ἀλιταίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
mNo edit summary
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alitaino
|Transliteration C=alitaino
|Beta Code=a)litai/nw
|Beta Code=a)litai/nw
|Definition=[ᾰλ], Ep. Verb, used by A. in lyr., chiefly in aor. 2 Act. and Med.:—Aet., aor. 2 <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἤλῐτον <span class="bibl">Il.9.375</span>, <span class="bibl">Thgn.1170</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>269</span>: subj. ἀλίτῃ <span class="bibl">Ps.-Phoc.208</span>; opt. ἀλίτοιμι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>533</span>; part. ἀλιτών <span class="bibl"><span class="title">Eu.</span>316</span> (cj. Auratus): later Ep. aor. 1 ἀλίτησα <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>644</span>:—Med., [[ἀλιταίνεται]] <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>330</span>: aor. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι Hom., v. infr.: participial form [[ἀλιτήμενος]]:—[[sin]] or [[offend against]], c. acc. pers., ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν <span class="bibl">Il.9.375</span>; ὅτις σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας <span class="bibl">19.265</span>; Αθηναίην ἀλίτοντο <span class="bibl">Od.5.108</span>; ἀθανάτους ἀλιτέσθαι <span class="bibl">4.378</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>80</span>, Thgn.l.c.; ἀλιταίνητ' ὀρφανὰ τέκνα <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>330</span>, cf. <span class="bibl">A. <span class="title">Eu.</span>269</span>, Ps.-Phoc.l.c. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c.acc. rei, [[transgress]], Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς <span class="bibl">Il.24.570</span>; [[ὅρκον]], [[σπονδάς]], <span class="bibl">A.R.4.388</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.563</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> c. gen., [[stray from]], ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph. [[l.c.]], cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span> 255</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[ἀλιτήμενος]] as adjective, = [[ἀλιτρός]], θεοῖς ἀ. [[sinful]] in the eyes of gods, <span class="bibl">Od.4.807</span>.</span>
|Definition=[ᾰλ], Ep. Verb, used by A. in lyr., chiefly in aor. 2 Act. and Med.:—Aet., aor. 2<br><span class="bld">A</span> ἤλῐτον Il.9.375, Thgn.1170, A.''Eu.''269: subj. ἀλίτῃ Ps.-Phoc.208; opt. ἀλίτοιμι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''533; part. ἀλιτών ''Eu.''316 (cj. Auratus): later Ep. aor. 1 ἀλίτησα Orph.''A.''644:—Med., [[ἀλιταίνεται]] Hes.''Op.''330: aor. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι Hom., v. infr.: participial form [[ἀλιτήμενος]]:—[[sin]] or [[offend against]], c. acc. pers., ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν Il.9.375; ὅτις σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας 19.265; Αθηναίην ἀλίτοντο Od.5.108; ἀθανάτους ἀλιτέσθαι 4.378, cf. Hes.''Sc.''80, Thgn.l.c.; ἀλιταίνητ' ὀρφανὰ τέκνα Hes. ''Op.''330, cf. A. ''Eu.''269, Ps.-Phoc.l.c.<br><span class="bld">2</span> c.acc. rei, [[transgress]], Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς Il.24.570; [[ὅρκον]], [[σπονδάς]], A.R.4.388, Opp.''H.''5.563.<br><span class="bld">3</span> c. gen., [[stray from]], ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph. [[l.c.]], cf. Call.''Dian.'' 255.<br><span class="bld">4</span> [[ἀλιτήμενος]] as adjective, = [[ἀλιτρός]], θεοῖς ἀ. [[sinful]] in the eyes of gods, Od.4.807.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:10, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῐταίνω Medium diacritics: ἀλιταίνω Low diacritics: αλιταίνω Capitals: ΑΛΙΤΑΙΝΩ
Transliteration A: alitaínō Transliteration B: alitainō Transliteration C: alitaino Beta Code: a)litai/nw

English (LSJ)

[ᾰλ], Ep. Verb, used by A. in lyr., chiefly in aor. 2 Act. and Med.:—Aet., aor. 2
A ἤλῐτον Il.9.375, Thgn.1170, A.Eu.269: subj. ἀλίτῃ Ps.-Phoc.208; opt. ἀλίτοιμι A.Pr.533; part. ἀλιτών Eu.316 (cj. Auratus): later Ep. aor. 1 ἀλίτησα Orph.A.644:—Med., ἀλιταίνεται Hes.Op.330: aor. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι Hom., v. infr.: participial form ἀλιτήμενος:—sin or offend against, c. acc. pers., ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν Il.9.375; ὅτις σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας 19.265; Αθηναίην ἀλίτοντο Od.5.108; ἀθανάτους ἀλιτέσθαι 4.378, cf. Hes.Sc.80, Thgn.l.c.; ἀλιταίνητ' ὀρφανὰ τέκνα Hes. Op.330, cf. A. Eu.269, Ps.-Phoc.l.c.
2 c.acc. rei, transgress, Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς Il.24.570; ὅρκον, σπονδάς, A.R.4.388, Opp.H.5.563.
3 c. gen., stray from, ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph. l.c., cf. Call.Dian. 255.
4 ἀλιτήμενος as adjective, = ἀλιτρός, θεοῖς ἀ. sinful in the eyes of gods, Od.4.807.

Spanish (DGE)

(ἀλῐταίνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [tema de pres. sólo Hes.Op.330 y gram. tardíos; aor. tem. ἤλιτον Hes.Sc.80, A.R.4.1023, tard. sigm. ἀλίτησα Orph.A.644; v. med. ép. part. (prob. de perf. c. acentuación eolia) ἀλιτήμενος Od.4.807, Hes.Sc.91]
act. y med. mismo sent.
1 en sent. relig. cometer una falta o impiedad, agraviar, ofender a los dioses, c. ac. ὅτίς σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας Il.19.265, Ἀθηναίην ἀλίτοντο Od.5.108, ἀθανάτους ἀλιτέσθαι Od.4.378, ἀθανάτους ... ἤλιτεν Hes.Sc.80, cf. Thgn.1170, c. dat. τί σοι τόσον ἤλιτε βούτης; Nonn.D.15.390, abs., c. dat. instrum. μηδ' ἀλίτοιμι λόγοις A.Pr.532
en part. ἀλιτήμενος impío, malvado, abominable c. dat. θεοῖς ἀλιτήμενος Od.4.807, abs., Hes.Sc.91, δεινὴ γὰρ μέτ' ὄπις ξενίου Διός, ὅς κ' ἀλίτηται Vit.Hom.19
a pers. en rel. c. el juramento o la promesa μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν Il.9.375, en rel. c. la hospitalidad κεἴ τις ἄλλος ἤλιτεν βροτῶν ἢ θεὸν ἢ ξένον A.Eu.269, cf. οἳ ξείνια δόρπα Διός τ' ἀλίτωσι τραπέζας Euph.38C53, en rel. c. la familia y la protección al débil ὀρφανὰ τέκνα Hes.Op.330, abs. ὅστις δ' ἀλιτὼν ὥσπερ ὅδ' ἁνήρ (de Orestes), A.Eu.316.
2 c. ac. de cosas sancionadas por los dioses transgredir, infringir, romper (μή) Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς Il.24.570, cf. 586, ἤλιτες ὅρκον A.R.4.388, σπονδάς Opp.H.5.563, cf. Call.Dian.255.
3 c. gen. errar, extraviarse de ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph.A.644.

German (Pape)

[Seite 98] praes. act. nur VLL., med. nur Hes. O. 328; acr. I. ἀλίτησεν Orph. Arg. 642 und, VLL.; Hom. nur perf. ἀλιτήμενος u. aor. 2 ἤλιτεν, ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτηται, ἀλιτέσθαι; irren (ἄλη), sündigen, τινά, sich gegen Jemand versündigen; Hom. Iliad. 9, 375 ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν, med. in derselben Bed., Od. 5, 108 Ἀθηναίην ἀλίτοντο, Iliad. 19, 265 ὅ τίς σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας, Od. 4, 378 ἀθανάτους ἀλιτέσθαι; Iliad. 24, 570. 586 Διὸς δ' ἀλίτωμαι (ἀλίτηται) ἐφετμάς; c. dat. Od. 4, 807 οὐ μὲν γάρ τι θεοῖς ἀλιτήμενός ἐστιν; – Hes. Sc. 80 μέγ' ἀθανάτους μάκαρας, denn diese Verbesserung Dorville's ist gewiß richtig für μετά; Aesch. aor. II. act. Eum. 259 Prom. 551; μηδ' ἀλίτοιμι λόγοις Theogn. 1124; sp. D. In der eigentl. Bdtg σκολιῆς ἀλίτησεν ἀταρποῦ, er irrte ab vom Pfade, Orph. a. a. O.; vgl. Call. Dian. 255.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἤλιτον ; postér. ao. ἠλίτησα et Moy. ao.2 ἀλιτόμην;
commettre une faute, se rendre coupable : ἀθανάτους OD envers les dieux immortels ; Διὸς ἐφετμάς IL violer les ordres de Zeus ; part. ἀλιτήμενος qui est en faute, coupable : θεοῖς OD aux yeux des dieux.
Étymologie: cf. ἀλάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐταίνω: (ᾰλ) (тж. med.; aor. 2 ἤλῐτον - эп. med. ἀλιτόμην) грешить, совершать преступление: ἀλιτέσθαι τινά Hom., Aesch. и τινί Hom. провиниться перед кем-л.; ἀλιτέσθαι Διὸς ἐφετμάς Hom. нарушить веления Зевса.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐταίνω: [ᾰλ], Ἐπ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν λυρ. χωρίοις τὸ πλεῖστον ἀπαντῶν κατ’ ἀόρ. β΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. - Ἐνεργ. κατ’ ἀόρ. ἤλῐτον, Ἰλ., Θέογν. 1170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 269· ὑποτακτ. ἀλίτῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 208· εὐκτ. ἀλίτοιμι, Αἰσχύλ. Πρ. 533· μετοχὴ ἀλιτών, Αἰσχύλ. Εὐμ. 316 (οὕτως ὁ Ἕρμανν. καὶ ἄλλοι κατὰ τὸν Αὐρᾶτον): μεταγεν. Ἐπ. ἀόρ. α΄ ἀλίτησα, Ὀρφ. Ἀργ. 642. - Μέσ. ἀλιταίνεται (ἑτέρα γραφὴ ἀλιτρ-), Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 328· ἀόρ. ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι, Ὅμ.: μετοχὴ ἀλιτήμενος μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασ. ἐνεστῶτος (ἐσχηματισμένη ὡς ἐκ ῥήμ. ἀλίτημι, πρβλ. τιθήμενος, Ἐπ. ἀντὶ τιθέμενος)· ἴδε κατωτέρω. (Συγγενὲς τῷ ἄλη, ἀλάομαι, κτλ.: - ἐντεῦθεν ἀλείτης, ἀλοιτός, ἀλιτήριος: τὸ ἀλιτραίνω εἶναι ἁπλῶς Ἐπ. τύπος). Ἁμαρτάνω εἴς τινα ἀδικῶ, βλάπτω, μετὰ αἰτιατ. προσώπ., ἐκ γὰρ δή μ’ ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν, Ἰλ. Ι. 375· ὅτις σφ’ ἀλίτηται ὀμόσσας, Τ. 265· ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, Ὀδ. Δ. 378· Ἀθηναίην ἀλίτοντο, Ε. 108· οὕτω παρ’ Ἡσ. Ἀσπ. 80 (ἔνθα ἀνάγν. μέγ’ ἀντὶ μετ’), Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 269· πρβλ. ἀλιτρέω. 2) μ. αἰτ. πράγμ., παραβαίνω, Διὸς δ’ ἀλίτωμαι ἐφετμάς, Ἰλ. Ω. 570· ὅρκον, σπονδὰς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 388, Ὀππ. Ἁ. 5. 563. 3) μ. γεν., ἁμαρτάνω τινός, ἀποπλανῶμαι, ἀλίτησεν ἀταρποῦ, Ὀρφ. ἔνθ. ἀνωτ.· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 255. 4) ἡ μετοχὴ ἀλιτήμενος εἶναι ἐν χρήσει = ἀλιτρός, ὡς ἐπίθετον θεοῖς ἀλιτήμενος, ἁμαρτωλὸς ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ὀδ. Δ. 807· πρβλ. ἀλιτήμερος.

English (Autenrieth)

aor. ἤλιτον (Il. 9.375), ἀλιτόμην, pf. part. ἀλιτήμενος: sin against, τινά, or τί (Il. 24.586); θεοῖς ἀλιτήμενος, a transgressor in the eyes of the gods, Od. 4.807.

Greek Monolingual

ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α)
1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω
2. υπερβαίνω, παραβαίνω
3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι
4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος
αμαρτωλός, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. της λ. ἀλείτης «παραβάτης, αμαρτωλός».
ΠΑΡ. ἀλιτήριος αρχ. ἀλιτήμων, ἀλιτηρός, ἀλιτρός
μσν.
ἀλίτημα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλιτήμερος, ἀλιτόμηνος, ἀλιτόξενος.

Greek Monotonic

ἀλῐταίνω: (√ΑΛΙΤ)·αόρ. βʹ ἤλῐτον, υποτ. ἀλίτω, ευκτ. ἀλίτοιμι, μτχ. ἀλιτών — Μέσ., Επικ. γʹ πληθ. αόρ. βʹ ἀλίτοντο, υποτ. ἀλίτωμαι, απαρ. ἀλιτέσθαι· μτχ. ἀλιτήμενος (σχημ. όπως αν προερχόταν από το ἀλίτημι, πρβλ. τιθήμενος, Επικ. αντί τιθέμενος
1. με αιτ. προσ., αμαρτάνω ή διαπράττω ύβρη απέναντι στο θεό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
2. με αιτ. πράγμ., παραβαίνω, Διὸς ἐφετμός, σε Ομήρ. Ιλ.
3. η μτχ. ἀλιτήμενος χρησιμ. ως επίθ., αμαρτωλός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

root !αλιτ] ἀλιτήμενος is formed as if from ἀλίτημι]
1. c. acc. pers. to sin or offend against a god, Hom., Aesch.
2. c. acc. rei, to transgress, Διὸς ἐφετμάς Il.
3. the part. ἀλιτήμενος is used as an adj., sinful, Od.

Mantoulidis Etymological

(=βλάπτω, σφάλλω). Ἀπό τή λέξη ἄλη (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίτημα (=ἁμάρτημα), ἀλιτήμερος (=πού γεννήθηκε πρόωρα), ἀλιτημοσύνη, ἀλιτήμων, ἀλιτήριος (=ἁμαρτωλός), ἀλιτηρός, ἀλιτρία (=βλάβη), ἀλιτρός (=ἁμαρτωλός).