
βατραχάνθρωπος, βατραχοβότανο, βατραχοειδής, βατραχοκοίλης, βατραχονέρι, βατραχόχορτο, βατραχόψαρο].
Greek Monotonic
βάτραχος: [βᾰτρᾰ], ὁ, αμφίβιο ζώο βάτραχος, σε Βατραχομ., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βάτραχος: [βᾰτρᾰ-], ὁ, τὸ γνωστὸν ζῷον, Βατρ. 6. 18, 59, κτλ., Ἡρόδ. 4. 131, κτλ.· - παροιμ., ὕδωρ πίνειν βάτραχος, «σωστὸς βάτραχος εἰς τὸ πίνειν», Ἀριστοφῶν Πυθ. 1. 3· βατράχοις οἰνοχοεῖν, ἐπὶ τῶν ταῦτα παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουσι οἱ λαμβάνοντες, ὡς ὁ τοῦ Ὁρατίου Καλαβρὸς ξένος, Φερεκρ. Κορ. 4. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐκ τῶν σελαχοειδῶν, Lophius piscatorius ἢ barbatus, καλούμενος καὶ ἁλιεύς, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 5, 3., 9. 37, 5, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. Ι. 13. 5, Πλούτ. 2. 978Α. ΙΙΙ. τὸ κοῖλον μέρος τῆς ὁπλῆς τοῦ ἵππου, Γεωπ. 16. 1, 9· ἴδε χελιδὼν ΙΙΙ. IV. νόσημα τῆς γλώσσης, ἰδίως παρὰ τοῖς παιδίοις, καλούμενον λατινιστὶ rana, ranula, Ἀέτ. – Οἱ Γραμματικοὶ ἀναφέρουσιν ἱκανοὺς τύπους τῶν διαφόρων διαλέκτων: 1) Ἰων. βάθρακος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἡροδ. (πιθ. 4. 131) ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ἰλ. Δ. 243, Εὐστ. 1570. 18· Ἰων. ὡσαύτως βότραχος ἢ βρόταχος ἐκ τοῦ Ξενοφάνους ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ. 214. 42. 2) βράταχος, Ἡσύχ.· ὅπερ πιθανῶς γραπτέον ἐν τῇ Βατρ. 294, Μάρκελλ. Σιδ. 21. 3) Κυπρ. βρούχετος, Ἡσύχ. 4) Φωκ. βριαγχόνη καὶ βρόαγχος, ὁ αὐτ. 5) Ποντικ. βάβακος, ὁ αὐτ.· - μεθ’ ἱκανῶν ἄλλων τύπων ἀνηκόντων εἰς ἀγνώστους διαλέκτους.
Frisk Etymology German
βάτραχος: {bátrakhos}
Forms: (mit mehreren dialektalen Nebenformen, s. unten)
Grammar: m.
Meaning: Frosch (att. hell., auch Hdt. 4, 131), als N. eines Fisches Lophius piscatorius (Arist., Ael.; vgl. Strömberg Fischnamen 92f.).
Derivative: Mehrere vereinzelt belegte Ableitungen. Deminutiva: βατραχίς (Nik.), auch Bez. einer froschgrünen Kleidung (Ar. u. a.); βατράχιον (Paus.), Pflanzenname Ranunculus (Lehnübersetzung; Hp., Dsk., nach dem Standort, vgl. Strömberg Pflanzennamen 119); βατραχίδιον (Plu.); βατραχίσκοι· μέρος τι τῆς κιθάρας H.; zur technischen Funktion des Suffixes Chantraine Formation 408. — βατραχίτης, -ῖτις (λίθος; nach der Farbe, Plin., Pap. u. a.; s. Redard Les noms grecs en -της 53). Adjektiva: βατράχε(ι)ος froschfarben (Ar., Nik.), βατραχειοῦς ib. (Attika IVa f), ntr. βατραχιοῦν N. eines Gerichtshofes in Athen, nach der Farbe des Anstriches (Paus.). Denominatives Verb: βατραχίζω sich wie ein Frosch benehmen (Hippiatr.).
