προφορά: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> front <i>ou</i> face antérieure;<br /><b>II. 1</b> action de proférer, d'énoncer, de produire : [[ἐν]] προφορᾷ [[λόγος]] PLUT discours par la parole ; <i>t. de gramm.</i> prononciation;<br /><b>2</b> reproche public.<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[front]] <i>ou</i> face antérieure;<br /><b>II. 1</b> [[action de proférer]], [[d'énoncer]], [[de produire]] : [[ἐν προφορᾷ λόγος]] PLUT [[discours par la parole]] ; <i>t. de gramm.</i> [[prononciation]];<br /><b>2</b> [[reproche public]].<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />ο [[τρόπος]] που προφέρει, που εκφωνεί [[κανείς]] φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η [[άρθρωση]] φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική [[προφορά]]» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, [[οὔτε]] κατὰ τὴν προφοράν, [[οὔτε]] κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι [[παραλλαγή]]», Μέγ. Βασ.<br />γ. «[[λέξις]] καὶ [[προφορά]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[διατύπωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> άνετη ροή του λόγου, [[ευγλωττία]] («ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου προφορᾷ καὶ [[ἑτοιμολογία]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[έκφραση]], [[διατύπωση]] («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πομπή]]<br /><b>2.</b> το πρόσθιο [[μέρος]] πολιορκητικού κριού<br /><b>3.</b> [[δημόσια]] [[μομφή]], [[επιτίμηση]]<br /><b>4.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατὰ προφορὰν [[λόγος]]» ή «ὁ ἐν προφορᾷ [[λόγος]]» — ο [[προφορικός]] [[λόγος]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προφέρω]]<br />ο [[τρόπος]] που προφέρει, που εκφωνεί [[κανείς]] φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η [[άρθρωση]] φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική [[προφορά]]» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, [[οὔτε]] κατὰ τὴν προφοράν, [[οὔτε]] κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι [[παραλλαγή]]», Μέγ. Βασ.<br />γ. «[[λέξις]] καὶ [[προφορά]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[διατύπωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> άνετη ροή του λόγου, [[ευγλωττία]] («ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου προφορᾷ καὶ [[ἑτοιμολογία]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[έκφραση]], [[διατύπωση]] («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πομπή]]<br /><b>2.</b> το πρόσθιο [[μέρος]] πολιορκητικού κριού<br /><b>3.</b> [[δημόσια]] [[μομφή]], [[επιτίμηση]]<br /><b>4.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὁ κατὰ προφορὰν [[λόγος]]» ή «ὁ ἐν προφορᾷ [[λόγος]]» — ο [[προφορικός]] [[λόγος]].
}}
{{trml
|trtx====[[rebuke]]===
Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: [[verwijt]], [[berisping]]; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: [[reproche]], [[réprimande]]; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: [[Tadel]], [[Anschiss]], [[Rüge]], [[Schelte]], [[Zurechtweisung]], [[Vorhaltung]]; Greek: [[μομφή]], [[επίπληξη]], [[παρατήρηση]]; Ancient Greek: [[βλασφημία]], [[ἔνιγμα]], [[ἐνιπή]], [[ἐπικρότησις]], [[ἐπίπλαξις]], [[ἐπίπληγμα]], [[ἐπίπληξις]], [[ἐπίρρησις]], [[ἐπιτίμησις]], [[μέμψις]], [[μομφή]], [[ὁμοκλή]], [[ὄνειδος]], [[προφορά]], [[ψόγος]]; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: [[rimbrotto]], [[reprimenda]], [[rimprovero]], [[richiamo]], [[ammonimento]], [[disappunto]], [[rampogna]]; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت‎, عتاب‎; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: [[bronca]], [[crítica]], [[repreensão]], [[censura]]; Russian: [[выговор]], [[укор]], [[упрёк]]; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: [[reproche]], [[reprensión]], [[reprimenda]], [[reprobación]], [[regañina]], [[regaño]]; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження
}}
}}

