στυφοκόπος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styfokopos | |Transliteration C=styfokopos | ||
|Beta Code=stufoko/pos | |Beta Code=stufoko/pos | ||
|Definition=ὁ,= [[ὀρτυγοκόπος]], player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., | |Definition=ὁ, = [[ὀρτυγοκόπος]], player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1299 ([[στυφοκόμπου]] codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) [[ὀρτυγοκόμπου]]: [[στυφοκόμπος]] = [[ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών]] acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bâton.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui frappe avec un bâton]].<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στυφοκόπος -ου, ὁ [[[στυφός]], [[κόπτω]]] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στῠφοκόπος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στυφοκόμπος|στῠφοκόμπος]] 2 ударивший палкой Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στῠφοκόπος:''' -ον ([[στύπος]], [[κόπτω]]), αυτός που χτυπάει με [[ραβδί]]· χρησιμοποιείται όπως το [[ὀρτυγοκόπος]], σ' ένα [[παιχνίδι]] όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά [[ραβδιά]]· εάν ένα [[ορτύκι]] απέφευγε το [[χτύπημα]] και έβγαινε από τον κύκλο, ο [[παίκτης]] που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο [[χαμένος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''στῠφοκόπος:''' -ον ([[στύπος]], [[κόπτω]]), αυτός που χτυπάει με [[ραβδί]]· χρησιμοποιείται όπως το [[ὀρτυγοκόπος]], σ' ένα [[παιχνίδι]] όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά [[ραβδιά]]· εάν ένα [[ορτύκι]] απέφευγε το [[χτύπημα]] και έβγαινε από τον κύκλο, ο [[παίκτης]] που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο [[χαμένος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=στῠφο-[[κόπος]], ον, [[στύπος]], [[κόπτω]]<br />[[striking]] with a [[stick]]; used, like [[ὀρτυγοκόπος]], of a [[game]], in [[which]] they put quails in a [[ring]], and hit them with [[little]] sticks; if a [[quail]] ran out of the [[ring]], it was [[beaten]], Ar. | |mdlsjtxt=στῠφο-[[κόπος]], ον, [[στύπος]], [[κόπτω]]<br />[[striking]] with a [[stick]]; used, like [[ὀρτυγοκόπος]], of a [[game]], in [[which]] they put quails in a [[ring]], and hit them with [[little]] sticks; if a [[quail]] ran out of the [[ring]], it was [[beaten]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 21 September 2023
English (LSJ)
ὁ, = ὀρτυγοκόπος, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., Ar.Av.1299 (στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) ὀρτυγοκόμπου: στυφοκόμπος = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).
German (Pape)
[Seite 960] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = ὀρτυγοκόπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe avec un bâton.
Étymologie: στυφός, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυφοκόπος -ου, ὁ [στυφός, κόπτω] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299.
Russian (Dvoretsky)
στῠφοκόπος: v.l. στῠφοκόμπος 2 ударивший палкой Arph.
Greek (Liddell-Scott)
στῠφοκόπος: -ον, (στύπος, κόπτω) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ ὀρτυγοκόπος, ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ κτύπημα καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. ὀρτυγοκόπος καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγοκόπος.
Greek Monotonic
στῠφοκόπος: -ον (στύπος, κόπτω), αυτός που χτυπάει με ραβδί· χρησιμοποιείται όπως το ὀρτυγοκόπος, σ' ένα παιχνίδι όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά ραβδιά· εάν ένα ορτύκι απέφευγε το χτύπημα και έβγαινε από τον κύκλο, ο παίκτης που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο χαμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
στῠφο-κόπος, ον, στύπος, κόπτω
striking with a stick; used, like ὀρτυγοκόπος, of a game, in which they put quails in a ring, and hit them with little sticks; if a quail ran out of the ring, it was beaten, Ar.