πληθύω: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(10) |
|||
(44 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plithyo | |Transliteration C=plithyo | ||
|Beta Code=plhqu/w | |Beta Code=plhqu/w | ||
|Definition=aor. subj. < | |Definition=aor. subj.<br><span class="bld">A</span> πληθύσῃ Pl.''Ti.''83e:—intr. form of [[πληθύνω]], to [[be full]] or [[become full]], c. gen., νεκρῶν π. πέδον E.''HF''1172; ἡ πόλις π. ἀνδρῶν Arist.''Pol.''1270a39; <b class="b3">ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή</b> ib.1336a7: c. dat., πληθύοι αὐτῷ οἶκος παίδων γοναῖς ''IG''12(9).1179.38 (Euboea, ii A.D.): abs., <b class="b3">ἀγορῆς πληθυούσης</b>, v. [[ἀγορά]] IV; ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων ''IG''12.114.26,al., cf. ''Schwyzer'' 412 (Elis); of rivers, [[swell]], [[rise]], [[Herodotus|Hdt.]]2.19,20, etc.:—Med., <b class="b3">ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[πλήθεσθαι]]) ib. 93.<br><span class="bld">2</span> [[increase in number]], [[multiply]], A.''Ch.''1057, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''678b; [[increase in time]], ὁ πληθύων χρόνος [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''930:—Med., <b class="b3">φῦλον ἐν τῷ ἑνὶ -όμενον</b> [[possessing multiplicity]] in unity, Iamb.''Myst.''1.6.<br><span class="bld">3</span> [[abound]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 405a; τινι in a thing, S.''Tr.''54.<br><span class="bld">4</span> [[increase]], [[grow]], of the [[σπέρμα]], Arist.''Pol.''1335a27.<br><span class="bld">5</span> [[spread]], [[prevail]], ὡς ἐπλήθυον λόγοι [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''869; <b class="b3">ὁ πληθύων λόγος</b> the [[current]] story, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''377.<br><span class="bld">II</span> [[πληθύνω]] is generally trans., -ύω intr.; but [[πληθύω]] is trans. in [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''718, <b class="b3">κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην</b>, and [[πληθύομαι]] is Pass. (in signf. [[make]] [[multiple]], '[[plurify]]') in Procl.''Inst.''125, Dam.''Pr.''139: [[πληθύνω]] is intr. in later writers, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''351b7, ''GA''738a37 (in both places with v.l.), [[LXX]] ''Ex.''1.20, al., [[varia lectio|v.l.]] in Nic.Dam.19 J., ''Act.Ap.''6.1, Hdn. 3.8.8; and [[πληθύομαι]] is Med. in [[Herodotus|Hdt.]]2.93 (s.v.l., v. supr.), and in codd. of A.''Supp.''604; cf. συμπληθύω. [ἐπλήθῠον [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''421; πληθῡεται dub. in Id.''Supp.''604; quantity of υ elsewhere indeterminate.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0632.png Seite 632]] = [[πληθύνω]], [[voll sein]]; τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει [[πέδον]]; Eur. Herc. F. 1172; von dem Greisenalter, ὁ πληθύων [[χρόνος]], Soph. O. C. 934; πληθυούσης ἀγορῆς, Her. 4, 181 (vgl. [[πλήθω]]); von Flüssen, anschwellen, groß sein, 2, 19. 20; u. so auch als dep., ἐὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ [[Νεῖλος]], 2, 93, wo aber eine gute Handschrift πλήθεσθαι hat. Einzeln bei Sp., ἡ [[χώρα]] ποταμοῖς πληθύει, Strab. 5, 1, 5. 16, 4, 5. – Zunehmen, überhand nehmen; ὡς ἐπλήθυον λόγοι, Aesch. Ag. 843, vgl. Soph. O. C. 378; πληθύοντος δ' ἡμῶν τοῦ γένους, Plat. Legg. III, 678 b; ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσῶν, Rep. III, 405 a. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> [[être plein]], [[être rempli]] ; abonder en, τινι;<br /><b>2</b> [[s'accroître en nombre]], [[se multiplier]] ; <i>p. ext.</i> s'accroître en volume, grossir ; <i>fig.