Latest revision as of 08:27, 1 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφορά Medium diacritics: προφορά Low diacritics: προφορά Capitals: ΠΡΟΦΟΡΑ
Transliteration A: prophorá Transliteration B: prophora Transliteration C: profora Beta Code: profora/

English (LSJ)

ἡ, (προφέρω)
A pronunciation, utterance, D.H.Dem.22, Ph. 1.50; λέξις καὶ προφορά Plu.2.41a; π. καὶ γραφῇ Phld.Rh.1.159S.; τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου, S.E.P.1.15,203; ῥημάτων Hdn.1.8.6; ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λόγος (uttered word, speech), Ph.1.232, Plu.2.777b.
II 'procession', going forth, Plot.2.9.1; προφορὰ καὶ ἐνέργεια Id.4.3.2.
III front end of a battering-ram, Ath.Mech.25.3.
IV public reproach, rebuke, Plb.9.33.12.
V decision of a court, CPR 18.40 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 797] ἡ, das Vortragen, Vorbringen, ῥημάτων, Hdn. 1, 8, 12, der Vortrag; τόνου, s. προφέρεσθαι, Ath. II, 52 f; φωνῶν, S. Emp. pyrrh. 1, 15; ὁ ἐν προφορᾷ λόγος, = προφορικός, Plut. philos. c. princ. 2; auch der Vorwurf, Pol. 5, 11, 2. 9, 33, 13 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. front ou face antérieure;
II. 1 action de proférer, d'énoncer, de produire : ὁ ἐν προφορᾷ λόγος PLUT discours par la parole ; t. de gramm. prononciation;
2 reproche public.
Étymologie: προφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφορά -ᾶς, ἡ [προφέρω] voordracht, manier van uitspreken.

Russian (Dvoretsky)

προφορά:
1 произнесение (φωνῶν Sext.): ὁ ἐν προφορᾷ λόγος Plut. речь, выраженная словами;
2 упрек, порицание (ἄξιος ὀνείδους καὶ προφορᾶς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προφορά: ἡ, (προφέρω) ὡς καὶ νῦν, τὸ προφέρειν, ὁ τρόπος τοῦ προφέρειν, περὶ τὴν τῶν ῥημάτων προφορὰν Ἡρῳδιαν. 1. 8, 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Wyettenb. εἰς Πλούτ. 2. 41Α, Κλήμ. Ἀλ. 203· τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1, 15 καὶ 203· - ὁ ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λ., αὐτόθι 777Β. ΙΙ. ἐπιτίμησις δημοσίᾳ, Πολύβ. 9. 33, 13.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προφέρω
ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι παραλλαγή», Μέγ. Βασ.
γ. «λέξις καὶ προφορά», Πλούτ.)
μσν.
ορισμός, διατύπωση
μσν.-αρχ.
1. άνετη ροή του λόγου, ευγλωττία («ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου προφορᾷ καὶ ἑτοιμολογία», Επιφάν.)
2. έκφραση, διατύπωση («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)
αρχ.
1. πομπή
2. το πρόσθιο μέρος πολιορκητικού κριού
3. δημόσια μομφή, επιτίμηση
4. δικαστική απόφαση
5. φρ. «ὁ κατὰ προφορὰν λόγος» ή «ὁ ἐν προφορᾷ λόγος» — ο προφορικός λόγος.

Translations

rebuke

Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: verwijt, berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: reproche, réprimande; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: Tadel, Anschiss, Rüge, Schelte, Zurechtweisung, Vorhaltung; Greek: μομφή, επίπληξη, παρατήρηση; Ancient Greek: βλασφημία, ἔνιγμα, ἐνιπή, ἐπικρότησις, ἐπίπλαξις, ἐπίπληγμα, ἐπίπληξις, ἐπίρρησις, ἐπιτίμησις, μέμψις, μομφή, ὁμοκλή, ὄνειδος, προφορά, ψόγος; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: rimbrotto, reprimenda, rimprovero, richiamo, ammonimento, disappunto, rampogna; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت‎, عتاب‎; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: bronca, crítica, repreensão, censura; Russian: выговор, укор, упрёк; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: reproche, reprensión, reprimenda, reprobación, regañina, regaño; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження