ἀκαρής: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σύντομος]], [[μικρός]], σάν τήν [[κόμη]] πού εἶναι μικρή καί δέν μπορεῖ νά κοπεῖ). Ἀπό τό α στερητ. + [[καρῆναι]] τοῦ [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κείρω]].
|mantxt=(=[[σύντομος]], [[μικρός]], σάν τήν [[κόμη]] πού εἶναι μικρή καί δέν μπορεῖ νά κοπεῖ). Ἀπό τό α στερητ. + [[καρῆναι]] τοῦ [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κείρω]].
}}
{{pape
|ptext=ές (<i>VLL</i> [[βραχύς]], [[ὀξύς]], ὃν οὐχ οἷόν τε κεῖραι, von den Attizisten [[empfohlen]]), von der Zeit, <i>kurz</i>: ἐν [[ἀκαρεῖ]] χρόνῳ Ar. <i>Plut</i>. 244; ἀκαρὲς ὥρας Plut. <i>Ant</i>. 28, <i>adv. St</i>. 8 und [[öfter]]; ἐν [[ἀκαρεῖ]] τοῦ χρόνου Luc. <i>Char</i>. 14, <i>Tim</i>. 3.23; ohne χρόνου <i>Asin</i>. 37 und [[öfter]]; ἀκαρὴς πεφιλιππίδωται Alex. Ath. XII.522e; <i>[[beinahe]]</i>, ὁρᾷς; ἀκαρὴς παρόλωλας [[ἀρτίως]] Men. <i>EM</i>. 45.22. – <span class="ggns">Adverbial</span>: ἀκαρῆ, Ar., <i>[[ausgehend]] von [[Stellen]]</i>, wie <i>Av</i>. 1649 τῶν πατρῴων οὐδ' ἀκαρῆ μέτεστί [[σοι]], <i>Vesp</i>. 701, <i>Nub</i>. 488, bes. mit der [[Negation]], χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ <i>Vesp</i>. 541; ὅτι οὐδ' ἀκαρῆ δανείσοι Dem. 50.56; παρ' ἀκαρῆ, [[beinah]], Plat. <i>Axioch</i>. 366c; – τὸ ἀκαρές, der Ring am kleinen [[Finger]], Poll. 5.100.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰρής Medium diacritics: ἀκαρής Low diacritics: ακαρής Capitals: ΑΚΑΡΗΣ
Transliteration A: akarḗs Transliteration B: akarēs Transliteration C: akaris Beta Code: a)karh/s

English (LSJ)