</i> s'accroître, prendre de la force : ὁ πληθύων [[λόγος]] SOPH le bruit le plus répandu ; ὁ πληθύων [[χρόνος]] SOPH le temps qui croît, <i>càd</i> le grand nombre des années, la vieillesse;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πληθύομαι]] se remplir, se grossir <i>en parl. d'un fleuve</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πληθύς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πληθύω [πληθύς] vol zijn; met gen..; τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον; waarom ligt de grond hier bezaaid met lijken? Eur. HF 1172; ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή de melkrijke voeding Aristot. Pol. 1336a7; abs..; ἀγορῆς πληθυούσης als de markt vol is Hdt. 4.181.3; ὁ πληθύων χρόνος de hoge leeftijd Soph. OC 930; uitbr..; αἵδε πληθύουσι δή kijk, zij (de honden) zijn volop aanwezig (d.w.z. het krioelt hier van de honden) Aeschl. Ch. 1057; met dat..; παισὶ μὲν τοσοῖσδε πληθύεις je hebt wel zonen in overvloed Soph. Tr. 54; verbreid zijn:. ὡς καθ’ ἡμᾶς ἐσθ’ ὁ πληθύων λόγος zoals het gangbaarste verhaal bij ons luidt Soph. OC 377. vol worden, toenemen:. τοὺς ἐτησίας ἀνέμους εἶναι αἰτίους πληθύειν τὸν ποταμόν dat de passaatwinden er de oorzaak van zijn dat de rivier stijgt Hdt. 2.20.2. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πληθύω:''' (только praes., impf. и aor.)<br /><b class="num">1</b> [[быть полным]] (νεκρῶν πλεθύει [[πέδον]] Eur.): πληθυούσης ἀγορῆς Her. когда рыночная площадь полна (народу);<br /><b class="num">2</b> [[увеличиваться]], [[возрастать]]: πληθύοντος [[ἡμῶν]] τοῦ γένους Plat. когда наш род разросся; ὁ πληθύων [[λόγος]] Soph. всеобщая (господствующая) молва; πληθύων [[χρόνος]] Soph. долгое время или долгая жизнь;<br /><b class="num">3</b> (о реке), [[прибывать]], [[вздуваться]], [[выступать из берегов]], [[разливаться]] (ὁ [[Νεῖλος]] ἐπεὰν πληθύῃ Her.);<br /><b class="num">4</b> [[изобиловать]], [[быть богатым]]: παισὶ π. Soph. иметь много детей. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πληθύω''': ἀόρ. ὑποτ. πληθύσῃ Πλάτ. Τίμ. 83Ε· ― ἀμετάβ. [[τύπος]] τοῦ [[πληθύνω]], εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] τινὸς πράγματος, τινός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1172. ἡ [[πόλις]] πλ. ἀνδρῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 17· ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφὴ [[αὐτόθι]] 7, 17, 1· ― ἀπολ., ἀγορῆς πληθυούσης, ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ὁ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων πληθύων Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβ. Ἀνθ. 278, πρβλ. 272· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐξογκοῦμαι, ὑψοῦμαι, φουσκώνω, Ἡρόδ. 2. 19, 20, κτλ.· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ [[Νεῖλος]], ([[ἔνθα]] δόκιμόν τι Ἀντίγραφον ἔχει πλήθεσθαι, ὁ Δινδ. γράφει πληθύνεσθαι), [[αὐτόθι]] 93. 2) αὐξάνομαι κατ’ ἀριθμόν, πολλαπλασιάζομαι, [[ἄναξ]] Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δὴ Αἰσχύλ. Χο. 1057, Πλάτ. Νόμ. 678Β. 3) [[ὑπάρχω]] ἐν ἀφθονίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 643· ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθουσῶν ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 405Α· τινι, ἔν τινι, Σοφ. Τρ. 54· ― [[ὡσαύτως]], αὐξάνομαι κατὰ τὸ [[μέγεθος]], ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 8. 4) ἐκτείνομαι, ἐπικρατῶ, Λατ. invalescere, ὡς ἐπλήθυον λόγοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ὁ πληθύων [[λόγος]], ὁ κυκλοφορῶν [[λόγος]], Σοφ. Ο. Κ. 377· ὁ πληθύων [[χρόνος]], ὁ αὐξόμενος [[χρόνος]], [[αὐτόθι]] 930 ΙΙ. ἡ [[διάκρισις]] μεταξὺ τοῦ [[πληθύνω]] καὶ -ύω, ὡς μεταβ. καὶ ἀμεταβ., γίνεται καταφανὴς ἐκ τῶν παραδειγμάτων, καὶ ἐκ τῆς συνήθους χρήσεως τῶν ῥημάτων εἰς -ύνω. Ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἡ διαφορὰ αὕτη φαίνεται ὅτι παρημελήθη· τὸ [[πληθύνω]] ἀπαντᾷ ὡς ἀμετάβ. ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 12, (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφ. γραφ.), Ἡρῳδιαν. 3. 8, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 1· καὶ πληθύομαι ὡς μέσ. παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν τοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· ― ἀφ’ ἑτέρου εὑρίσκομεν [[συμπληθύω]] ὡς μεταβ. παρ’ Ἡροδ. 4. 