ὀλισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olistheno
|Transliteration C=olistheno
|Beta Code=o)lisqai/nw
|Beta Code=o)lisqai/nw
|Definition=(also [[ὀλισθάνω]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>936a15</span>, <span class="bibl">939a26</span>, <span class="bibl">A.R.1.377</span>, etc., but never in good Att.): fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ὀλισθήσω <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Pr.</span> 14.19</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>36.458</span> : pf. ὠλίσθηκα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>57</span>, <span class="bibl">65</span> : plpf. [[ὠλισθήκειν]] (v. infr. <span class="bibl">11.1</span>) : aor. ὠλίσθησα <span class="title">AP</span>9.125, Str.<span class="title">Chr.</span>4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.<span class="title">Fr.</span>74.51 (codd. Ath., [[ὠλίσθηναν]] cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.<span class="title">Al.</span>89: but in classical Att. always aor. 2 [[ὤλισθον]], part. [[ὀλισθών]], inf. [[ὀλισθεῖν]] (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. [[ὄλισθε]], v. infr.) :—[[slip]], [[fall upon a slippery path]], ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων <span class="bibl">Il.23.774</span>; [[ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν]] = [[his liver fell from him]], <span class="bibl">20.470</span>; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>746</span>; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span> 854a19</span>; νηὸς ὀλισθών <span class="title">AP</span>9.267 (Phil.); ὐ. [[εἴσω]], [[ἔξω]], of a [[bone]], [[slip out of the socket]] on one side or the other, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>14</span>,<span class="bibl">37</span>; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει [[slip]]s, [[lose]]s its [[force]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>960</span> : metaph., ὀ. εἰς νοῦσον <span class="title">AP</span>7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου <span class="title">IG</span>14.1642; in moral sense, [[make a slip]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>690</span>; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.5. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[slip along]] or [[glide along]], ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>427b</span>; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν <span class="bibl">Theoc.25.230</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> causal, [[sprain by slipping]], ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. <span class="bibl"><span class="title">Gym.</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[make to slip]], τὰς διανοίας <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Si.</span>3.24</span>.</span>
|Definition=(also [[ὀλισθάνω]] Arist.''Pr.''936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): <span class="bld">A</span> fut. ὀλισθήσω [[LXX]] ''Pr.'' 14.19, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 36.458: pf. ὠλίσθηκα Hp.''Art.''57, 65: plpf. [[ὠλισθήκειν]] (v. infr. 11.1): aor. ὠλίσθησα ''AP''9.125, Str.''Chr.''4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.''Fr.''74.51 (codd. Ath., [[ὠλίσθηναν]] cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.''Al.''89: but in classical Att. always aor. 2 [[ὤλισθον]], part. [[ὀλισθών]], inf. [[ὀλισθεῖν]] (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. [[ὄλισθε]], v. infr.):—[[slip]], [[fall upon a slippery path]], ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774; [[ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν]] = [[his liver fell from him]], 20.470; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... S.''El.''746; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ [[σίδηρος]] Arist.''Mech.'' 854a19; νηὸς ὀλισθών ''AP''9.267 (Phil.); ὐ. [[εἴσω]], [[ἔξω]], of a [[bone]], [[slip out of the socket]] on one side or the other, Hp.''Fract.''14,37; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει [[slip]]s, [[lose]]s its [[force]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''960: metaph., ὀ. εἰς νοῦσον ''AP''7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου ''IG''14.1642; in moral sense, [[make a slip]], Ar.''Ra.''690; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.''Herc.''831.5.<br><span class="bld">2</span> [[slip along]] or [[glide along]], ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''427b; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230.<br><span class="bld">II</span> causal, [[sprain by slipping]], ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. ''Gym.''14.<br><span class="bld">2</span> [[make to slip]], τὰς διανοίας [[LXX]] ''Si.''3.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=γλίστρημα), [[ὀλισθηρός]] (=γλιστερός), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]].
|mantxt=(=[[γλιστρῶ]]). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=[[γλίστρημα]]), [[ὀλισθηρός]] (=[[γλιστερός]]), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλισθαίνω Medium diacritics: ὀλισθαίνω Low diacritics: ολισθαίνω Capitals: ΟΛΙΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: olisthaínō Transliteration B: olisthainō Transliteration C: olistheno Beta Code: o)lisqai/nw