ές, (κείρω) properly of hair, A too short to be cut, hence generally, small, tiny, ἀκαρῆ τινα ἐνθυμήματα D.H.Isoc.20; ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Com.Adesp.370 (and codd. in Ar.Pl.244). II metaph., within a hair's breadth of, all but, στρουθὶς ἀκαρὴς νὴ Δί' εἶ Alex.144; ἀ. παραπόλωλας Men.835; ἀ. δέω φάσκειν Id.Pk.166; κατέπεσον ἀ. τῷ δέει Com.Adesp.581. III freq. of time, esp. neut. ἀκαρές, moment, ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.Pl.244 (ap.EM), Alciphr.3.56, Luc. Tim.3 (also ἐν ἀ. τοῦ χρόνου ib.23); ἐν ἀ. alone, Id.Asin.37, Plot.5.5.7; also ἀκαρῆ διαλιπών (sc. χρόνον) having waited a moment, Ar. Nu.496; ἀκαρὲς ὥρας in a moment, Plu.Ant.28; ἡμέρας μιᾶς ἀ. Id.2.938a; ἐπ' ἀκαρές Aret. SD2.2. 2 neut. pl. ἀκαρῆ, usually with negs., not a bit, not at all, οὐκ ἀπολαύεις πλὴν τοῦθ' ὃ φέρεις ἀκαρῆ not a bit, not at all, Ar.V.701; οὐδ' ἀκαρῆ ib.541 (lyr.), D.50.56; ἀκαρῆ παντελῶς (v.l. ἀκαρεί) Xenarch.7.15; παρ' ἀκαρῆ within a hair's breadth, Pl.Ax.366c, Phld.Rh.2.28 S. IV τὸ ἀ. ring on the little finger, Poll.5.100, Hsch. V Adv. ἀκαρῶς Sch.Ar.Pl.244 (-έως Hsch.); ἀκαρεί, instantly, Plu.Sert.16.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰρής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1breve, diminuto esp. predic. próximo a, que falta muy poco, casi στρουθὶς ἀκαρὴς νὴ Δί' εἶ eres casi un gorrión, por Zeus Alex.148.1, ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως Men.Dysc.695, ἀκαρές δέω φάσκειν Men.Pc.356, μαίνομαι δ' ἀκαρὴς πάνυ estoy a punto de volverme loco Men.Asp.307, κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει casi me caí de miedo, Com.Adesp.77
neutr. plu. como adv. por poco παρὰ ἀκαρῆ Pl.Ax.366c, Phld.Rh.2.28
esp. c. la neg. ni un poco, nada, ni pizca οὐκ ἀπολαύεις πλὴν τοῦθ' ὃ φέρεις ἀκαρῆ no disfrutas ni pizca excepto el (salario) que te llevas Ar.V.701, πρεσβυτῶν ὄχλος χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Ar.V.541.
2 fig. sutil ἀκαρῆ ἐνθυμήματα D.H.Isoc.20.
3 subst. τὸ ἀ. anillito del dedo meñique Poll.5.100, Hsch.
II temp., neutr. subst. τὸ ἀ. momento, instante, rato, breve tiempo ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.Pl.244, Luc.Tim.3, 23, Asin.37, Alciphr.3.20.2, ἀκαρῆ διαλιπών habiendo esperado un rato Ar.Nu.496
esp. neutr. τὸ ἀκαρές Plot.5.5.7, ἀκαρὲς ὥρας el breve tiempo de una hora Plu.Ant.28, ἡμέρας μιᾶς ἀκαρές Plu.2.938a, μᾶλλον δὲ οὐδ' ἐν ἀκαρεῖ D.C.73.6.3, ἐπ' ἀκαρές Aret.SD 2.2.2.
III adv. -ῶς en un tiempo cortísimo Sch.Ar.Pl.244c, -έως· ὁλοσχερῶς Hsch.
• Etimología: Prob. comp. neg. de la raíz de κείρω q.u.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu’on ne peut tondre, trop court pour être tondu ; avec l'idée de temps court, de peu de durée : ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ AR, ἐν ἀκαρεῖ LUC en un instant ; acc. adv. • ἀκαρῆ (χρόνον) un petit moment ; ἀκαρὲς ὥρας PLUT m. sign.