48, 50, Λογγίν. 23· πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5, Πλούτ. 2. 1005F. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[πλήρης]], [[είμαι]] [[γεμάτος]] ή [[γεμίζω]] με [[κάτι]] (α. «νεκρῶν... πληθύει [[πέδον]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα [[τροφή]]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ὁ [[δῆμος]] ὁ Ἀθηναίων πληθύων», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυξάνομαι ως [[προς]] τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῦ γένους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφθονώ]] («ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσὼν ἐν πόλει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για το [[σπέρμα]]) αυξάνομαι ως [[προς]] το [[μέγεθος]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>4.</b> (για [[ποτάμι]]) [[φουσκώνω]], [[πλημμυρίζω]] («κατέρχεται μὲν ὁ Νεῖλος πληθύων ἀπὸ τροπέων τῶν θερινέων ἀρξάμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για τη [[φήμη]] και τις διαδόσεις) επεκτείνομαι, [[επικρατώ]] («εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι», Αισχύλ)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πληθύομαι</i><br />έχω [[πολλαπλότητα]] [[μέσα]] στην [[ενότητα]] («φῡλον ἐν τῷ ἑνὶ πληθυόμενον», Ιάμβλ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ὁ πληθύων [[χρόνος]]» — τα [[πολλά]] [[χρόνια]], τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του <i>πληθύνομαι</i> / [[πληθύνω]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πληθύω:''' αμτβ. [[τύπος]] του [[πληθύνω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">1.</b> είμαι ή [[γεμίζω]], <i>τινός</i>, από ένα [[πράγμα]], σε Ευρ.· απόλ., <i>ἀγορῆς πληθυούσης</i>, βλ. [[ἀγορά]]· λέγεται για ποτάμια, [[φουσκώνω]], υψώνομαι, εξογκώνομαι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αυξάνομαι στον αριθμό, πολλαπλασιάζομαι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφθονώ]], <i>τινί</i>, σ' ένα [[πράγμα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> εκτείνομαι, [[επικρατώ]], Λατ. invalescere, λέγεται για τα [[λόγια]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ὁ πληθύων [[χρόνος]], ο [[χρόνος]], η [[ηλικία]] που αυξάνεται, σε Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πληθύω]], [from πληθύ¯ς] [intr. [[form]] of [[πληθύνω]] [[mostly]] in pres. and imperf.]<br /><b class="num">1.</b> to be or [[become]] [[full]], τινός of a [[thing]], Eur.:— absol., ἀγορῆς πληθυούσης, v. [[ἀγορά]] V.:—of rivers, to [[swell]], [[rise]], Hdt.:—so in Mid., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[increase]] in [[number]], [[multiply]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> to [[abound]], τινί in a [[thing]], Soph.<br /><b class="num">4.</b> to be [[general]], [[prevail]], Lat. invalescere, of reports, Aesch., Soph.; ὁ πληθύων [[χρόνος]] increasing [[time]], age, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:57, 29 October 2024
English (LSJ)
aor. subj.
A πληθύσῃ Pl.Ti.83e:—intr. form of πληθύνω, to be full or become full, c. gen., νεκρῶν π. πέδον E.HF1172; ἡ πόλις π. ἀνδρῶν Arist.Pol.1270a39; ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή ib.1336a7: c. dat., πληθύοι αὐτῷ οἶκος παίδων γοναῖς IG12(9).1179.38 (Euboea, ii A.D.): abs., ἀγορῆς πληθυούσης, v. ἀγορά IV; ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων IG12.114.26,al., cf. Schwyzer 412 (Elis); of rivers, swell, rise, Hdt.2.19,20, etc.:—Med., ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος (v.l. πλήθεσθαι) ib. 93.
2 increase in number, multiply, A.Ch.1057, Pl.Lg.678b; increase in time, ὁ πληθύων χρόνος S.OC930:—Med., φῦλον ἐν τῷ ἑνὶ -όμενον possessing multiplicity in unity, Iamb.Myst.1.6.
3 abound, Pl.R. 405a; τινι in a thing, S.Tr.54.
4 increase, grow, of the σπέρμα, Arist.Pol.1335a27.
5 spread, prevail, ὡς ἐπλήθυον λόγοι A.Ag.869; ὁ πληθύων λόγος the current story, S.OC377.
