Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυμερής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polymeris
|Transliteration C=polymeris
|Beta Code=polumerh/s
|Beta Code=polumerh/s
|Definition=ές, (μέρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consisting of many parts]], [[manifold]], opp. <b class="b3">εἷς</b>, <span class="bibl">Ti.Locr.98d</span> (Sup.), cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>411b11</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>683b5</span> (Comp.); πρᾶξις <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1459b1</span>; -έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[of divers kinds]], τῆς ὕβρεως οὔσης π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1311a33</span>. Adv. -ρῶς [[in many ways]], Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>127</span>.</span>
|Definition=πολυμερές, ([[μέρος]])<br><span class="bld">A</span> [[consisting of many parts]], [[manifold]], opp. [[εἷς]], Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.''de An.''411b11, ''PA''683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.''Po.''1459b1; πολυμερέστατον τὸ [[δωδεκάεδρον]] Plu.2.427b. Adv. [[πολυμερῶς]] Porph.''Sent.''34.<br><span class="bld">2</span> [[of diverse kinds]], τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.''Pol.'' 1311a33. Adv. [[πολυμερῶς]] = [[in many ways]], Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. ''Tetr.''127.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0666.png Seite 666]] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος [[στοιχεῖον]] πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0666.png Seite 666]] ές, aus vielen Teilen bestehend; ὕδατος [[στοιχεῖον]] πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui se compose de plusieurs parties]], [[multiple]] ; <i>particul.</i> réduit en plusieurs morceaux;<br /><b>2</b> [[de diverses sortes]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυμερής -ές &#91;[[πολύς]], [[μέρος]]] uit vele delen bestaand; οἱ δὲ ἄλλοι... ποιοῦσι περὶ... μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ de andere dichters dichten over een enkele handeling die uit vele delen bestaat Aristot. Poët. 1459b1; veelvormig; τῆς δ’ ὕβρεως οὔσης πολυμεροῦς hoewel machtsmisbruik vele vormen kent Aristot. Pol. 1311a33; adv. πολυμερῶς op vele manieren. NT Hebr. 1.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυμερής:''' ион. πουλυμερής 2<br /><b class="num">1</b> [[состоящий из многих частей]], [[составной]] ([[ὕδατος]] [[στοιχεῖον]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[раздробленный]], [[распавшийся на части]]: ὁ π. εἷς ἦν ποτε Anth. то, что распалось (теперь) на части, было некогда единым;<br /><b class="num">3</b> [[многообразный]] ([[ὕβρις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠμερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.
|lstext='''πολῠμερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui se compose de plusieurs parties, multiple ; <i>particul.</i> réduit en plusieurs morceaux;<br /><b>2</b> de diverses sortes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[μέρος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''πολῠμερής:''' -ές ([[μέρος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] μέρη, [[πολυμερής]], [[σπονδυλωτός]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-μερῶς</i>, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πολῠμερής:''' -ές ([[μέρος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] μέρη, [[πολυμερής]], [[σπονδυλωτός]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-μερῶς</i>, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=πολυμερής -ές [πολύς, μέρος] uit vele delen bestaand; οἱ δὲ ἄλλοι... ποιοῦσι περὶ... μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ de andere dichters dichten over een enkele handeling die uit vele delen bestaat Aristot. Poët. 1459b1; veelvormig; τῆς δ ’ ὕβρεως οὔσης πολυμεροῦς hoewel machtsmisbruik vele vormen kent Aristot. Pol. 1311a33; adv. πολυμερῶς op vele manieren. NT Hebr. 1.1.
|mdlsjtxt=πολῠ-μερής, ές [[μέρος]]<br />consisting of [[many]] parts, [[manifold]], of [[divers]] kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in [[many]] portions, NTest.
}}
}}
{{elru
{{elmes
|elrutext='''πολυμερής:''' ион. πουλυμερής 2<br /><b class="num">1)</b> состоящий из многих частей, составной ([[ὕδατος]] [[στοιχεῖον]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> раздробленный, распавшийся на части: ὁ π. εἷς ἦν ποτε Anth. то, что распалось (теперь) на части, было некогда единым;<br /><b class="num">3)</b> многообразный ([[ὕβρις]] Arst.).
|esmgtx=-ές [[compuesto de muchas partes]] del fuego ἐξορκίζω σε, πῦρ, δαίμων ἔρωτος ἁγίου, τὸν ἀόρατον καὶ πολυμερῇ <b class="b3">te conjuro a ti, fuego, demon del amor sagrado, el invisible y el compuesto de muchas partes</b> P XIII 304
}}
}}
{{mdlsj
{{trml
|mdlsjtxt=πολῠ-μερής, ές [[μέρος]]<br />consisting of [[many]] parts, [[manifold]], of [[divers]] kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in [[many]] portions, NTest.
|trtx=Arabic: مُتَنَوِّع‎; Bulgarian: разнороден, разнообразен; Danish: mangfoldig; Dutch: [[veelvuldig]], [[talrijk]], [[veelvoudig]], [[divers]]; Finnish: moninainen; German: [[vielfältig]], [[mannigfaltig]], [[verschieden]], [[divers]], [[unterschiedlich]]; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐍆𐌰𐌻𐌸𐍃, 𐍆𐌹𐌻𐌿𐍆𐌰𐌹𐌷𐍃; Greek: [[ποικιλόπτυχος]], [[πολλαπλός]], [[πολυειδής]], [[πολύπτυχος]]; Ancient Greek: [[παντοδαπός]], [[ποικίλος]]; Hungarian: sokféle, sokfajta; Italian: [[molteplice]], [[multiforme]]; Latin: [[multiplex]]; Portuguese: [[múltiplos]], [[variados]]; Russian: [[разнообразный]]; Spanish: [[múltiple]]; Swedish: mångfaldig; Tagalog: damihan
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμερής Medium diacritics: πολυμερής Low diacritics: πολυμερής Capitals: ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ
Transliteration A: polymerḗs Transliteration B: polymerēs Transliteration C: polymeris Beta Code: polumerh/s

