οὐρός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ouros
|Transliteration C=ouros
|Beta Code=ou)ro/s
|Beta Code=ou)ro/s
|Definition=ὁ, [[trench]] or [[channel]] for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον <span class="bibl">Il.2.153</span>, cf. <span class="bibl">Poll.10.149</span>.
|Definition=ὁ, [[trench]] or [[channel]] for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il.2.153, cf. Poll.10.149.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οὐρός:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[ὀρύσσω]] канава, ров (для перетаскивания кораблей к морю) Hom.
|elrutext='''οὐρός:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[ὀρύσσω]] [[канава]], [[ров]] (для перетаскивания кораблей к морю) Hom.<br /><b class="num">II</b> ὁ ион. = [[ὀρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὐρός:''' <b class="num">II</b> ὁ ион. = [[ὀρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:44, 24 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρός Medium diacritics: οὐρός Low diacritics: ουρός Capitals: ΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ourós Transliteration B: ouros Transliteration C: ouros Beta Code: ou)ro/s

English (LSJ)

ὁ, trench or channel for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il.2.153, cf. Poll.10.149.

German (Pape)

[Seite 420] ὁ, (ορ), ein Graben, in welchem die Schiffe aus dem Meere aufs Land gezogen wurden, nach Eust. ὁ τόπος, ὅθενναῦς ὀρούει, ὁρμᾷ, καθελκομένη εἰς θάλασσαν, Il. 2, 153, wo es von den steh zur Heimfahrt rüstenden Griechen heißt οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν, sie werden gereinigt, um die Schiffe ins Meer zu ziehen, da sie während der langen Zeit, welche seit der Ankunft der Griechen vor Troja vergangen war, allmälig vergraset od. verschüttet waren; VLL. erkl. νεώρια, περιορίσματα τῶν νεῶν, auf eine andere Ableitung hindeutend. ὁ, ion. = ὀρός, Blutwasser, Nic. Th. 708; bei Leo phil. 6 in einer komischen Anwendung des homerischen Verses οὐρόν τε προέηκεν ἀπήμονα, für Saamenerguß.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
canal pour traîner les navires du rivage à la mer ou de la mer au rivage.
Étymologie: R. Ὀρ, creuser ; cf. ὀρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

οὐρός:
Iὀρύσσω канава, ров (для перетаскивания кораблей к морю) Hom.
II ὁ ион. = ὀρός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρός: -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς ὄρυγμα δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ πλοῖον καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ τάφρος αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. Πολυδ. Ι΄ 134.

English (Autenrieth)

(ὀρύσσω): ditch, channel, serving as ways for ships in drawing them down into the sea, Il. 2.153†.

Greek Monolingual

οὐρός, ὁ (Α)
ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το οὖρον (βλ. λ. όρος (Ι)].
(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτηςΝέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].
(II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].
(III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).
(IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῦς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].
(V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).

Greek Monotonic

οὐρός: -οῦ, ὁ, αυλάκι ή διώρυγα για τη ρυμούλκηση πλοίων και έπειτα για την εκ νέου καθέλκυσή τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

οψ)ρός, οῦ, ὁ,
a trench or channel for hauling up ships and launching them again, Il.