φάλος: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=φᾰ́λος | ||
|Medium diacritics=φάλος | |Medium diacritics=φάλος | ||
|Low diacritics=φάλος | |Low diacritics=φάλος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=falos | |Transliteration C=falos | ||
|Beta Code=fa/los | |Beta Code=fa/los | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[horn]] of a [[helmet]], Il.3.362, 4.459, 13.132,614, 16.216, 338; cf. [[ἀμφίφαλος]], [[τρυφάλεια]]. (Expld. as a [[boss]] or [[ornament]] by Gramm., Apollon.''Lex.'', etc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, ein blanker metallner Vorsprung an der Vorderseite des Helms oberhalb der Augen vom Helmbusch bis vorn nach der Stirn gehend und hier merklich vorspringend, sowohl zur Zierde, als zum Schutz und zur Abwehr der Hiebe dienend, also eine Art Bügel, in welchem der Helmbusch befestigt war, späterhin [[κῶνος]] genannt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 242. Es kommt nur in der Il. vor; πλῆξεν [[κόρυθος]] φάλον 3, 362, vgl. 4, 459. 6, 9. 13, 614. 16, 338; κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισιν 13, 132, u. öfter. Häufig sind die Composita [[ἄφαλος]], [[ἀμφίφαλος]], [[τετράφαλος]], [[τετραφάληρος]]. – Es hängt unstreitig Pfahl, verbindet also den Begriff des Blanken, Leuchtenden mit dem Hervorragenden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] ὁ, ein blanker metallner Vorsprung an der Vorderseite des Helms oberhalb der Augen vom Helmbusch bis vorn nach der Stirn gehend und hier merklich vorspringend, sowohl zur Zierde, als zum Schutz und zur Abwehr der Hiebe dienend, also eine Art Bügel, in welchem der Helmbusch befestigt war, späterhin [[κῶνος]] genannt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 242. Es kommt nur in der Il. vor; πλῆξεν [[κόρυθος]] φάλον 3, 362, vgl. 4, 459. 6, 9. 13, 614. 16, 338; κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισιν 13, 132, u. öfter. Häufig sind die Composita [[ἄφαλος]], [[ἀμφίφαλος]], [[τετράφαλος]], [[τετραφάληρος]]. – Es hängt unstreitig Pfahl, verbindet also den Begriff des Blanken, Leuchtenden mit dem Hervorragenden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[cimier d'un casque]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φάλος:''' (ᾰ) ὁ [[шишка шлема]] Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάλος''': [ᾱ], ὁ, [[μέρος]] τι τῆς περικεφαλαίας ἣν ἐφόρουν οἱ Ὁμηρικοὶ ἥρωες. Ὁ [[φάλος]] ἔκειτο εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]], [[ἐπειδὴ]] τὰ κτυπήματα τοῦ ξίφους πίπτουσιν ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Γ. 362, Π. 338˙ καὶ τὸ [[δόρυ]] διερχόμενον δι’ [[αὐτοῦ]] πλήττει τὸ [[μέτωπον]], Δ. 459˙ ἔκειτο δὲ ἀμέσως ὑπὸ τὸν λόφον, Ν. 614˙ καὶ προεῖχε πάντων τῶν λοιπῶν μερῶν τῆς περικεφαλαίας, [[ὥστε]] δύο περικεφαλαιῶν ἀντιμετώπων οἱ φάλοι ἤγγιζον ἀλλήλοις, Ν. 132, Π. 216˙ [[ὡσαύτως]] ὑπῆρχε καὶ περικεφαλαία [[ἀμφίφαλος]], Ε. 743, Λ. 41. Ἡ [[συνήθης]] γνώμη [[εἶναι]] ὅτι ὁ [[φάλος]] ἦτο ὁ | |lstext='''φάλος''': [ᾱ], ὁ, [[μέρος]] τι τῆς περικεφαλαίας ἣν ἐφόρουν οἱ Ὁμηρικοὶ ἥρωες. Ὁ [[φάλος]] ἔκειτο εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]], [[ἐπειδὴ]] τὰ κτυπήματα τοῦ ξίφους πίπτουσιν ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Γ. 362, Π. 338˙ καὶ τὸ [[δόρυ]] διερχόμενον δι’ [[αὐτοῦ]] πλήττει τὸ [[μέτωπον]], Δ. 459˙ ἔκειτο δὲ ἀμέσως ὑπὸ τὸν λόφον, Ν. 614˙ καὶ προεῖχε πάντων τῶν λοιπῶν μερῶν τῆς περικεφαλαίας, [[ὥστε]] δύο περικεφαλαιῶν ἀντιμετώπων οἱ φάλοι ἤγγιζον ἀλλήλοις, Ν. 132, Π. 216˙ [[ὡσαύτως]] ὑπῆρχε καὶ περικεφαλαία [[ἀμφίφαλος]], Ε. 743, Λ. 41. Ἡ [[συνήθης]] γνώμη [[εἶναι]] ὅτι ὁ [[φάλος]] ἦτο ὁ μετὰ [[ταῦτα]] κληθεὶς [[κῶνος]], ἡ μεταλλίνη [[ῥάχις]] τῆς περικεφαλαίας ἐφ’ ἧς ἐστηρίζετο ὁ [[λόφος]], πρβλ. Σχόλ. Victor. εἰς Ἰλ. Κ. 358. Ἀλλὰ τὰ μνημονευθέντα χωρία φαίνονται δεικνύοντα [[μᾶλλον]] ὅτι [[φάλος]] ἦτο ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας˙ καὶ ὅτι [[ἀμφίφαλος]] [[κυνέη]] ἦτο περικεφ. ἔχουσα δύο κορυφὰς τὴν μὲν [[ἔμπροσθεν]] τὴν δὲ [[ὄπισθεν]], ὡς φαίνεται ἐν πολλαῖς παραστάσεσιν ἀρχαίων περικεφαλαιῶν˙ [[τότε]] δὲ τὰ φάλᾰρα θὰ [[εἶναι]] τὰ [[ἑκατέρωθεν]] πέταλα τὰ προφυλάττοντα τὰς παρειὰς καὶ συνδεόμενα πρὸς τὸν φάλον. Ἡ [[ἑρμηνεία]] αὕτη προσκρούει εἴς τινα δυσκολίαν ἐν τῷ τύπῳ [[τετράφαλος]], [[διότι]] ἡ περικεφαλαία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τέσσαρας φάλους (ἐκτὸς ἐὰν ὑποτεθῶσι κατὰ ζεύγη, δύο [[ἔμπροσθεν]] καὶ δύο [[ὄπισθεν]], [[Μ]])˙ [[ἴσως]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] συντετμημένος ἐκ τοῦ [[τετραφάληρος]], [[τετράλοφος]], ἴδε ἐν λ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Autenrieth | ||
| | |auten=(1) the [[metal]] [[ridge]] or [[crest]] of the [[helmet]], extending [[from]] [[back]] to [[front]], [[with]] a [[socket]] to [[hold]] the [[plume]] (see [[cut]] No. 122).—(2) in narrower [[signification]], the [[rounded]] [[boss]], projecting forepiece, in [[which]] the [[φάλος]] terminated, Il. 6.9, Il. 13.132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />το πρόσθιο μεταλλικό [[μέρος]] της περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος [[ξίφος]] ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος [[κόρυθος]] φάλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. [[προς]] το αρσ. <i>φάλ</i>-<i>ος</i> απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την [[ίδια]] [[ρίζα]], οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (<b>βλ.</b> [[φάλαρα]], [[τετραφάληρος]], [[τρυφάλεια]]). Παλαιότερα η λ. [[φάλος]] συνδεόταν —παρετυμολογικώς [[μάλλον]]— με τα επίθ. [[φαλός]], [[φαλιός]] «[[λευκός]]» με την [[έννοια]] ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό [[μέρος]] της περικεφαλαίας. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>phalerae</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φάλος:''' [ᾰ], ὁ, [[μέρος]] της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, [[είτε]] η μεταλλική [[ράχη]] στην οποία στηριζόταν το [[λοφίο]] ([[λόφος]]) ή ([[μάλλον]]) η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας· [[έπειτα]], [[ἀμφίφαλος]] [[κυνέη]], [[περικεφαλαία]] που είχε μια [[κορυφή]] [[πίσω]] και μια [[μπροστά]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φᾰ́λος, ὁ,<br />a [[part]] of the [[helmet]] [[worn]] by the Homeric heroes, [[either]] a [[metal]] [[ridge]] in [[which]] the [[plume]] (λόφοσ) was [[fixed]], or ([[rather]]) the [[peak]] of the [[helmet]]: then, an [[ἀμφίφαλος]] [[κυνέη]] would be one that had a [[peak]] [[behind]] as well as [[before]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''φάλος''': {phálos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines Helmschmucks oder Helmteils, kornartiger Aufsatz’ ?, [[Helmreifen]] ? (Il.).<br />'''Composita''': Als Hinterglied in [[ἄφαλος]] ‘ohne φ.’ (Κ 258), [[τετράφαλος]] [[mit vier φάλοι]] (Μ 384, Χ 315), [[ἀμφί]]-φαλος mit einem [[φάλος]] an beiden Seiten, von φάλοι [[umgeben]] (Ε 743 = Λ 41, Q. S. 3, 334; anders Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] mit Schulze). Zu [[τρυφάλεια]] s. bes.<br />'''Derivative''': Daneben [[φάλαρα]] n. pl. N. eines Helmteils [[Verzierungen]]?, [[Backenstücke]] ? (Π 106), [[Backenstücke der Pferde]] (Hdt., E., X. u.a.), [[Backenverbände]] (sp. Mediz.), übertr. [[Verzierungen]] (Plu., D. Chr.), -αρον sg. [[Schmuck]] der [[τιάρα]] (A. ''Pers''. 663 [lyr.]); nach H. = [[ἀστραγαλίσκος]] ὁ ἐπὶ τῆς περικεφαλαίας, καὶ παραγναθίδες, χαλινοὶ ἢ [[ἱπποκόσμια]]. Davon Φαλαρῖτις f. Bein. der Athena (Kall. ''Fr''. 503; Redard 214). — Auch [[τετραφάληρος]] Beiwort der [[κυνέη]] (neben [[ἀμφίφαλος]]; Ε 743 = Λ 41), Erweiterung am Versende?; nach Bechtel [[sub verbo|s.v.]] mit Schulze von *τετραφαλής.<br />'''Etymology''': Da das Aussehen und die eigentliche Funktion der φάλοι und [[φάλαρα]] unbekannt bleiben (s. Trümpy Fachausdrücke ff. [mit Nachtr.] m. Lit., Phabes Ἀθ. 53, 270ff., Hoekstra Modifications 9 7 ff.), muß jede Etymologie ihrer unerläßlichen sachlichen Grundlage entbehren. Erklärungsversuche (von Froehde BB 7, 332, Persson Beitr. 2, 757 A. 5, Bechtel Lex. 313 u.a.) sind bei Bq, WP. 1, 643 f., Pok. 489f., W.-Hofmann s. ''fallō'' referiert. Es hat keinen Zweck, sie nochmals zu wiederholen. Lat. LW ''phalĕrae''.<br />'''Page''' 2,988 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ὁ (=[[τμῆμα]] τοῦ μπροστινοῦ μέρους τῆς περικεφαλαίας). Σχετίζεται μέ τό [[φάλαρα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, horn of a helmet, Il.3.362, 4.459, 13.132,614, 16.216, 338; cf. ἀμφίφαλος, τρυφάλεια. (Expld. as a boss or ornament by Gramm., Apollon.Lex., etc.)