English (LSJ)

πολυμερές, (μέρος)
A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; πολυμερέστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. πολυμερῶς Porph.Sent.34.
2 of diverse kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. πολυμερῶς = in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.

German (Pape)

[Seite 666] ές, aus vielen Teilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se compose de plusieurs parties, multiple ; particul. réduit en plusieurs morceaux;
2 de diverses sortes.
Étymologie: πολύς, μέρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμερής -ές [πολύς, μέρος] uit vele delen bestaand; οἱ δὲ ἄλλοι... ποιοῦσι περὶ... μίαν πρᾶξιν πολυμερῆ de andere dichters dichten over een enkele handeling die uit vele delen bestaat Aristot. Poët. 1459b1; veelvormig; τῆς δ’ ὕβρεως οὔσης πολυμεροῦς hoewel machtsmisbruik vele vormen kent Aristot. Pol. 1311a33; adv. πολυμερῶς op vele manieren. NT Hebr. 1.1.

Russian (Dvoretsky)

πολυμερής: ион. πουλυμερής 2
1 состоящий из многих частей, составной (ὕδατος στοιχεῖον Plat.);
2 раздробленный, распавшийся на части: ὁ π. εἷς ἦν ποτε Anth. то, что распалось (теперь) на части, было некогда единым;
3 многообразный (ὕβρις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.

Spanish

compuesto de muchas partes

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με πολλάπολυμερές ενδιαφέρον»)
2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμερής κατάρτιση»)
3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («πολυμερές υλικό»)
4. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα πολυμερή
χημ. κατηγορία χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή
5. φρ. α) «πολυμερείς ενώσεις»
χημ. τα πολυμερή
β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ τριών ή περισσότερων χωρών, ο οποίος στηρίζεται στην ελεύθερη μετατρεψιμότητα τών νομισμάτων
γ) «πολυμερής κληρονομικότητα»
βιολ. τύπος κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι πολλά ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη δράση τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική κληρονομικότητα
δ) «πολυμερής συμψηφιστική εξόφληση λογαριασμών»
(οικον.) σύστημα αμοιβαίων πληρωμών μεταξύ τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων μερών που αφορά κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επενδύσεις
αρχ.
αυτός που περιέχει διάφορα είδη, ποικίλος.
επίρρ...
πολυμερῶς Α
1. με πολλά μέρη, με συνένωση πολλών μερών
2. με διάφορα είδη, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής.

Greek Monotonic

πολῠμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πολλά μέρη, πολυμερής, σπονδυλωτός, σε Αριστ.· επίρρ. -μερῶς, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

πολῠ-μερής, ές μέρος
consisting of many parts, manifold, of divers kinds, Arist.: adv. -μερῶς, in many portions, NTest.

Léxico de magia

-ές compuesto de muchas partes del fuego ἐξορκίζω σε, πῦρ, δαίμων ἔρωτος ἁγίου, τὸν ἀόρατον καὶ πολυμερῇ te conjuro a ti, fuego, demon del amor sagrado, el invisible y el compuesto de muchas partes P XIII 304

Translations

Arabic: مُتَنَوِّع‎; Bulgarian: разнороден, разнообразен; Danish: mangfoldig; Dutch: veelvuldig, talrijk, veelvoudig, divers; Finnish: moninainen; German: vielfältig, mannigfaltig, verschieden, divers, unterschiedlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐍆𐌰𐌻𐌸𐍃, 𐍆𐌹𐌻𐌿𐍆𐌰𐌹𐌷𐍃; Greek: ποικιλόπτυχος, πολλαπλός, πολυειδής, πολύπτυχος; Ancient Greek: παντοδαπός, ποικίλος; Hungarian: sokféle, sokfajta; Italian: molteplice, multiforme; Latin: multiplex; Portuguese: múltiplos, variados; Russian: разнообразный; Spanish: múltiple; Swedish: mångfaldig; Tagalog: damihan