βρίμη: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vrimi
|Transliteration C=vrimi
|Beta Code=bri/mh
|Beta Code=bri/mh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strength]], [[might]], h.Hom. 28.10, <span class="bibl">A.R.4.1677</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀπειλή]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[bellowing]], [[roaring]], <b class="b3">βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος</b> prob. in <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[γυναικεία ἀρρητοποιΐα]], Hsch.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[strength]], [[might]], h.Hom. 28.10, A.R.4.1677.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀπειλή]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[bellowing]], [[roaring]], <b class="b3">βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος</b> prob. in Orph.''Fr.'' 79.<br><span class="bld">III</span> = [[γυναικεία ἀρρητοποιΐα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[poder]] μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος <i>h.Hom</i>.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.<i>Fr</i>.79.<br /><b class="num">3</b> [[amenaza]], [[increpación]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Puede tener origen expresivo o rel. [[βρίθω]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Thiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie [[βρῖθος]], H. h. 28, 10, l. d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0464.png Seite 464]] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Tiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie [[βρῖθος]], H. h. 28, 10, l. d.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[force]].<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort ; v. [[βρίθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''βρίμη:''' (ῑ) ἡ [[натиск]], [[напор]] HH.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βρίμη''': ἡ, [[ἰσχύς]], [[ὄγκος]], ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― [[ὡσαύτως]] =[[ἀπειλὴ]] (πρβλ. [[βριμάομαι]]), Ἡσύχ.
|lstext='''βρίμη''': ἡ, [[ἰσχύς]], [[ὄγκος]], ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― [[ὡσαύτως]] =[[ἀπειλὴ]] (πρβλ. [[βριμάομαι]]), Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />force.<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort ; v. [[βρίθω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[poder]] μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος <i>h.Hom</i>.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.<i>Fr</i>.79.<br /><b class="num">3</b> [[amenaza]], [[increpación]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Puede tener origen expresivo o rel. [[βρίθω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρίμη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[μυκηθμός]], [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρίμη]] ανήκει σε μια [[ομάδα]] λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και [[είναι]] πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -<i>μ</i>- του <i>βρι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[βριαρός]], [[βρίθω]]). Ο [[προσδιορισμός]] της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων [[είναι]] [[δύσκολος]], δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]], [[επιπλήττω]], [[βρυχώμαι]], [[ορύομαι]]». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «[[πιέζω]] με όλο μου το [[βάρος]]», απ' όπου εξελίχθηκε σε «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]]»].