Etymology: Zu βάτραχος, das nebst seinen Ableitungen in der Literatur dominiert, sind allerhand Nebenformen, hauptsächlich aus lexikalischer Quelle, bezeugt: ion. βάθρακος mit regelmäßiger Hauchversetzung (Schwyzer 269); auch βότραχος (Hp.) und βρόταχος (Xenoph. 40, vgl. Bechtel Dial. 3, 109); dieselbe Umstellung des ρ in βρατάχους· βατράχους H.; — βρούχετος· .. βάτραχον δὲΚύπριοι H. (nach βρυχάομαι, vgl. Schwyzer 182); βύρθακος· βάτραχος H.; βρύτιχοι· βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὐράς H. (nach βρύω); — sogar βριαγχόνην· βάτραχον. Φωκεῖς H. (schwerlich richtig; vgl. zunächst ἰαχέω, ἰαχή; ähnlich das ebenfalls korrupte βρόγχος· βάτραχος H.); auch βλίκανος, βλίκαρος, βλίχα(ς) (H., EM, Suid.); βλίταχος (H.). — βάβακοι· ὑπὸ Ἠλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δὲ βάτραχοι H. (βαβάζω, s. d.). — Neugr. Formen bei Hatzidakis Lexikogr. Archiv (Anh. Ἀθ. 26) 48ff., s. auch G. Meyer IF 6, 107f. — Die zahlreichen Wechselformen beruhen teilweise auf volksetymologischer Umdeutung, hängen aber wahrscheinlich auch mit den Tabuvorstellungen zusammen, die im Volksglauben den Frosch umgeben. Wie die Mehrzahl der Namen des Frosches in verschiedenen Sprachen, ist auch βάτραχος ohne Etymologie. Sämtliche Erklärungsversuche aus alter (Bq, WP. 1, 698f.) wie aus neuer Zeit (v. Windekens Le Pélasgique 76ff.) sind erfolglos geblieben. Zum χ-Suffix in Tiernamen Specht Ursprung 255.
Page 1,226-227
Chinese
原文音譯:b£tracoj 巴特拉所士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懇求 粗糙
字義溯源:青蛙^.( 啓16:13)說到污穢的靈,好像青蛙
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 青蛙(1) 啓16:13
Wikipedia EN
A frog is any member of a diverse and largely carnivorous group of short-bodied, tailless amphibians composing the order Anura (literally without tail in Ancient Greek). The oldest fossil "proto-frog" appeared in the early Triassic of Madagascar, but molecular clock dating suggests their origins may extend further back to the Permian, 265 million years ago. Frogs are widely distributed, ranging from the tropics to subarctic regions, but the greatest concentration of species diversity is in tropical rainforest. There are about 7,300 recorded species, which account for around 88% of extant amphibian species. They are also one of the five most diverse vertebrate orders. Warty frog species tend to be called toads, but the distinction between frogs and toads is informal, not from taxonomy or evolutionary history.
Lophius piscatorius, commonly known as the angler, is a monkfish in the family Lophiidae. It is found in coastal waters of the northeast Atlantic, from the Barents Sea to the Strait of Gibraltar, the Mediterranean and the Black Sea. Within some of its range, including the Irish Sea, this species comprises a significant commercial fishery.
Léxico de magia
ὁ tb. βάτρακος y βάθρακος rana ἐπίθυε ζμύρναν καὶ λίβανον καὶ γλῶτταν βατράχου quema mirra, incienso y lengua de rana P V 203 λαβὼν λάμναν ... γράφε τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ βάλλε εἰς αὐτὸ γλῶσσαν βατράκου toma una lámina, graba los nombres que siguen y pon en ella una lengua de rana P X 38 P X 39 λαβὼν βάτραχον ζῶντα βάλε εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ τοὺς ὀρόβους ... καὶ ἀπόλυσον τὸν βάτραχον ζῶντα toma una rana viva, echa en su boca las arvejas y deja libre a la rana viva P XXXVI 324 ὥρᾳ τρίτῃ ... γεννᾷς ... ἐπὶ γῆς βάτραχον en la hora tercera engendras en tierra una rana (ref. al sol según las horas) P III 509 ἀναπτύξας βάθρακον φροῦνον βάλε (τὴν λάμναν) εἰς τὴν γαστέραν αὐτοῦ abre en canal un sapo y mete la lámina en su vientre P XXXVI 235 ref. al demonio, en pap. crist. δαιμόνιον, ... τὸ ἔχων πόδας λύκου, τοῦ δὲ βατράχου τὴν κεφαλήν un demonio, el que tiene pies de lobo y cabeza de rana C 10 13 (fr. lac.)
