πρυμνήτης: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prymnitis | |Transliteration C=prymnitis | ||
|Beta Code=prumnh/ths | |Beta Code=prumnh/ths | ||
|Definition= | |Definition=πρυμνήτου, ὁ, [[steersman]] ; ''metaph'', χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the [[pilot]]' of the State, A. ''Eu.'' 16 ; ἄνδρα… π. [[χθονός]] ''ib.'' 765. as masc. ''Adj.'', = [[πρυμνήσιος]] (of or from a [[ship]]'s [[stern]], [[pertain]]ing to the [[stern]]), π. [[κάλως]] [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 770. of a [[fair]] [[wind]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀργέστης]], ARh. 4.1628. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l'État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρυμνήτης -ου [πρύμνη] stuurman (die op achtersteven staat); overdr..; χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ de heerser die dit land bestuurt Aeschl. Eum. 16; adj. van de achtersteven, achtersteven-:. ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων hij is de kade waaraan ik de kabel van mijn achtersteven zal bevestigen Eur. Med. 770. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρυμνήτης:''' ου adj. m кормовой ([[κάλως]] Eur.): π. [[ἄναξ]] или [[ἀνήρ]] Aesch. кормчий. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που έχει [[υπηρεσία]] στην [[πλευρά]] της πρύμνης<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> (για άνεμο) αυτός που πνέει από το [[μέρος]] της πρύμνης, ο [[ούριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] ή [[πηδαλιούχος]], του οποίου η [[θέση]] ήταν στην [[πρύμνη]], ο [[οιακιστής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ηγεμόνας]] χώρας<br /><b>3.</b> (για ούριο άνεμο) ο αργέστης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[πρυμνήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ητης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀλ</i>-<i>ήτης</i>: <i>ἄλη</i>, <i>ἀγορ</i>-<i>ητής</i>: <i>ἀγορᾱ</i>, <i>μαχ</i>-<i>ητής</i>: [[μάχη]], τ. που [[πρέπει]] να έχουν προέλθει [[μάλλον]] από ουσ. σε -<i>η</i> [[παρά]] από τα αντίστοιχα ρ. σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρυμνήτης:''' -ου, ὁ ([[πρύμνα]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]]· μεταφ., χώρας [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]], ο [[κυβερνήτης]] της πολιτείας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως αρσ. επίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]], σε Ευρ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628. | |lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[πρυμνήτης]], ου, ὁ, [[πρύμνα]]<br /><b class="num">I.</b> the [[steersman]]:—metaph., χώρας πρ. [[ἄναξ]] " the [[pilot]]" of the State, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as masc. adj. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[of the stem]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 20 December 2024
English (LSJ)
πρυμνήτου, ὁ, steersman ; metaph, χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A. Eu. 16 ; ἄνδρα… π. χθονός ib. 765. as masc. Adj., = πρυμνήσιος (of or from a ship's stern, pertaining to the stern), π. κάλως E.Med. 770. of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, ARh. 4.1628.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l'État).
Étymologie: πρύμνα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρυμνήτης -ου [πρύμνη] stuurman (die op achtersteven staat); overdr..; χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ de heerser die dit land bestuurt Aeschl. Eum. 16; adj. van de achtersteven, achtersteven-:. ἐκ τοῦδ’ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων hij is de kade waaraan ik de kabel van mijn achtersteven zal bevestigen Eur. Med. 770.
Russian (Dvoretsky)
πρυμνήτης: ου adj. m кормовой (κάλως Eur.): π. ἄναξ или ἀνήρ Aesch. кормчий.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά της πρύμνης
2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος της πρύμνης, ο ούριος
αρχ.
1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, του οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο οιακιστής
2. μτφ. ο ηγεμόνας χώρας
3. (για ούριο άνεμο) ο αργέστης
4. ως επίθ. πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + επίθημα -ητης (πρβλ. ἀλ-ήτης: ἄλη, ἀγορ-ητής: ἀγορᾱ, μαχ-ητής: μάχη, τ. που πρέπει να έχουν προέλθει μάλλον από ουσ. σε -η παρά από τα αντίστοιχα ρ. σε -ῶ / -άω)].
Greek Monotonic
πρυμνήτης: -ου, ὁ (πρύμνα),
I. πηδαλιούχος, κυβερνήτης· μεταφ., χώρας πρυμνήτης ἄναξ, ο κυβερνήτης της πολιτείας, σε Αισχύλ.
II. ως αρσ. επίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτης ἢ πηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
Middle Liddell
πρυμνήτης, ου, ὁ, πρύμνα
I. the steersman:—metaph., χώρας πρ. ἄναξ " the pilot" of the State, Aesch.
II. as masc. adj. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Eur.