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, ein blanker metallner Vorsprung an der Vorderseite des Helms oberhalb der Augen vom Helmbusch bis vorn nach der Stirn gehend und hier merklich vorspringend, sowohl zur Zierde, als zum Schutz und zur Abwehr der Hiebe dienend, also eine Art Bügel, in welchem der Helmbusch befestigt war, späterhin κῶνος genannt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 242. Es kommt nur in der Il. vor; πλῆξεν κόρυθος φάλον 3, 362, vgl. 4, 459. 6, 9. 13, 614. 16, 338; κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισιν 13, 132, u. öfter. Häufig sind die Composita ἄφαλος, ἀμφίφαλος, τετράφαλος, τετραφάληρος. – Es hängt unstreitig Pfahl, verbindet also den Begriff des Blanken, Leuchtenden mit dem Hervorragenden.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cimier d'un casque.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Russian (Dvoretsky)
φάλος: (ᾰ) ὁ шишка шлема Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φάλος: [ᾱ], ὁ, μέρος τι τῆς περικεφαλαίας ἣν ἐφόρουν οἱ Ὁμηρικοὶ ἥρωες. Ὁ φάλος ἔκειτο εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος, ἐπειδὴ τὰ κτυπήματα τοῦ ξίφους πίπτουσιν ἐπ’ αὐτοῦ, Ἰλ. Γ. 362, Π. 338˙ καὶ τὸ δόρυ διερχόμενον δι’ αὐτοῦ πλήττει τὸ μέτωπον, Δ. 459˙ ἔκειτο δὲ ἀμέσως ὑπὸ τὸν λόφον, Ν. 614˙ καὶ προεῖχε πάντων τῶν λοιπῶν μερῶν τῆς περικεφαλαίας, ὥστε δύο περικεφαλαιῶν ἀντιμετώπων οἱ φάλοι ἤγγιζον ἀλλήλοις, Ν. 132, Π. 216˙ ὡσαύτως ὑπῆρχε καὶ περικεφαλαία ἀμφίφαλος, Ε. 743, Λ. 41. Ἡ συνήθης γνώμη εἶναι ὅτι ὁ φάλος ἦτο ὁ μετὰ ταῦτα κληθεὶς κῶνος, ἡ μεταλλίνη ῥάχις τῆς περικεφαλαίας ἐφ’ ἧς ἐστηρίζετο ὁ λόφος, πρβλ. Σχόλ. Victor. εἰς Ἰλ. Κ. 358. Ἀλλὰ τὰ μνημονευθέντα χωρία φαίνονται δεικνύοντα μᾶλλον ὅτι φάλος ἦτο ἡ κορυφὴ τῆς περικεφαλαίας˙ καὶ ὅτι ἀμφίφαλος κυνέη ἦτο περικεφ. ἔχουσα δύο κορυφὰς τὴν μὲν ἔμπροσθεν τὴν δὲ ὄπισθεν, ὡς φαίνεται ἐν πολλαῖς παραστάσεσιν ἀρχαίων περικεφαλαιῶν˙ τότε δὲ τὰ φάλᾰρα θὰ εἶναι τὰ ἑκατέρωθεν πέταλα τὰ προφυλάττοντα τὰς παρειὰς καὶ συνδεόμενα πρὸς τὸν φάλον. Ἡ ἑρμηνεία αὕτη προσκρούει εἴς τινα δυσκολίαν ἐν τῷ τύπῳ τετράφαλος, διότι ἡ περικεφαλαία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ τέσσαρας φάλους (ἐκτὸς ἐὰν ὑποτεθῶσι κατὰ ζεύγη, δύο ἔμπροσθεν καὶ δύο ὄπισθεν, Μ)˙ ἴσως ὁ τύπος οὗτος εἶναι ἁπλῶς συντετμημένος ἐκ τοῦ τετραφάληρος, τετράλοφος, ἴδε ἐν λ.
English (Autenrieth)
(1) the metal ridge or crest of the helmet, extending from back to front, with a socket to hold the plume (see cut No. 122).—(2) in narrower signification, the rounded boss, projecting forepiece, in which the φάλος terminated, Il. 6.9, Il. 13.132.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
το πρόσθιο μεταλλικό μέρος της περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος της περικεφαλαίας, το οποίο, όμως, δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Παρλλ. προς το αρσ. φάλ-ος απαντούν και συγγενείς τ. σχηματισμένοι από την ίδια ρίζα, οι οποίοι, όμως, εμφανίζουν διαφορετικές μορφές θέματος (βλ. φάλαρα, τετραφάληρος, τρυφάλεια). Παλαιότερα η λ. φάλος συνδεόταν —παρετυμολογικώς μάλλον— με τα επίθ. φαλός, φαλιός «λευκός» με την έννοια ότι δηλώνει κάποιο λαμπερό, αστραφτερό μέρος της περικεφαλαίας. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. phalerae].
Greek Monotonic
φάλος: [ᾰ], ὁ, μέρος της περικεφαλαίας που φορούσαν οι Ομηρικοί ήρωες, είτε η μεταλλική ράχη στην οποία στηριζόταν το λοφίο (λόφος) ή (μάλλον) η κορυφή της περικεφαλαίας· έπειτα, ἀμφίφαλος κυνέη, περικεφαλαία που είχε μια κορυφή πίσω και μια μπροστά.
Middle Liddell
φᾰ́λος, ὁ,
a part of the helmet worn by the Homeric heroes, either a metal ridge in which the plume (λόφοσ) was fixed, or (rather) the peak of the helmet: then, an ἀμφίφαλος κυνέη would be one that had a peak behind as well as before.
Frisk Etymology German
φάλος: {phálos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Helmschmucks oder Helmteils, kornartiger Aufsatz’ ?, Helmreifen ? (Il.).
Composita: Als Hinterglied in ἄφαλος ‘ohne φ.’ (Κ 258), τετράφαλος mit vier φάλοι (Μ 384, Χ 315), ἀμφί-φαλος mit einem φάλος an beiden Seiten, von φάλοι umgeben (Ε 743 = Λ 41, Q. S. 3, 334; anders Bechtel Lex. s.v. mit Schulze). Zu τρυφάλεια s. bes.
Derivative: Daneben φάλαρα n. pl. N. eines Helmteils Verzierungen?, Backenstücke ? (Π 106), Backenstücke der Pferde (Hdt., E., X. u.a.), Backenverbände (sp. Mediz.), übertr. Verzierungen (Plu., D. Chr.), -αρον sg. Schmuck der τιάρα (A. Pers. 663 [lyr.]); nach H. = ἀστραγαλίσκος ὁ ἐπὶ τῆς περικεφαλαίας, καὶ παραγναθίδες, χαλινοὶ ἢ ἱπποκόσμια. Davon Φαλαρῖτις f. Bein. der Athena (Kall. Fr. 503; Redard 214). — Auch τετραφάληρος Beiwort der κυνέη (neben ἀμφίφαλος; Ε 743 = Λ 41), Erweiterung am Versende?; nach Bechtel s.v. mit Schulze von *τετραφαλής.
Etymology: Da das Aussehen und die eigentliche Funktion der φάλοι und φάλαρα unbekannt bleiben (s. Trümpy Fachausdrücke ff. [mit Nachtr.] m. Lit., Phabes Ἀθ. 53, 270ff., Hoekstra Modifications 9 7 ff.), muß jede Etymologie ihrer unerläßlichen sachlichen Grundlage entbehren. Erklärungsversuche (von Froehde BB 7, 332, Persson Beitr. 2, 757 A. 5, Bechtel Lex. 313 u.a.) sind bei Bq, WP. 1, 643 f., Pok. 489f., W.-Hofmann s. fallō referiert. Es hat keinen Zweck, sie nochmals zu wiederholen. Lat. LW phalĕrae.
Page 2,988
Mantoulidis Etymological
ὁ (=τμῆμα τοῦ μπροστινοῦ μέρους τῆς περικεφαλαίας). Σχετίζεται μέ τό φάλαρα.