Étymologie: ἀκαρής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰρής: не поддающийся стрижке, т. е. чрезвычайно короткий, незначительный: ἔν ἀκαρεῖ χρόνῳ Arph. или ἐν ἀκαρεῖ (τοῦ χρόνου) Luc., ἀκαρὲς ὥρας Plut. в одно мгновение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰρής: -ές, (κείρω) κυρίως ἐπὶ κόμης, παραπολύ μικρὰ ἢ ὥστε νὰ καρῇ, ἐντεῦθεν καθόλου, βραχύς, σμικρός, ἐλάχιστος, ἀκαρῇ τινα ἐνθυμήματα, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 20. ΙΙ. μεταφορ. σχεδόν, παρ’ ἐλάχιστον, μόνον οὐ, ἀκαρὴς πεφιλιππίδωσαι, = ἔχεις γείνῃ (κατὰ τὴν ἰσχνότητα) σχεδὸν Φιλιππίδης (ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 4. σ. 100), Ἄλεξ. ἐν «Μανδραγοριζόμενῃ» 5· ἀκ. παραπόλωλας, Μενάνδ. Ἄδηλ. 226· κατέπεσον ἀκ. τῷ δέει, ὁ αὐτ. Κωμ. Ἀνων. 3. ΙΙΙ. μάλιστα κατ’ οὐδέτερ. ἀκαρές. 1) ἐπὶ χρόνου, στιγμή, ἐν ἀκαρεῖ χρόνου, Ἀριστοφ. Πλ. 244, Ἀλκίφρ. 3. 56, Λουκ. Τίμ. 3 (οὐχὶ ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου ὡς κεῖται, αὐτόθι 23)· ἐν ἀκαρεῖ μόνον, ὁ αὐτ. Ὄνος 37, κτλ.· ἀκαρῆ διαλιπών, (ἐνν. χρόνον), ἀφοῦ περιέμεινα μίαν στιγμήν, Ἀριστοφ. Νεφ. 496· ὡσαύτ. ἀκαρὲς ὥρας, ἐν μιᾷ στιγμῇ, Πλουτ. Ἀντων. 28· ἡμέρας μιᾶς ἀκ., ὁ αὐτ. 2. 938Α· ἐπ’ ἀκαρές, Ἀρεταῖ. περὶ Χρον. Παθ. 2. 2. 2) ἀκαρῆ, κεῖται ὡσαύτως ἐπιρρηματικῶς ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τὸν χρόνον, τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐκ ἀπολαύεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ, οὐδόλως, οὐδ’ ἐλάχιστον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 701· οὐδ’ ἀκαρῆ, αὐτόθι 541, Δημ. 1223. 28· ἀκαρῆ παντελῶς, (ἑτέρα γραφ. ἀκαρεὶ ἢρεῖ), Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· οὕτω παρ’ ἀκαρῆ, παρ’ ἐλάχιστον, Πλάτ. Ἀξ. 366C. IV. τὸ ἀκαρὲς, δακτύλιος ἐπὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, Πολυδ. 5. 100, «ἀκαρές, τὸ περὶ τῷ μικρῷ δακτυλίδιον», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκαρὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει)
2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος
«ἐν ἀκαρεῖ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244)
«ἐν ἀκαρεῖ», στη στιγμή, ακαριαία
3. παρά τρίχα, σχεδόν, παρά λίγο
«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)
4. (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, χωρίς ν' αναφέρεται σε χρόνο) καθόλου, ούτε τόσο δα
«οὐκ ἀπολαύσεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (Αριστοφ. Σφ. 701)
5. (ουσιαστ.) τὸ ἀκαρές
δαχτυλίδι για το μικρό δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκαρὴς είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. ἐκάρην, παθητ. αόρ. β' του ρ. κείρω «περικόπτω, κουρεύω» — πρβλ. Ησύχ. «ἀκαρής·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι οἷόντε». Η άποψη αυτή ισχύει ώς σήμερα
πρβλ. και το σχήμα ἐμίγην > -μιγής.
ΠΑΡ. ακαριαίος, άκαρι, αρχ. ἀκαρέως].