II πληθύνω is generally trans., -ύω intr.; but πληθύω is trans. in S.Fr.718, κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην, and πληθύομαι is Pass. (in signf. make multiple, 'plurify') in Procl.Inst.125, Dam.Pr.139: πληθύνω is intr. in later writers, Arist.Mete.351b7, GA738a37 (in both places with v.l.), LXX Ex.1.20, al., v.l. in Nic.Dam.19 J., Act.Ap.6.1, Hdn. 3.8.8; and πληθύομαι is Med. in Hdt.2.93 (s.v.l., v. supr.), and in codd. of A.Supp.604; cf. συμπληθύω. [ἐπλήθῠον A.Pers.421; πληθῡεται dub. in Id.Supp.604; quantity of υ elsewhere indeterminate.]
German (Pape)
[Seite 632] = πληθύνω, voll sein; τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον; Eur. Herc. F. 1172; von dem Greisenalter, ὁ πληθύων χρόνος, Soph. O. C. 934; πληθυούσης ἀγορῆς, Her. 4, 181 (vgl. πλήθω); von Flüssen, anschwellen, groß sein, 2, 19. 20; u. so auch als dep., ἐὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, 2, 93, wo aber eine gute Handschrift πλήθεσθαι hat. Einzeln bei Sp., ἡ χώρα ποταμοῖς πληθύει, Strab. 5, 1, 5. 16, 4, 5. – Zunehmen, überhand nehmen; ὡς ἐπλήθυον λόγοι, Aesch. Ag. 843, vgl. Soph. O. C. 378; πληθύοντος δ' ἡμῶν τοῦ γένους, Plat. Legg. III, 678 b; ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσῶν, Rep. III, 405 a.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 être plein, être rempli ; abonder en, τινι;
2 s'accroître en nombre, se multiplier ; p. ext. s'accroître en volume, grossir ; fig. s'accroître, prendre de la force : ὁ πληθύων λόγος SOPH le bruit le plus répandu ; ὁ πληθύων χρόνος SOPH le temps qui croît, càd le grand nombre des années, la vieillesse;
Moy. πληθύομαι se remplir, se grossir en parl. d'un fleuve.
Étymologie: πληθύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληθύω [πληθύς] vol zijn; met gen..; τί νεκρῶν τῶνδε πληθύει πέδον; waarom ligt de grond hier bezaaid met lijken? Eur. HF 1172; ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή de melkrijke voeding Aristot. Pol. 1336a7; abs..; ἀγορῆς πληθυούσης als de markt vol is Hdt. 4.181.3; ὁ πληθύων χρόνος de hoge leeftijd Soph. OC 930; uitbr..; αἵδε πληθύουσι δή kijk, zij (de honden) zijn volop aanwezig (d.w.z. het krioelt hier van de honden) Aeschl. Ch. 1057; met dat..; παισὶ μὲν τοσοῖσδε πληθύεις je hebt wel zonen in overvloed Soph. Tr. 54; verbreid zijn:. ὡς καθ’ ἡμᾶς ἐσθ’ ὁ πληθύων λόγος zoals het gangbaarste verhaal bij ons luidt Soph. OC 377. vol worden, toenemen:. τοὺς ἐτησίας ἀνέμους εἶναι αἰτίους πληθύειν τὸν ποταμόν dat de passaatwinden er de oorzaak van zijn dat de rivier stijgt Hdt. 2.20.2.
Russian (Dvoretsky)
πληθύω: (только praes., impf. и aor.)
1 быть полным (νεκρῶν πλεθύει πέδον Eur.): πληθυούσης ἀγορῆς Her. когда рыночная площадь полна (народу);
2 увеличиваться, возрастать: πληθύοντος ἡμῶν τοῦ γένους Plat. когда наш род разросся; ὁ πληθύων λόγος Soph. всеобщая (господствующая) молва; πληθύων χρόνος Soph. долгое время или долгая жизнь;
3 (о реке), прибывать, вздуваться, выступать из берегов, разливаться (ὁ Νεῖλος ἐπεὰν πληθύῃ Her.);
4 изобиловать, быть богатым: παισὶ π. Soph. иметь много детей.