Translations
frog
Abau: kior; Abenaki: chegwal; Abkhaz: адаӷь; Acehnese: cangguk; Acholi: ogwal; Adyghe: хьантӏаркъу, хьантыкъуакъу; Afrikaans: padda; Aguaruna: kuwau; Ahom: 𑜀𑜤𑜆𑜫; Albanian: bretkosë; Amharic: እንቁራሪት; Amis: rakorako; Apache Western Apache: dlǫ'ishtłohé; Arabic: ضِفْدِع, ضَفْدَع, ضِفْدَع; Egyptian Arabic: ضفدع, بقرور; Iraqi Arabic: عكروك; Moroccan Arabic: جران, جرانة; Aragonese: anura; Aramaic: פקעא; Armenian: գորտ; Aromanian: broascã, broatic; Assamese: ভেঁকুলী, ভেঁকোলা, বেং; Asturian: rana, xaronca; Avar: къверкъ; Aymara: k'ayra; Azerbaijani: qurbağa; Baluchi: پگل; Bashkir: баҡа; Basque: igel; Bats: ფჰ̡იტ; Belarusian: жаба; Bengali: ব্যাঙ; Bikol Central: talapang; Binukid: bakbak; Breton: glesker, ran; Brunei Malay: katak; Bulgarian: жаба; Burmese: ဖား; Catalan: granota; Catawba: ararai; Cebuano: baki; Central Melanau: belakuhiek; Chakma: 𑄝𑄬𑄋𑄴; Chamicuro: kujpawa'to; Chechen: пхьид; Cherokee: ᏩᎶᏏ, ᏕᎧ; Chichewa: chule; Chinese Cantonese: 青蛙, 蛤𧊅, 田雞, 田鸡, 蛤乸; Dungan: лэгуазы; Hakka: 𧊅仔; Mandarin: 青蛙, 田雞, 田鸡; Min Nan: 蛤仔, 水雞, 水鸡, 田蛤仔, 四跤仔, 四跤魚, 四跤鱼, 大肚仔魚, 大肚仔鱼, 杜蝛仔, 肚蛙, 田僑, 田侨; Wu: 田雞, 田鸡, 青蛙; Cimbrian: bross, vrosch; Comanche: pasawʔóo; Cornish: kwilkyn; Cree: ᐊᔩᐠ, ᐊᔩᑭᐢ, ᐊᔩᑭᓯᐢ, ᒥᐢᑕᔦᐠ; Crimean Tatar: baqa, suvbaqa; Czech: žába; Danish: frø; Darkinjung: gutat; Dharug: gunggun; Dutch: kikker, kikvors; Dzongkha: སྦལཔ; Erzya: ватракш, ведь ватракш; Esperanto: rano; Estonian: konn; Ewe: akpɔkplɔ; Faroese: froskur; Finnish: sammakko; French: grenouille; Galician: ra; Gamilaraay: gindjurra; Georgian: ბაყაყი; German: Frosch; Gooniyandi: woogoo; Greek: βάτραχος; Ancient Greek: βάτραχος; Greenlandic: naraseq; Guaraní: kururu; Gujarati: દેડકો; Hausa: kwaɗo; Hawaiian: poloka, lana; Hebrew: צְפַרְדֵעַ; Hindi: मेंढक, मेंढकी, मेंडक, मेंडुक; Hungarian: béka; Icelandic: froskur; Ido: rano; Inari Sami: cuábui; Irish: loscann, frog, loscán; Italian: rana; Japanese: 蛙, かはづ, カエル; Javanese: kodhok, kodok; Kabardian: хьэндыркъуакъуэ; Kannada: ಕಪ್ಪೆ; Kapampangan: tugak; Karelian: šlöpöi; Kashubian: żaba; Kazakh: құрбақа; Khmer: កង្កែប; Korean: 개구리, 머구리; Kurdish Central Kurdish: قورواق, بۆق; Northern Kurdish: beq; Kyrgyz: бака; Ladin: crot; Lao: ອື່ງ, ກົບ; Latgalian: vardive; Latin: rana; Latvian: varde, naģe, kunna; Ligurian: ræna; Lithuanian: varlė; Luxembourgish: Fräsch; Macedonian: жаба; Malagasy: sahona; Malay: katak; Indonesian: katak; Malayalam: തവള; Maltese: żrinġ; Manchu: ᠵᡠᠸᠠᠯᡳ; Manx: rannag; Maori: pepeke, peketua, pepeketua, poroka; Marathi: बेडूक; Mazanderani: وک; Mi'kmaq: sqolj anim, atagali anim; Mohegan-Pequot: kopayáhs; Mongolian: мэлхий; Nahuatl: cueyatl; Navajo: chʼał; Norman: raînotte; Northern Sami: cuoppu; Norwegian Norwegian Bokmål: frosk; Norwegian Nynorsk: frosk; Nyunga: kwooyar; Occitan: granolha, granhòta; Ojibwe: omakakii; Old Church Slavonic Cyrillic: жаба; Glagolitic: ⰶⰰⰱⰰ; Old East Slavic: жаба; Old English: frosċ; Oriya: ବେଁଗ; Oromo: fattee; Ossetian: хӕфс; Pashto: چونګښه; Pennsylvania German: Frosch; Persian: قورباغه, وک, غوک, بک, چغز; Pipil: kalat, calat; Plautdietsch: Pogg; Polabian: zobo; Polish: żaba; Portuguese: rã; Potawatomi: mekchako; Punjabi: ਡੱਡੂ; Shahmukhi: ڈڈو; Quechua: kaira, racak, jamp'atu; Rajasthani: मींडकौ; Rohingya: beng; Romanian: broască, brotac; Russian: лягушка, жаба; S'gaw Karen: ဒ့ၣ်; Saek: กั๊บ; Sanskrit: मण्डूक, भेक; Scots: puddock; Scottish Gaelic: losgann, muile-mhàg; Serbo-Croatian Cyrillic: жа̏ба, жабац; Roman: žȁba, žábac; Shan: ၵူပ်း; Shor: паға; Sicilian: giurana; Sinhalese: මැඬියා; Slovak: žaba; Slovene: žaba; Somali: rah; Sorbian Lower Sorbian: žaba; Upper Sorbian: žaba; Southern Sami: tsååbpe; Spanish: rana; Sundanese: bangkong; Svan: აფხვ; Swahili: chura; Swedish: groda; Tagalog: palaka; Tajik: қурбоққа; Talysh: вазах; Tamil: தவளை; Tatar: бака; Telugu: కప్ప, మండూకము; Thai: กบ; Tibetan: སྦལ་པ; Tigrinya: እንቁርዖብ; Turkish: kurbağa; Turkmen: gurbaga; Tuvan: пага; Ukrainian: жаба; Unami: chahkol; Urdu: مینڈک, مینڈھک, مینڈھکی; Uyghur: پاقا; Uzbek: qurbaqa; Vietnamese: ếch, nhái, ngoé; Vilamovian: huć; Volapük: frog; Welsh: broga, llyffant; West Coast Bajau: bonong, epak; West Frisian: kikkert, froask; Westrobothnian: tååsk; White Hmong: qav nplaum; Wiradhuri: gulaangga; Wolof: mbeexeer; Xhosa: ixoxo; Yakut: баҕа; Yiddish: פֿראָש, זשאַבע; Yoruba: ọpọlọ; Zealandic: puut; Zhuang: goep
Lophius piscatorius
ar: عفريت البحر; ast: pixín; az: dəniz şeytanı; bg: морски дявол; br: boultouz; ca: rap; co: rospu; cs: ďas mořský; cy: cythraul y môr; da: havtaske; de: Seeteufel; el: πεσκαντρίτσα; eo: lofio; et: euroopa merikurat; eu: zapo zuri; fa: ماهیگیر; fi: merikrotti; fo: havtaska; fr: baudroie commune; gl: peixe sapo; he: חכאי גמלוני; hr: grdobina mrkulja; hu: európai horgászhal; is: skötuselur; ja: ニシアンコウ; ka: ზღვის ეშმაკი; lij: budego; nl: zeeduivel; nn: breiflabb; no: breiflabb; pcd: crapoe;: żabnica; ro: dracul de mare; ru: европейский удильщик; sco: kethie; sh: grdobina mrkulja; sl: morska žaba; sr: грдобина мркуља; sv: marulk; tr: fener balığı; uk: морський чорт; zh_yue: 釣鮟鱇; zh: 釣鮟鱇