κῦρος: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> autorité souveraine, plein pouvoir;<br /><b>2</b> ratification, sanction ; garant : ἔχειν [[κῦρος]] SOPH être confirmé <i>ou</i> sanctionné.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ ; cf. [[κύριος]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[autorité souveraine]], [[plein pouvoir]];<br /><b>2</b> ratification, sanction ; garant : ἔχειν [[κῦρος]] SOPH être confirmé <i>ou</i> sanctionné.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ ; cf. [[κύριος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 28 November 2022
English (LSJ)
εος, τό, A supreme power, authority, κ. ἔχειν ἀμφί τινος A.Supp. 391; τῶν πρηγμάτων τὸ κ. ἔχειν Hdt.6.109; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Th.5.38, cf. Pl.Grg.450e, al.; κ. ἔχειν περί τινος Id.Cra.435c; τὸ κ. τῆς ἐνεργείας principle or origin of a function, Gal.10.459. 2 concrete, one invested with authority, Pl.Lg.70cc. II confirmation, validity, ἔχειν κ., = κεκυρῶσθαι, S.OC1779 (anap.), cf. POxy.2110.12 (iv A.D.), etc.; ἡ νῦν… ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν S.El.919; κ. λαβεῖν, of a law, to be ratified, D.C.38.17, al.:—κῦρος and all derivs. are post-Hom. (Cf. Skt. śūas 'valiant', OIr. caur 'hero', Welsh cawr 'giant'.)
German (Pape)
[Seite 1537] τό (vgl. κάρη, κόρυς), eigtl. die Hauptsache, auf der Alles beruht, daher die Gewalt, Macht; ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος οὐδὲν ἀμφὶ σοῦ Aesch. Suppl. 386; τούτων τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρος ἔχειν, die höchste Gewalt in Staatssachen, Her. 6, 109; τὸ δὲ κῦρος τούτων γνῶναι οὐ σύριγξ ἦν Plat. Legg. III, 700 c, vgl. Gorg. 430 e ταῖς τέχναις πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ τὸ κῦρος διὰ λόγων ἐστί u. ὅτι ἡ διὰ λόγο υ τὸ κῦρος ἔχουσα ῥητορική ἐστί; Crat. 433 c κῦρος ἔχει ν περί τινος; auch Sp., wie D. Cass. 53, 17, μοναρχία γάρ, εἰ καὶ τὰ μάλιστα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἅμα τὸ κῦρός ποτε ἔσχον, ἀληθέστατα ἂν νομίζοιτο. – Daher auch Begründung, Veranlassung, ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῦρος ἡμέρα καλῶν, Soph. El. 907, wird viel Gutes bringen. – Πάντως γὰρ ἔχει τάδε κῦρος, ist bestätigt, O. C. 1776, u. so öfter bei Sp. – Davon
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 autorité souveraine, plein pouvoir;
2 ratification, sanction ; garant : ἔχειν κῦρος SOPH être confirmé ou sanctionné.
Étymologie: R. Κυρ ; cf. κύριος.
Greek Monolingual
κυρός, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.
(I)
το (AM κῡρος)
αξία βεβαιωμένη από τον νόμο, νομική ισχύς, εγκυρότητα (α. «το συμβόλαιο δεν έχει κύρος επειδή δεν έχει υπογραφή συμβολαιογράφου» β. «ὁ νόμος τὸ κῡρος ἔλαβε», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
η δύναμη, η επιβολή ή επίδραση ενός ατόμου με ισχυρή προσωπικότητα, με θέση ή με ειδικότητα («τα λόγια του δεν έχουν κύρος»)
αρχ.
1. ύψιστη δύναμη, πλήρης εξουσία («ἐς σέ τοι τούτων ἀνήκει τών πρηγμάτων τὸ κῡρος ἔχειν», Ηρόδ.)
2. αυτός που εξουσιάζει, ο άρχοντας
3. φρ. α) «τὸ κῡρος τῆς ἐνεργείας» — η αρχή μιας πράξης
β) «ὑπάρχω κῡρος τινός» — γίνομαι αιτία για κάτι («ἡ δὲ νῦν ἴσως πολλῶν ὑπάρξει κῡρος ἡμέρα καλῶν» — η σημερινή ημέρα θα γίνει ίσως αιτία πολλών καλών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπορεί να είναι ή υποχωρητ. παρ. από το ρ. κυρῶ ή προέρχεται από έναν αρχαίο τ. κῦρος (ὁ)].
(II)
κύρος, ὁ (Μ)
βλ. κύρης.
Greek Monotonic
κῦρος: -εος, τό,
I. ανώτατη εξουσία, αρχή, ύψιστη δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. επιβεβαίωση, εγκυρότητα, επικύρωση, ασφάλεια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῦρος: εος τό
1 власть, право, сила: τούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. иметь право решать эти дела; κ. ἔχειν ἀμφί τινος Aesch. и περί τινος Plat. иметь законную власть над кем(чем)-л.; ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Thuc. обладать всей полнотой власти;
2 обеспечение, залог: ἡ νῦν πολλῶν ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν Soph. нынешний день станет залогом многих благ; πάντως γὰρ ἔχει τάδε κ. Soph. ибо это целиком (пред)определено.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῦρος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ κύριος] hoogste macht:; ἅπαν τὸ κῦρον ἔχειν de volledige beslissingsbevoegdheid hebben Thuc. 5.38.2; met gen.:; τούτων... τῶν πρηγμάτων τὸ κῦρον ἔχειν de beslissing hierover in handen hebben Hdt. 6.109.4; ook met ἀμφί + gen., met περί + gen. uitbr. bevestiging:. πολλῶν... κῦρος... καλῶν bevestiging van veel moois Soph. El. 919.
Frisk Etymological English
Meaning: authority
See also: s. κύριος.
Middle Liddell
κῦρος, εος,
I. supreme power, authority, Hdt., Thuc., etc.
II. confirmation, validity, certainty, Soph.
Frisk Etymology German
κῦρος: {kũros}
Grammar: n.
Meaning: Rechtskraft
See also: s. κύριος.
Page 2,54
English (Woodhouse)
authority, power, ratification, supreme power
Mantoulidis Etymological
(=δύναμη). Ἀπό ρίζα κυρ-.
Παράγωγα: κυρόω -ῶ (=κάνω κάτι ἔγκυρο), κύρωμα, κύρωσις, (κατά, ἐπι)κύρωσις, κυρωτέον, κυρωτικός, ἀκόμη τά: κύριος, κυριεύω, κυριεία, κυρίευσις, κυριακός, κυρία (=ἐξουσία), κυρίως, κυριότης, κυρέω -ῶ, κοίρανος (=ἀρχηγός).