|mltxt=[[βρίμη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ισχύς]], [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[μυκηθμός]], [[βρυχηθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βρίμη]] ανήκει σε μια [[ομάδα]] λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και [[είναι]] πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -<i>μ</i>- του <i>βρι</i>- ([[πρβλ]]. [[βριαρός]], [[βρίθω]]). Ο [[προσδιορισμός]] της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων [[είναι]] [[δύσκολος]], δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]], [[επιπλήττω]], [[βρυχώμαι]], [[ορύομαι]]». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «[[πιέζω]] με όλο μου το [[βάρος]]», απ' όπου εξελίχθηκε σε «[[φοβερίζω]], [[απειλώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρίμη:''' ἡ, [[δύναμη]], [[ισχύς]], όγκος, σε Ομηρ. Ύμν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>βριᾰρός</i>).
|lsmtext='''βρίμη:''' ἡ, [[δύναμη]], [[ισχύς]], όγκος, σε Ομηρ. Ύμν. (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>βριᾰρός</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''βρίμη:''' (ῑ) ἡ натиск, напор HH.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βρίμη''': {brímē}<br />'''Meaning''': [[ἀπειλή]]. καὶ γυναικεία ἀρρητοποιΐα H., was sich auf A. R. 4, 1677 Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου beziehen dürfte; sehr fragliche Konjektur ''h''. ''Hom''. 28, 10 (von Athena); außerdem wahrscheinlich Orph. ''Fr''. 79 = [[das Brüllen]].<br />'''Derivative''': Daneben [[βριμός]]· [[μέγας]], [[χαλεπός]] H., [[Βριμώ]] Bein. der Hekate und Persephone (A. R. u. a.), [[βριμώδης]] (Herm. ap. Stob. [?]). — Mehrere Verba: [[βριμάομαι]] etwa [[zürnen]], [[vor Zorn schnauben]] od. ähnl. (Ar. ''Eq''. 855, Phld.) mit [[βρίμημα]] (H., ''APl''. [?]), gewöhnlicher [[ἐμβριμάομαι]] (A. usw.) mit [[ἐμβρίμημα]], [[ἐμβρίμησις]] (LXX usw.); [[βριμόομαι]] ib. (X., Ph.) mit [[βρίμωσις]] (Phld.), βριμαίνεται· θυμαίνεται, ὀργίζεται; βριμάζων· τῇ [[τοῦ]] λέοντος χρώμενος φωνῇ, βριμάζει· ὀργᾷ [[εἰς]] συνουσίαν. Κύπριοι H.<br />'''Etymology''' : Spärlich belegte Wortgruppe, die schließlich auf eine nominale μ-Ableitung von βρι- in [[βριαρός]], [[βρίθω]] zurückgehen muß; Bedeutung etwa [[Schwere]], [[Wucht]], [[Gewalt]], [[Ungestüm]]. Die sehr sparsamen Belege der fraglichen Wörter, die im Sprachgefühl keine festen Wurzeln hatten, machen eine genaue Bedeutungsbestimmung unmöglich. Vgl. Solmsen KZ 42, 207 A. 2 m. Lit. — S. auch [[ὄβριμος]].<br />'''Page''' 1,269
|ftr='''βρίμη''': {brímē}<br />'''Meaning''': [[ἀπειλή]]. καὶ γυναικεία ἀρρητοποιΐα H., was sich auf A. R. 4, 1677 Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου beziehen dürfte; sehr fragliche Konjektur ''h''. ''Hom''. 28, 10 (von Athena); außerdem wahrscheinlich Orph. ''Fr''. 79 = [[das Brüllen]].<br />'''Derivative''': Daneben [[βριμός]]· [[μέγας]], [[χαλεπός]] H., [[Βριμώ]] Bein. der Hekate und Persephone (A. R. u. a.), [[βριμώδης]] (Herm. ap. Stob. [?]). — Mehrere Verba: [[βριμάομαι]] etwa [[zürnen]], [[vor Zorn schnauben]] od. ähnl. (Ar. ''Eq''. 855, Phld.) mit [[βρίμημα]] (H., ''APl''. [?]), gewöhnlicher [[ἐμβριμάομαι]] (A. usw.) mit [[ἐμβρίμημα]], [[ἐμβρίμησις]] (LXX usw.); [[βριμόομαι]] ib. (X., Ph.) mit [[βρίμωσις]] (Phld.), βριμαίνεται· θυμαίνεται, ὀργίζεται; βριμάζων· τῇ τοῦ λέοντος χρώμενος φωνῇ, βριμάζει· ὀργᾷ εἰς συνουσίαν. Κύπριοι H.<br />'''Etymology''': Spärlich belegte Wortgruppe, die schließlich auf eine nominale μ-Ableitung von βρι- in [[βριαρός]], [[βρίθω]] zurückgehen muß; Bedeutung etwa [[Schwere]], [[Wucht]], [[Gewalt]], [[Ungestüm]]. Die sehr sparsamen Belege der fraglichen Wörter, die im Sprachgefühl keine festen Wurzeln hatten, machen eine genaue Bedeutungsbestimmung unmöglich. Vgl. Solmsen KZ 42, 207 A. 2 m. Lit. — S. auch [[ὄβριμος]].<br />'''Page''' 1,269
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑμη Medium diacritics: βρίμη Low diacritics: βρίμη Capitals: ΒΡΙΜΗ
Transliteration A: brímē Transliteration B: brimē Transliteration C: vrimi Beta Code: bri/mh