English (LSJ)

(also ὀλισθάνω Arist.Pr.936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): A fut. ὀλισθήσω LXX Pr. 14.19, Nonn. D. 36.458: pf. ὠλίσθηκα Hp.Art.57, 65: plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1): aor. ὠλίσθησα AP9.125, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc.; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51 (codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.); part. fem. ὀλισθήνασα Id.Al.89: but in classical Att. always aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. ὄλισθε, v. infr.):—slip, fall upon a slippery path, ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν = his liver fell from him, 20.470; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε = he slipped from... S.El.746; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19; νηὸς ὀλισθών AP9.267 (Phil.); ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει slips, loses its force, S.Fr.960: metaph., ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου IG14.1642; in moral sense, make a slip, Ar.Ra.690; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5.
2 slip along or glide along, ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra.427b; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230.
II causal, sprain by slipping, ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. Gym.14.
2 make to slip, τὰς διανοίας LXX Si.3.24.

German (Pape)

[Seite 323] od. ὀλισθάνω, welche Form die ältere u. bessere ist, obwohl Ar. Equ. 494 die Form auf -αίνω steht; fut. ὀλισθήσω, aor. ὤλισθον, selten u. erst bei Sp. ὠλίσθησα, vgl. Lob. Phryn. 742; perf. ὠλίσθηκα; – ausgleiten, auf einem schlüpfrigen Wege fallen; ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, Il. 23, 774; κἀξ ἀντύγων ὤλισθε, er glitt aus u. fiel herab, Soph. El. 736; so νηός, Philp. 77 (IX, 267); τοῖς ὀλισθοῦσιν, dem voranstehenden σφαλείς entsprechend, Ar. Ran. 689; ὥςτε μὴ ὀλισθάνειν ἡ ὕλη καὶ ἡ γῆ σχήσει, Xen. An. 3, 5, 11, herabgleiten; ὅτι ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα, Plat. Crat. 427 b; ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσί, Pol. 3, 55, 2; Sp., ὀλισθεῖν ἐπ' ἰσχίον, Lucill. 20 (XI, 316); εἰς νοῦσον, in eine Krankheit verfallen, Apollds. 12 (VII, 233). – Darüber hingleiten, schlüpfen, Sp. – Bei Ael. u. Philostr. auch trans., ausfallen, durch Ausgleiten u. Fallen ausrenken. – Ὀλισθεύω und ὀλισθέω, als praes., = ὀλισθαίνω, sind wohl schwerlich jemals im Gebrauch gewesen. – Das erst später gebildete ὄλισθος führt wahrscheinlich auf den Stamm λεῖος, λίσπος zurück.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῦσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδαγλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. του συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< -dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαιαισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό - του οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. της Γερμανικής και της Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slě «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση του ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, του ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- του ὀλιβρός].

Greek Monotonic

ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω: αόρ. βʹ ὤλισθον, Επικ. ὄλισθον· μέλ. ὀλισθήσω, αόρ. αʹ ὠλίσθησα, παρακ. -ηκα είναι μεταγεν.·
1. γλιστρώ, γλιστρώ και πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, γλίστρησε και έπεσε από το άρμα, σε Σοφ.· μεταφ., διαπράττω σφάλμα, αμαρτάνω, σε Αριστοφ.
2. γλιστρώ, τρέχω εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλισθαίνω: Plut. (только praes. и impf.) = ὀλισθάνω.

Mantoulidis Etymological

(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + λισσός (=λεῖος). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=λεῖος, φαλακρός), γλίσχρος. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό πρόσφυμα αν → ὀλισθάνω καί ὀλισθάν-j-ω→ ὀλισθαίνω.
Παράγωγα: ὀλίσθημα (=γλίστρημα), ὀλισθηρός (=γλιστερός), ὀλίσθησις, ὀλισθητικός, ὄλισθος, εὐολίσθητος.