Greek (Liddell-Scott)
πληθύω: ἀόρ. ὑποτ. πληθύσῃ Πλάτ. Τίμ. 83Ε· ― ἀμετάβ. τύπος τοῦ πληθύνω, εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης τινὸς πράγματος, τινός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1172. ἡ πόλις πλ. ἀνδρῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 17· ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφὴ αὐτόθι 7, 17, 1· ― ἀπολ., ἀγορῆς πληθυούσης, ἴδε ἐν λ. ἀγορὰ IV· ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβ. Ἀνθ. 278, πρβλ. 272· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἐξογκοῦμαι, ὑψοῦμαι, φουσκώνω, Ἡρόδ. 2. 19, 20, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, (ἔνθα δόκιμόν τι Ἀντίγραφον ἔχει πλήθεσθαι, ὁ Δινδ. γράφει πληθύνεσθαι), αὐτόθι 93. 2) αὐξάνομαι κατ’ ἀριθμόν, πολλαπλασιάζομαι, ἄναξ Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δὴ Αἰσχύλ. Χο. 1057, Πλάτ. Νόμ. 678Β. 3) ὑπάρχω ἐν ἀφθονίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 643· ἀκολασίας δὲ καὶ νόσων πληθουσῶν ἐν τῇ πόλει Πλάτ. Πολ. 405Α· τινι, ἔν τινι, Σοφ. Τρ. 54· ― ὡσαύτως, αὐξάνομαι κατὰ τὸ μέγεθος, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 8. 4) ἐκτείνομαι, ἐπικρατῶ, Λατ. invalescere, ὡς ἐπλήθυον λόγοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 860· ὁ πληθύων λόγος, ὁ κυκλοφορῶν λόγος, Σοφ. Ο. Κ. 377· ὁ πληθύων χρόνος, ὁ αὐξόμενος χρόνος, αὐτόθι 930 ΙΙ. ἡ διάκρισις μεταξὺ τοῦ πληθύνω καὶ -ύω, ὡς μεταβ. καὶ ἀμεταβ., γίνεται καταφανὴς ἐκ τῶν παραδειγμάτων, καὶ ἐκ τῆς συνήθους χρήσεως τῶν ῥημάτων εἰς -ύνω. Ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἡ διαφορὰ αὕτη φαίνεται ὅτι παρημελήθη· τὸ πληθύνω ἀπαντᾷ ὡς ἀμετάβ. ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 12, (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφ. γραφ.), Ἡρῳδιαν. 3. 8, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 1· καὶ πληθύομαι ὡς μέσ. παρ’ Ἡροδ. (ἴδε ἀνωτ.), καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τῶν τοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 604· ― ἀφ’ ἑτέρου εὑρίσκομεν συμπληθύω ὡς μεταβ. παρ’ Ἡροδ. 4. 48, 50, Λογγίν. 23· πρβλ. διάφ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 5, Πλούτ. 2. 1005F.
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ.
β. «ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ.
γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.)
αρχ.
1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῦ γένους», Πλάτ.)
2. αφθονώ («ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσὼν ἐν πόλει», Πλάτ.)
3. (για το σπέρμα) αυξάνομαι ως προς το μέγεθος, μεγαλώνω
4. (για ποτάμι) φουσκώνω, πλημμυρίζω («κατέρχεται μὲν ὁ Νεῖλος πληθύων ἀπὸ τροπέων τῶν θερινέων ἀρξάμενος», Ηρόδ.)
5. μτφ. (για τη φήμη και τις διαδόσεις) επεκτείνομαι, επικρατώ («εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι», Αισχύλ)
6. μέσ. πληθύομαι
έχω πολλαπλότητα μέσα στην ενότητα («φῡλον ἐν τῷ ἑνὶ πληθυόμενον», Ιάμβλ.)
7. φρ. «ὁ πληθύων χρόνος» — τα πολλά χρόνια, τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πληθύνομαι / πληθύνω.
Greek Monotonic
πληθύω: αμτβ. τύπος του πληθύνω, κυρίως στον ενεστ. και παρατ.,
1. είμαι ή γεμίζω, τινός, από ένα πράγμα, σε Ευρ.· απόλ., ἀγορῆς πληθυούσης, βλ. ἀγορά· λέγεται για ποτάμια, φουσκώνω, υψώνομαι, εξογκώνομαι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
2. αυξάνομαι στον αριθμό, πολλαπλασιάζομαι, σε Αισχύλ.
3. αφθονώ, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Σοφ.
4. εκτείνομαι, επικρατώ, Λατ. invalescere, λέγεται για τα λόγια, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὁ πληθύων χρόνος, ο χρόνος, η ηλικία που αυξάνεται, σε Σοφ.
Middle Liddell
πληθύω, [from πληθύ¯ς] [intr. form of πληθύνω mostly in pres. and imperf.]
1. to be or become full, τινός of a thing, Eur.:— absol., ἀγορῆς πληθυούσης, v. ἀγορά V.:—of rivers, to swell, rise, Hdt.:—so in Mid., Hdt.
2. to increase in number, multiply, Aesch.
3. to abound, τινί in a thing, Soph.
4. to be general, prevail, Lat. invalescere, of reports, Aesch., Soph.; ὁ πληθύων χρόνος increasing time, age, Soph.