English (LSJ)

ἡ,
A strength, might, h.Hom. 28.10, A.R.4.1677.
II = ἀπειλή, Hsch.
2 bellowing, roaring, βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος prob. in Orph.Fr. 79.
III = γυναικεία ἀρρητοποιΐα, Hsch.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 poder μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος h.Hom.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.
2 rugido βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.Fr.79.
3 amenaza, increpación Hsch.
4 β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.
• Etimología: Puede tener origen expresivo o rel. βρίθω q.u.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Tiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie βρῖθος, H. h. 28, 10, l. d.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
force.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.

Russian (Dvoretsky)

βρίμη: (ῑ) ἡ натиск, напор HH.

Greek (Liddell-Scott)

βρίμη: ἡ, ἰσχύς, ὄγκος, ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― ὡσαύτως =ἀπειλὴ (πρβλ. βριμάομαι), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

βρίμη, η (Α)
1. ισχύς, δύναμη
2. μυκηθμός, βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -μ- του βρι- (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων είναι δύσκολος, δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «φοβερίζω, απειλώ, επιπλήττω, βρυχώμαι, ορύομαι». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «πιέζω με όλο μου το βάρος», απ' όπου εξελίχθηκε σε «φοβερίζω, απειλώ»].

Greek Monotonic

βρίμη: ἡ, δύναμη, ισχύς, όγκος, σε Ομηρ. Ύμν. (από την ίδια ρίζα με το βριᾰρός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ἀπειλή. καὶ γυναικεία ἀρρητοποιΐα H. (supposed to refer to A. R. 4, 1677 Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου); doubtful conj. h. Hom. 28, 10 (of Athena); also prob. Orph. Fr. 79 = roaring. Cf. βριμός μέγας, χαλεπός H.;
Derivatives: Βριμώ surname of Hecate and Persephone (A. R.), also Ο᾽βριμώ; βριμώδης (Herm. ap. Stob. [?]). - Verbs: βριμάομαι snort with anger v.t. (Ar. Eq. 855, Phld.) with βρίμημα (H., APl. [?]), more usual ἐμ-βριμάομαι (A.); βριμόομαι id. (X.), βριμαίνεται θυμαίνεται, ὀργίζεται; βριμάζων τῃ̃ τοῦ λέοντος χρώμενος φωνῃ̃; βριμάζει ὀργᾳ̃ εἰς συνουσίαν. Κύπριοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. based on βρι- in βριαρός, βρίθω. As the words are rare, their meaning is not quite clear. Cf. Solmsen KZ 42, 207 n.. 2. That the original meaning was 'heavy (heaviness), Wucht' etc. is just etymological soeculation, based on the connection with βαρύς; but see on βρι-. Fur. (index) connects φριμάσσομαι.The connection of the whole group with ὄβριμος (cf. Ο᾽βριμώ) shows Pre-Gr. origin; s. βρί.

Middle Liddell

[From same Root as βριαρός.]
strength, bulk, Hhymn.

Frisk Etymology German

βρίμη: {brímē}
Meaning: ἀπειλή. καὶ γυναικεία ἀρρητοποιΐα H., was sich auf A. R. 4, 1677 Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου beziehen dürfte; sehr fragliche Konjektur h. Hom. 28, 10 (von Athena); außerdem wahrscheinlich Orph. Fr. 79 = das Brüllen.
Derivative: Daneben βριμός· μέγας, χαλεπός H., Βριμώ Bein. der Hekate und Persephone (A. R. u. a.), βριμώδης (Herm. ap. Stob. [?]). — Mehrere Verba: βριμάομαι etwa zürnen, vor Zorn schnauben od. ähnl. (Ar. Eq. 855, Phld.) mit βρίμημα (H., APl. [?]), gewöhnlicher ἐμβριμάομαι (A. usw.) mit ἐμβρίμημα, ἐμβρίμησις (LXX usw.); βριμόομαι ib. (X., Ph.) mit βρίμωσις (Phld.), βριμαίνεται· θυμαίνεται, ὀργίζεται; βριμάζων· τῇ τοῦ λέοντος χρώμενος φωνῇ, βριμάζει· ὀργᾷ εἰς συνουσίαν. Κύπριοι H.
Etymology: Spärlich belegte Wortgruppe, die schließlich auf eine nominale μ-Ableitung von βρι- in βριαρός, βρίθω zurückgehen muß; Bedeutung etwa Schwere, Wucht, Gewalt, Ungestüm. Die sehr sparsamen Belege der fraglichen Wörter, die im Sprachgefühl keine festen Wurzeln hatten, machen eine genaue Bedeutungsbestimmung unmöglich. Vgl. Solmsen KZ 42, 207 A. 2 m. Lit. — S. auch ὄβριμος.
Page 1,269