νοτερός: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[rainy]], [[wet]]
|woodrun=[[rainy]], [[wet]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[pluvius]]'', [[rainy]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.21.4/ 3.21.4].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 15:19, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτερός Medium diacritics: νοτερός Low diacritics: νοτερός Capitals: ΝΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: noterós Transliteration B: noteros Transliteration C: noteros Beta Code: notero/s

English (LSJ)

νοτερά, νοτερόν, (νότος) damp, moist, δρόσος Simon. 183.9; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.); ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.); χειμὼν νοτερός a storm of rain, Th.3.21; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.); τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U.; χωρία Onos.8.2; τὸ νοτερόν = moisture, Pl.Ti.60c.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.
Étymologie: νότος.

German (Pape)

naß, feucht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp.D., ὄμμα, Maec. 3 (V.130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V.74), θάλαττα, Add. 6; und in Prosa; χειμών, Thuc. 3.21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim.Locr. 99c; Gegensatz von ξηρός, Plat. Tim. 82a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65d; Sp., wie Plut.

Russian (Dvoretsky)

νοτερός:
1 влажный, мокрый (πέπλων πτύξ, βλέφαρα Eur.);
2 текучий, прозрачный (ὕδωρ Eur.);
3 дождливый, с ливнями (χειμών Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσερός, φθονερός)].

Greek Monotonic

νοτερός: -ά, -όν (νότος), υγρός, γεμάτος από υγρασία, νοτισμένος, σε Ευρ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα, θύελλα με βροχή, σε Θουκ.

Middle Liddell

νοτερός, ή, όν νότος
wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.

English (Woodhouse)

rainy, wet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

pluvius, rainy, 3.21.4.

Translations

moist

Arabic: رَطِب‎, بَلّ‎; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک‎; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm