γλέφαρον: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=glefaron | |Transliteration C=glefaron | ||
|Beta Code=gle/faron | |Beta Code=gle/faron | ||
|Definition=τό, ''Aeolic'' for [[βλέφαρον]], Pi. ''O.'' 3.12, etc. | |Definition=τό, ''Aeolic'' for [[βλέφαρον]] ([[eyelid]], [[eye]]), Pi. ''O.'' 3.12, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b> | |mltxt=το (AM [[βλέφαρον]])<br />κινητό [[κάλυμμα]] του ματιού που προφυλάσσει το [[ματόφυλλο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />η [[έκφραση]] των ματιών<br /><b>νεοελλ.</b>.1. το [[μέτωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>βλέφαρα</i><br />τα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἁμέρας [[βλέφαρον]]» — [[ήλιος]]<br />β) «νυκτὸς [[βλέφαρον]]» — η [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη ήδη ομηρική, που στην αρχαία [[εποχή]] μαρτυρείται συχνότερα στον πληθ., σπανιότερα δε στον ενικό. Παράλληλα [[προς]] τον τ. [[βλέφαρον]] απαντά και το [[γλέφαρον]] (<b>Πινδ.</b>) ([[πρβλ]]. τα [[σύνθετα]] [[ιανογλέφαρος]], <i>ιογλέφαρος</i>), [[γεγονός]] που οδήγησε στην [[υπόθεση]] ερμηνείας της εναλλαγής των στοιχείων -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- με την ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου <i>w</i>(<i>β</i>) ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i>- <sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: <i>ποτιγλέποι</i>). Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι τα [[βλέφαρον]] και [[βλέπω]] δυνατόν να αποτελούν τύπους κοινής προελεύσεως, το δε [[βλέφαρον]] ερμηνεύεται ως παράγωγο ενός ουδετέρου <i>βλέφαρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[βλέπω]], με [[δασύτητα]] που οφείλεται στη [[δήλωση]] εκφραστικότητας. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για όρους διαφορετικής αρχής που συσχετίστηκαν εκ των υστέρων παρετυμολογικά ([[πρβλ]]. την ποιητική [[χρήση]] <i>βλέφαρα</i> «μάτια»)<br />το αρχικό <i>β</i>- στην [[περίπτωση]] αυτή θα οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του [[βλέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βλεφαρίδα]] (-<i>ρίς</i>), [[βλεφαρικός]], [[βλεφαρίτιδα]] (-<i>ρίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλεφαρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>βλεφαροεπιπεφυκίτιδα</i>, [[βλεφαροπλαστική]], [[βλεφαροπληγία]], [[βλεφαρόπτωση]], [[βλεφαροσπασμός]]. (Β' συνθετικό) [[αβλέφαρος]], [[καλλιβλέφαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγανοβλέφαρος]], <i>αστροβλέφαρος</i>, [[ελικοβλέφαρος]], <i>ερατοβλέφαρος</i>, [[ευβλέφαρος]], [[ιανογλέφαρος]], [[ιοβλέφαρος]], <i>ιογλέφαρος</i>, [[κυανοβλέφαρος]], [[πολυβλέφαρος]], [[σοβαροβλέφαρος]], [[χαριτοβλέφαρος]], [[χιονοβλέφαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χρυσοβλέφαρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]]. | |lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:49, 13 February 2024
English (LSJ)
τό, Aeolic for βλέφαρον (eyelid, eye), Pi. O. 3.12, etc.
Spanish (DGE)
v. βλέφαρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.
German (Pape)
τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.
Russian (Dvoretsky)
γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.
Greek (Liddell-Scott)
γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.
English (Slater)
γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.
Greek Monolingual
το (AM βλέφαρον)
κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο
μσν.- νεοελλ.
η έκφραση των ματιών
νεοελλ..1. το μέτωπο
αρχ.
βλέφαρα
τα μάτια
2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» — ήλιος
β) «νυκτὸς βλέφαρον» — η νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που στην αρχαία εποχή μαρτυρείται συχνότερα στον πληθ., σπανιότερα δε στον ενικό. Παράλληλα προς τον τ. βλέφαρον απαντά και το γλέφαρον (Πινδ.) (πρβλ. τα σύνθετα ιανογλέφαρος, ιογλέφαρος), γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ερμηνείας της εναλλαγής των στοιχείων -β- και -γ- με την ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου w(β) ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου g- w (πρβλ. βλέπω: ποτιγλέποι). Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι τα βλέφαρον και βλέπω δυνατόν να αποτελούν τύπους κοινής προελεύσεως, το δε βλέφαρον ερμηνεύεται ως παράγωγο ενός ουδετέρου βλέφαρ < βλέπω, με δασύτητα που οφείλεται στη δήλωση εκφραστικότητας. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για όρους διαφορετικής αρχής που συσχετίστηκαν εκ των υστέρων παρετυμολογικά (πρβλ. την ποιητική χρήση βλέφαρα «μάτια»)
το αρχικό β- στην περίπτωση αυτή θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση του βλέπω.
ΠΑΡ. βλεφαρίδα (-ρίς), βλεφαρικός, βλεφαρίτιδα (-ρίτις)
αρχ.
βλεφαρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βλεφαροεπιπεφυκίτιδα, βλεφαροπλαστική, βλεφαροπληγία, βλεφαρόπτωση, βλεφαροσπασμός. (Β' συνθετικό) αβλέφαρος, καλλιβλέφαρος
αρχ.
αγανοβλέφαρος, αστροβλέφαρος, ελικοβλέφαρος, ερατοβλέφαρος, ευβλέφαρος, ιανογλέφαρος, ιοβλέφαρος, ιογλέφαρος, κυανοβλέφαρος, πολυβλέφαρος, σοβαροβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος, χιονοβλέφαρος
νεοελλ.
χρυσοβλέφαρος].
Greek Monotonic
γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.