Greek Monotonic

ἀκᾰρής: -ές (κείρω),
I. λέγεται κυρίως για μαλλιά, πάρα πολύ κοντά, πολύ κοντά για να κοπούν· από όπου, βραχύς, μικρός, ελάχιστος·
II. κυρίως στο ουδ. ἀκαρές.
1. λέγεται για χρονική στιγμή· ἐν ἀκαρεῖ χρόνου, σε Αριστοφ.· ἀκαρῆ διαλιπών (ενν. χρόνον), αφού περίμενε για μια στιγμή, στον ίδ.· ἀκαρὲς ὥρας, σε μια στιγμή, σε Πλούτ.
2. η αιτ. ἀκαρῆ χρησιμοποιείται επιρρ. χωρίς αναφορά στον χρόνο· οὐκ ἀκαρῆ ή οὐδ' ἀκαρῆ, καθόλου, ούτε στο ελάχιστο, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: small, tiny (Ar.)
Other forms: Mostly in fixed expressions, of time ἐν ἀκαρεῖ (χρόνου), ἀκαρῆ a moment (Ar.); also κατέπεσον ἀκαρης τῳ̃ δέει it was a hairbeadth eescape; οὐκ ἀκαρῆ not at all. A form ἄκαρ is attributed to Antiphon (Taillardat, Images d'Aristophane \#248).
Derivatives: ἀκαριαῖος id. (D., ), cf. Chantr. Form. 49.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Of old derived from κείρω, ἐκάρην (wie ἐμίγην: ἀμιγής) as too small to cut: τὸ βραχύ, ὅ οὑδε κεῖραι οἷόν τε H.; doubtful. Perhaps (not a) louse?, see ἀκαρί.

Middle Liddell

κείρω
of hair, too short to be cut, very short: mostly in neut. ἀκαρές,
1. of time, a moment, ἐν ἀκαρεῖ χρόνου Ar.; ἀκαρῆ διαλιπὼν (sc. χρόνον) having waited a moment, Ar.; ἀκαρὲς ὥρας a moment, Plut.
2. the acc. ἀκαρῆ is used adverbially without reference to Time, οὐκ ἀκαρῆ or οὐδ' ἀκαρῆ not a bit, Ar.

Frisk Etymology German

ἀκαρής: -ές
{akarḗs}
Meaning: winzig, kurz, gewöhnlich in adverbiellen Redewendungen (von der Zeit) oder in sonstigen Maßbezeichnungen, z. B. ἐν ἀκαρεῖ (χρόνου), ἀκαρῆ (Ar., D., Luk. u. a.).
Derivative: Davon ἀκαριαῖος winzig, gering (D., Arist. u. a.), zur Bildung vgl. Maßadjektiva wie σταδιαῖος, πλεθριαῖος usw. (Chantraine Formation 49). Hierher wahrscheinlich auch ἀκαρί n. Milbe Arist. ΗΑ 557 b 8).
Etymology: Nach alter Deutung zu κείρω, ἐκάρην (wie ἐμίγην: ἀμιγής) als unscherbar, vgl. τὸ βραχύ, ὅ οὐδὲ κεῖραι οἷόν τε H. — Vgl. καρός.
Page 1,51

Mantoulidis Etymological

(=σύντομος, μικρός, σάν τήν κόμη πού εἶναι μικρή καί δέν μπορεῖ νά κοπεῖ). Ἀπό τό α στερητ. + καρῆναι τοῦ κείρω (=κουρεύω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κείρω.

German (Pape)

ές (VLL βραχύς, ὀξύς, ὃν οὐχ οἷόν τε κεῖραι, von den Attizisten empfohlen), von der Zeit, kurz: ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Ar. Plut. 244; ἀκαρὲς ὥρας Plut. Ant. 28, adv. St. 8 und öfter; ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου Luc. Char. 14, Tim. 3.23; ohne χρόνου Asin. 37 und öfter; ἀκαρὴς πεφιλιππίδωται Alex. Ath. XII.522e; beinahe, ὁρᾷς; ἀκαρὴς παρόλωλας ἀρτίως Men. EM. 45.22. – Adverbial: ἀκαρῆ, Ar., ausgehend von Stellen, wie Av. 1649 τῶν πατρῴων οὐδ' ἀκαρῆ μέτεστί σοι, Vesp. 701, Nub. 488, bes. mit der Negation, χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Vesp. 541; ὅτι οὐδ' ἀκαρῆ δανείσοι Dem. 50.56; παρ' ἀκαρῆ, beinah, Plat. Axioch. 366c; – τὸ ἀκαρές, der Ring am kleinen Finger, Poll. 5.100.